Η σχέση μέσων και σκοπού
Μάρκο Ρεβέλι, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-01-29
Τείνουμε να το λησμονάμε, αλλά η πολιτική στράτευση στον εικοστό αιώνα συγκροτείται και εγγράφεται πλήρως σε ένα ιστορικό πλαίσιο που σημαδεύεται από τον πόλεμο, από εκείνη την πελώρια τραγωδία που υπήρξε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η άγρια προέκτασή του στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Το συλλογικό φαντασιακό, η υπαρξιακή διάσταση, η πολιτική ταυτότητα των γενεών που δημιούργησαν την υψηλή και σκληροτράχηλη κομμουνιστική παράδοση, με την οποία σήμερα αναμετριόμαστε, είχαν διαμορφωθεί εξ ολοκλήρου στο κλίμα της «ολικής κινητοποίησης» που προκλήθηκε από εκείνον τον πόλεμο και είχαν σε μεγάλο βαθμό ζυμωθεί με τον πόλεμο.
**Δεν προξενεί έκπληξη, επομένως, το ότι ο πόλεμος εμφανίζεται -έστω ως έσχατη επιλογή- στο ρεπερτόριο των μέσων στα οποία βασίζουν την αποτελεσματικότητα της δράσης τους. Υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν σκληρούς εχθρούς («απόλυτους», θα μπορούσαμε να πούμε): το ναζισμό και το φασισμό.
**Είχαν υποστεί την ανελέητη δίωξη που στρεφόταν ενάντια σε κάθε ίχνος αντιπολίτευσης, την απειλή των βασανιστηρίων και την κατάργηση της ελευθερίας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Και ήταν ώς ένα βαθμό αναπόφευκτο να εναποθέσουν τη δυνατότητα σωτηρίας σε μια δύναμη ίση (σε ισχύ) και αντίθετη (σε σκοπούς), ικανή να καταπολεμά το (απόλυτο) κακό εκείνου του τύπου καταπίεσης με το (σχετικό) κακό της προσφυγής στα όπλα.
**Ηταν, επομένως, αναπόφευκτο να συμβιώσουν με τον πόλεμο χωρίς να ενοχλούνται υπερβολικά γι’ αυτό. Ή να φτάσουν ακόμη και να τον εύχονται, ως δρόμο προς την ελευθερία και τη χειραφέτηση. Οχι μόνον οι κομμουνιστές αλλά ολόκληρες γενεές δημοκρατών, φιλελεύθερων σοσιαλιστών, ακόμη και φιλελεύθερων και καθολικών -αντιφασιστών γενικά- έζησαν τον πόλεμο ως αναπόφευκτο εργαλείο απελευθέρωσης.
**Η υπεράσπιση της λογικής της μη βίας, ενός πασιφισμού που δεν θα περιοριζόταν στο να αντιτάσσεται στους πολέμους των άλλων, αλλά που θα έφτανε να αμφισβητεί ριζικά την πολεμική επιλογή στο εσωτερικό του δικού μας πολιτικού στρατοπέδου, εκείνη την εποχή ήταν τρομερά δύσκολο εγχείρημα. Και αναπόφευκτα «απολιτικό». Οποιος το προσπάθησε στη Δύση -και δεν λείπουν οι περιπτώσεις, από τη Σιμόν Βέιλ ώς τον Αλντο Καπιτίνι- το έκανε βασιζόμενος σε μια πνευματικότητα και μια θρησκευτικότητα που είναι δύσκολο να αναπαραχθούν έξω από τον περιορισμένο κύκλο των «μυημένων». Σχεδόν όλοι οι άλλοι, απορροφημένοι ολικά στη μάχη σώμα με σώμα με έναν θανάσιμο και απόλυτο εχθρό, δεν είχαν τότε ούτε το χρόνο ούτε τον τρόπο να στοχαστούν για την επίδραση που η βία ασκεί σε αυτόν που την εφαρμόζει. Για την ανθρωπολογική μεταμόρφωση που η βία επιβάλλει στο υποκείμενο που υποχρεώνεται να τη «χρησιμοποιήσει».
**Αυτά συνέβαιναν τότε. Σήμερα όμως; Σήμερα που τα αποτελέσματα εκείνης της παρέκκλισης είναι μπροστά στα μάτια όλων; Σήμερα, όταν είναι ήδη καλά ορατή, με την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, η καταστροφή που το μέσο που χρησιμοποιήθηκε προκάλεσε πάνω στους ίδιους τους σκοπούς που υποτίθεται ότι υπηρετούσε.
**Αλλά και όταν είναι επίσης ορατή η καταστροφή που προκλήθηκε στη «Δύση» από εκείνη την πολεμική μόλυνση (από τη διείσδυση της λογικής του πολέμου στην καρδιά του «δημοκρατικού» μοντέλου), την οποία μπορούμε να διακρίνουμε στο θλιβερό θέαμα των δυνάμεων που νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετατράπηκαν με τη σειρά τους σε πολεμικές (και φιλοπόλεμες) μηχανές, αποφασισμένες να επιβάλουν το πολιτικό τους μοντέλο με τη βία, από την Ινδοκίνα κι έπειτα, με μιαν αλυσίδα που από το Βιετνάμ φτάνει ώς τις «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και ώς την εκτροπή του προληπτικού και ατέλειωτου πολέμου, όπου η ρητορική της απελευθέρωσης χρησιμεύει για τη δικαιολόγηση της στρατιωτικής κατοχής.
**Μήπως ήρθε η στιγμή να αντιταχθούμε ρητά σε αυτήν την παράδοση; Μήπως πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με το πολιτικό παράδειγμα που κυριάρχησε στον εικοστό αιώνα και να επιχειρήσουμε μια νέα αρχή, μια «φυγή προς τα μπρος»; Χρειαζόμαστε μια ριζική ανανέωση, γιατί το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη βία αλλά μιαν ολόκληρη αντίληψη της πολιτικής και της σχέσης της με τη δύναμη και με τη βία.
**Στην παράδοση που δεν απέρριπτε τη βία, γιατί έβλεπε σ’ αυτή την «μαμή της Ιστορίας», τα μέσα θεωρούνταν ουδέτερα. Ησαν καλά αν έμπαιναν στην υπηρεσία ενός καλού σκοπού και κακά στην αντίθετη περίπτωση. Παρέμεναν πάντα κάτι το ουδέτερο, που δεν επηρέαζε τους σκοπούς. Μετά τη Χιροσίμα ωστόσο αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η επιβίωση του πλανήτη και της ανθρωπότητας, και όχι ένα τμηματικό συμφέρον όπως εκείνο του έθνους ή της τάξης. Υπήρξε μια τομή που είναι και θεμέλιο μιας νέας ηθικής και αυτή η τομή είναι η ανακάλυψη της ολικής τρωτότητας του ανθρώπινου γένους. Σήμερα οφείλουμε να θέσουμε με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της σχέσης μέσων και σκοπών. Δεν μπορούμε πλέον να χρησιμοποιούμε μέσα που αρνούνται τους ίδιους τους λόγους για τους οποίους παλεύουμε.
**Το παράδειγμα της νεωτερικότητας, που ενσωμάτωνε το κακό για να πετύχει το καλό, δεν λειτουργεί πλέον. Χρειάζεται να υιοθετήσουμε τη μη βία ως διακριτικό στοιχείο, ως το μοναδικό στοιχείο που εναρμονίζεται με τους φιλόδοξους στόχους που έχουμε θέσει.
**Η μη βία δεν είναι μια συνθηκολόγηση. Δεν είναι το τέλος της σύγκρουσης. Ας λύσουμε μια παρεξήγηση που προέρχεται από την ιστορία μας. Φανταζόμασταν ότι ο ριζοσπαστισμός συνδεόταν με τις μορφές πάλης. Οσο περισσότερο επιθετικές ήσαν αυτές οι μορφές τόσο πιο ριζοσπαστικές τις θεωρούσαμε.
**Δεν είναι όμως έτσι. Η μη βία είναι ο μόνος δρόμος που μας επιτρέπει να τονίσουμε την ολική μας διαφορετικότητα σε σχέση με τις ολιγαρχίες που δολοφονούν σήμερα την ανθρωπότητα. Στην εποχή του προληπτικού πολέμου χρειάζεται να σκεφτούμε μιαν «άλλη» πολιτική, που θα βασίζεται αντίθετα στη λογική της «προληπτικής ειρήνης», της ειρήνης δηλαδή που εφαρμόζεται στην καθημερινή δράση αντί να τίθεται ως τελικός στόχος που πρέπει να επιτευχθεί με βίαια μέσα.
Το συλλογικό φαντασιακό, η υπαρξιακή διάσταση, η πολιτική ταυτότητα των γενεών που δημιούργησαν την υψηλή και σκληροτράχηλη κομμουνιστική παράδοση, με την οποία σήμερα αναμετριόμαστε, είχαν διαμορφωθεί εξ ολοκλήρου στο κλίμα της «ολικής κινητοποίησης» που προκλήθηκε από εκείνον τον πόλεμο και είχαν σε μεγάλο βαθμό ζυμωθεί με τον πόλεμο.
**Δεν προξενεί έκπληξη, επομένως, το ότι ο πόλεμος εμφανίζεται -έστω ως έσχατη επιλογή- στο ρεπερτόριο των μέσων στα οποία βασίζουν την αποτελεσματικότητα της δράσης τους. Υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν σκληρούς εχθρούς («απόλυτους», θα μπορούσαμε να πούμε): το ναζισμό και το φασισμό.
**Είχαν υποστεί την ανελέητη δίωξη που στρεφόταν ενάντια σε κάθε ίχνος αντιπολίτευσης, την απειλή των βασανιστηρίων και την κατάργηση της ελευθερίας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Και ήταν ώς ένα βαθμό αναπόφευκτο να εναποθέσουν τη δυνατότητα σωτηρίας σε μια δύναμη ίση (σε ισχύ) και αντίθετη (σε σκοπούς), ικανή να καταπολεμά το (απόλυτο) κακό εκείνου του τύπου καταπίεσης με το (σχετικό) κακό της προσφυγής στα όπλα.
**Ηταν, επομένως, αναπόφευκτο να συμβιώσουν με τον πόλεμο χωρίς να ενοχλούνται υπερβολικά γι’ αυτό. Ή να φτάσουν ακόμη και να τον εύχονται, ως δρόμο προς την ελευθερία και τη χειραφέτηση. Οχι μόνον οι κομμουνιστές αλλά ολόκληρες γενεές δημοκρατών, φιλελεύθερων σοσιαλιστών, ακόμη και φιλελεύθερων και καθολικών -αντιφασιστών γενικά- έζησαν τον πόλεμο ως αναπόφευκτο εργαλείο απελευθέρωσης.
**Η υπεράσπιση της λογικής της μη βίας, ενός πασιφισμού που δεν θα περιοριζόταν στο να αντιτάσσεται στους πολέμους των άλλων, αλλά που θα έφτανε να αμφισβητεί ριζικά την πολεμική επιλογή στο εσωτερικό του δικού μας πολιτικού στρατοπέδου, εκείνη την εποχή ήταν τρομερά δύσκολο εγχείρημα. Και αναπόφευκτα «απολιτικό». Οποιος το προσπάθησε στη Δύση -και δεν λείπουν οι περιπτώσεις, από τη Σιμόν Βέιλ ώς τον Αλντο Καπιτίνι- το έκανε βασιζόμενος σε μια πνευματικότητα και μια θρησκευτικότητα που είναι δύσκολο να αναπαραχθούν έξω από τον περιορισμένο κύκλο των «μυημένων». Σχεδόν όλοι οι άλλοι, απορροφημένοι ολικά στη μάχη σώμα με σώμα με έναν θανάσιμο και απόλυτο εχθρό, δεν είχαν τότε ούτε το χρόνο ούτε τον τρόπο να στοχαστούν για την επίδραση που η βία ασκεί σε αυτόν που την εφαρμόζει. Για την ανθρωπολογική μεταμόρφωση που η βία επιβάλλει στο υποκείμενο που υποχρεώνεται να τη «χρησιμοποιήσει».
**Αυτά συνέβαιναν τότε. Σήμερα όμως; Σήμερα που τα αποτελέσματα εκείνης της παρέκκλισης είναι μπροστά στα μάτια όλων; Σήμερα, όταν είναι ήδη καλά ορατή, με την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, η καταστροφή που το μέσο που χρησιμοποιήθηκε προκάλεσε πάνω στους ίδιους τους σκοπούς που υποτίθεται ότι υπηρετούσε.
**Αλλά και όταν είναι επίσης ορατή η καταστροφή που προκλήθηκε στη «Δύση» από εκείνη την πολεμική μόλυνση (από τη διείσδυση της λογικής του πολέμου στην καρδιά του «δημοκρατικού» μοντέλου), την οποία μπορούμε να διακρίνουμε στο θλιβερό θέαμα των δυνάμεων που νίκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετατράπηκαν με τη σειρά τους σε πολεμικές (και φιλοπόλεμες) μηχανές, αποφασισμένες να επιβάλουν το πολιτικό τους μοντέλο με τη βία, από την Ινδοκίνα κι έπειτα, με μιαν αλυσίδα που από το Βιετνάμ φτάνει ώς τις «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και ώς την εκτροπή του προληπτικού και ατέλειωτου πολέμου, όπου η ρητορική της απελευθέρωσης χρησιμεύει για τη δικαιολόγηση της στρατιωτικής κατοχής.
**Μήπως ήρθε η στιγμή να αντιταχθούμε ρητά σε αυτήν την παράδοση; Μήπως πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με το πολιτικό παράδειγμα που κυριάρχησε στον εικοστό αιώνα και να επιχειρήσουμε μια νέα αρχή, μια «φυγή προς τα μπρος»; Χρειαζόμαστε μια ριζική ανανέωση, γιατί το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη βία αλλά μιαν ολόκληρη αντίληψη της πολιτικής και της σχέσης της με τη δύναμη και με τη βία.
**Στην παράδοση που δεν απέρριπτε τη βία, γιατί έβλεπε σ’ αυτή την «μαμή της Ιστορίας», τα μέσα θεωρούνταν ουδέτερα. Ησαν καλά αν έμπαιναν στην υπηρεσία ενός καλού σκοπού και κακά στην αντίθετη περίπτωση. Παρέμεναν πάντα κάτι το ουδέτερο, που δεν επηρέαζε τους σκοπούς. Μετά τη Χιροσίμα ωστόσο αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η επιβίωση του πλανήτη και της ανθρωπότητας, και όχι ένα τμηματικό συμφέρον όπως εκείνο του έθνους ή της τάξης. Υπήρξε μια τομή που είναι και θεμέλιο μιας νέας ηθικής και αυτή η τομή είναι η ανακάλυψη της ολικής τρωτότητας του ανθρώπινου γένους. Σήμερα οφείλουμε να θέσουμε με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα της σχέσης μέσων και σκοπών. Δεν μπορούμε πλέον να χρησιμοποιούμε μέσα που αρνούνται τους ίδιους τους λόγους για τους οποίους παλεύουμε.
**Το παράδειγμα της νεωτερικότητας, που ενσωμάτωνε το κακό για να πετύχει το καλό, δεν λειτουργεί πλέον. Χρειάζεται να υιοθετήσουμε τη μη βία ως διακριτικό στοιχείο, ως το μοναδικό στοιχείο που εναρμονίζεται με τους φιλόδοξους στόχους που έχουμε θέσει.
**Η μη βία δεν είναι μια συνθηκολόγηση. Δεν είναι το τέλος της σύγκρουσης. Ας λύσουμε μια παρεξήγηση που προέρχεται από την ιστορία μας. Φανταζόμασταν ότι ο ριζοσπαστισμός συνδεόταν με τις μορφές πάλης. Οσο περισσότερο επιθετικές ήσαν αυτές οι μορφές τόσο πιο ριζοσπαστικές τις θεωρούσαμε.
**Δεν είναι όμως έτσι. Η μη βία είναι ο μόνος δρόμος που μας επιτρέπει να τονίσουμε την ολική μας διαφορετικότητα σε σχέση με τις ολιγαρχίες που δολοφονούν σήμερα την ανθρωπότητα. Στην εποχή του προληπτικού πολέμου χρειάζεται να σκεφτούμε μιαν «άλλη» πολιτική, που θα βασίζεται αντίθετα στη λογική της «προληπτικής ειρήνης», της ειρήνης δηλαδή που εφαρμόζεται στην καθημερινή δράση αντί να τίθεται ως τελικός στόχος που πρέπει να επιτευχθεί με βίαια μέσα.