Παραφροσύνη
Γιώργος Λακόπουλος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2014-03-31
Από τη χθεσινή συζήτηση - ο Θεός να την κάνει - στη Βουλή γύρω από την πρόταση μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών και την απόρριψή της, προκύπτει ένα ερώτημα: γιατί κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση;
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, δύο τρόποι υπάρχουν να φύγει μια κυβέρνηση. Ο ένας είναι με πρωτοβουλία της: να παραιτηθεί, ή να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών. Ο άλλος είναι να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Με βάση τη μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική κουλτούρα, κανένας από τους δύο δεν προκύπτει από πρόταση μομφής της αντιπολίτευσης εναντίον υπουργού, ή της κυβέρνησης συνολικά. Αλλά και τους δύο τους έχει χρησιμοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υιοθετεί ένα άσφαιρο κοινοβουλευτικό όπλο; Πόσο σοβαρά μπορεί να πίστεψε ότι ένας εξωκοινοβουλευτικός υπουργός που δεν ανήκει στα δύο κυβερνητικά κόμματα θα ήταν η αχίλλειος πτέρνα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;
Ακόμη και για έναν επιφανειακό παρατηρητή οι απαντήσεις είναι αυτονόητες: η πρόταση δεν κατατέθηκε για να πέσει η κυβέρνηση, αλλά για να ανεβεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ηθικό των στελεχών του χρειάζεται αναπτέρωση ύστερα από τη διαφαινόμενη αποτυχία ακόμη μιας λανθασμένης επιλογής - που διαπερνούσε τη ρητορική της Κουμουνδούρου τις τελευταίες ημέρες: την πρόσκληση προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να ρίξουν την κυβέρνηση.
Προφανώς κανείς δεν σκέφθηκε ότι ακόμη και οι βουλευτές που ήταν υποχρεωμένοι - λόγω των ψηφοφόρων τους - να πυροβολούν τον Στουρνάρα για το πολυνομοσχέδιο, στην πρόταση μορφής είναι υποχρεωμένοι να τον στηρίξουν, έστω χωρίς αυταπάρνηση - και πάντως να μην τον καταψηφίσουν. Η τροπή που πήραν τα πράγματα στη Βουλή το απέδειξε.
Αν αυτή η εξέλιξη συνιστά πραξικόπημα, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ή καλώς δεν συζητήθηκε η πρότασή του είναι ήδη ένα θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων με συνταγματολόγους και πολιτικούς.
Αλλά την πρόταση αυτή καθεαυτή τη διαπερνούσε εμφανώς μόνο μία λογική: αφού χάθηκε το ενδεχόμενο να πέσει η κυβέρνηση με το πολυνομοσχέδιο, ας γίνει τουλάχιστον βαβούρα με τη μομφή κατά Στουρνάρα. Αλλά αυτό συνιστά κοινοβουλευτική παραφροσύνη. Με τον τρόπο που θα έλεγε ο άγγλος συγγραφέας Γκίλμπερτ Κ. Τσέστερτον: «Παράφρων δεν είναι αυτός που έχασε τα λογικά του, αλλά αυτός που έχασε τα υπόλοιπα και διατηρεί τα λογικά του».
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, δύο τρόποι υπάρχουν να φύγει μια κυβέρνηση. Ο ένας είναι με πρωτοβουλία της: να παραιτηθεί, ή να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών. Ο άλλος είναι να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Με βάση τη μεταπολιτευτική κοινοβουλευτική κουλτούρα, κανένας από τους δύο δεν προκύπτει από πρόταση μομφής της αντιπολίτευσης εναντίον υπουργού, ή της κυβέρνησης συνολικά. Αλλά και τους δύο τους έχει χρησιμοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υιοθετεί ένα άσφαιρο κοινοβουλευτικό όπλο; Πόσο σοβαρά μπορεί να πίστεψε ότι ένας εξωκοινοβουλευτικός υπουργός που δεν ανήκει στα δύο κυβερνητικά κόμματα θα ήταν η αχίλλειος πτέρνα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;
Ακόμη και για έναν επιφανειακό παρατηρητή οι απαντήσεις είναι αυτονόητες: η πρόταση δεν κατατέθηκε για να πέσει η κυβέρνηση, αλλά για να ανεβεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ηθικό των στελεχών του χρειάζεται αναπτέρωση ύστερα από τη διαφαινόμενη αποτυχία ακόμη μιας λανθασμένης επιλογής - που διαπερνούσε τη ρητορική της Κουμουνδούρου τις τελευταίες ημέρες: την πρόσκληση προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να ρίξουν την κυβέρνηση.
Προφανώς κανείς δεν σκέφθηκε ότι ακόμη και οι βουλευτές που ήταν υποχρεωμένοι - λόγω των ψηφοφόρων τους - να πυροβολούν τον Στουρνάρα για το πολυνομοσχέδιο, στην πρόταση μορφής είναι υποχρεωμένοι να τον στηρίξουν, έστω χωρίς αυταπάρνηση - και πάντως να μην τον καταψηφίσουν. Η τροπή που πήραν τα πράγματα στη Βουλή το απέδειξε.
Αν αυτή η εξέλιξη συνιστά πραξικόπημα, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, ή καλώς δεν συζητήθηκε η πρότασή του είναι ήδη ένα θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων με συνταγματολόγους και πολιτικούς.
Αλλά την πρόταση αυτή καθεαυτή τη διαπερνούσε εμφανώς μόνο μία λογική: αφού χάθηκε το ενδεχόμενο να πέσει η κυβέρνηση με το πολυνομοσχέδιο, ας γίνει τουλάχιστον βαβούρα με τη μομφή κατά Στουρνάρα. Αλλά αυτό συνιστά κοινοβουλευτική παραφροσύνη. Με τον τρόπο που θα έλεγε ο άγγλος συγγραφέας Γκίλμπερτ Κ. Τσέστερτον: «Παράφρων δεν είναι αυτός που έχασε τα λογικά του, αλλά αυτός που έχασε τα υπόλοιπα και διατηρεί τα λογικά του».