Περί «μενουμευρωπαίων»
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-06-04
Ας αρχίσουμε με κοινοτοπίες: μια κυβέρνηση της Αριστεράς όχι μόνο δικαιούται αλλά οφείλει να ευνοήσει εκείνους που στη μοιρασιά της πίτας, όπως γίνεται σήμερα, παίρνουν το μικρότερο κομμάτι.
Διότι παρ’ όλα όσα λέγονται, το ισχύον σύστημα αποτυπώνει αδικίες και κυρίως αναπαράγει ανισότητες, οι οποίες δεν είναι θέλημα θεού, ούτε απόρροια μιας ιδεολογικά ουδέτερης αξιολόγησης που απονέμει χρήμα και εξουσία στους άξιους και εργατικούς, ενώ τιμωρεί τους κουτούς και τους τεμπέληδες.
Φυσικά στην περίπτωσή μας, ένα τέτοιο εγχείρημα θα έβρισκε μπροστά του δυσθεώρητα θεσμικά εμπόδια ενόσω παραμένουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επιπλέον, κι αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα, θα πρέπει να ξεχάσουμε τις παλιές ολέθριες λύσεις, όπως π.χ. διορίζουμε αβέρτα στο Δημόσιο και μοιράζουμε λεφτά που δεν έχουμε.
Αν διατύπωνε έτσι τη σκέψη του ο Γιώργος Κυρίτσης δεν θα προέκυπτε θέμα. Το έχουν πει κι άλλοι και ουδείς τούς ζήτησε τον λόγο. Καλή ή κακή, αυτή είναι η πάγια στάση της Αριστεράς παντού.
Η δική του πρωτοτυπία συνίσταται στο γεγονός ότι ταύτισε τους ευνοημένους με εκείνους που επέλεξαν το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα και τους αδικημένους με εκείνους που τάχθηκαν υπέρ του «ΟΧΙ». Πρόκειται για τερατώδη αναγωγή.
Κατ’ αρχάς, ο πιο κραυγαλέος «μενουμευρωπαίος» είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Με το υπερήφανο «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος υπό μάλης –πόσο «ηρωική» ήταν αυτή η άρνηση όταν κάποιος αποδεχθεί το παραμύθι ότι και βροντοφωνάζουμε «ΟΧΙ», και μένουμε στην Ευρώπη;– ο Αλ. Τσίπρας ξεκίνησε να πάει στις Βρυξέλλες, αλλά, όπως συνέβη και στον απόστολο Παύλο καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό, κάτι άλλαξε: ο Αλ.Τσίπρας διαπίστωσε ότι το δικό του αφήγημα (και «ΟΧΙ», και μένουμε) προσέκρουσε στη σκληρή πραγματικότητα, δηλαδή στο επιβαλλόμενο από θέση ισχύος αφήγημα των εταίρων/δανειστών (ή μένετε με τους δικούς μας όρους ή φεύγετε).
Ετσι, έπειτα από 17 ώρες διαπραγματεύσεων, είπε ένα πελώριο και δυσβάσταχτο «ΝΑΙ»: μένουμε Ευρώπη και αποδεχόμαστε το τρίτο μνημόνιο. Και δεν το έκανε επειδή υπέκυψε στις πιέσεις από τους πλουτοκράτες του Ψυχικού και της Εκάλης.
Νομίζω ότι θα βοηθούσε αν διαβάσουμε τη στάση του με όρους χαρτοπαικτικούς. Oπως η αντιπολίτευση σε ολόκληρο τον κόσμο, ο ΣΥΡΙΖΑ είδε αρχικά την κόντρα με τις «αστικές» κυβερνήσεις σαν ένα ιδιότυπο παιχνίδι πόκερ: η κυβέρνηση παίζει με λεφτά, δηλαδή με πράξεις, και η αντιπολίτευση με σπίρτα, δηλαδή με υποσχέσεις και μεγάλα λόγια. (Ναι, σ’ αυτό είναι όντως πολύ καλός).
Κι επειδή στο πόκερ κερδίζει όποιος πονάει λιγότερο όταν χάνει, λογικό ήταν να κερδίζει συνεχώς.
Τα πράγματα άλλαξαν άρδην όταν ανέλαβε την εξουσία, διότι στη συγκεκριμένη παρτίδα, έχοντας απέναντι τους εταίρους/δανειστές, δεν μπορούσε να μπλοφάρει με σπίρτα. Εδώ χρειάζονταν λεφτά. Και όταν του είπαν «τα βλέπουμε», ο Αλ. Τσίπρας αναγκάστηκε να λάβει υπόψη του την πραγματική αξία των χαρτιών που κρατούσε.
Τα οποία δεν ήταν τέσσερις άσοι αλλά πενταφυλλία. Ετσι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση τώρα, προσχώρησε στο στρατόπεδο τού «ΝΑΙ». Οχι γιατί προδόθηκε εκ των έσω· αλλά επειδή κατέρρευσε το παραμύθι που πούλησε για να κερδίσει το δημοψήφισμα. Τι δεν κατάλαβε από όλα αυτά ο νέος βουλευτής του που κήρυξε τον πόλεμο σε εκείνους με τους οποίους τελικά συμφώνησε ότι πρέπει να μείνουμε στην Ευρώπη;
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση του προβλήματος, υπόγεια και πιο ανησυχητική: για να αποτρέψει ο κόσμος το βλέμμα από τις κωλοτούμπες του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατασκευάζει εχθρούς ελπίζοντας ότι το πόπολο θα στρέψει εναντίον τους την οργή που ξεχειλίζει.
(Οσο χειρότεροι είναι οι αντίπαλοί μας, τόσο καλύτεροι φαινόμαστε εμείς). Και το κάνει αναμειγνύοντας κομμάτια αλήθειας με υπερβολές, συκοφαντίες και ψεύδη.
Πιο συγκεκριμένα, στις τάξεις τού «ΝΑΙ» βρέθηκαν σίγουρα και πολλοί εύποροι ή τουλάχιστον όχι φτωχοί. Ως πού μπορεί να φτάσει μια τόσο επιφανειακή «ταξική» ανάλυση που κάνει να τρίζουν τα κόκαλα του Μαρξ; Δεν τάχθηκαν υπέρ του «ΟΧΙ» και εξίσου ιδιοτελώς όσοι έβγαλαν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, τα οποία θα διπλασιαστούν όταν επιστρέψουν στη δραχμοποιημένη ελληνική αγορά;
Τι σημαίνει η εξ αντικειμένου συστράτευση με την ακροδεξιά και τη Χρυσή Αυγή; Για να μην παρεξηγηθώ, δέχομαι ότι τριγύρω μας υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ενστερνιστεί την κυρίαρχη σήμερα στην Ε.Ε. ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχουν όμως κι άλλοι που πιστεύουν στην Ευρώπη αλλά τη θέλουν διαφορετική. Και αυτοί «ΝΑΙ» ψήφισαν.
Η τάση του ΣΥΡΙΖΑ, επικοινωνιακά υπαγορευμένη και επιθετικά διατυπωμένη από τον Γ. Κυρίτση, συνίσταται στην απάλειψη της μεταξύ τους διαφοράς.
Την ίδια ακριβώς τακτική ακολουθεί η Κουμουνδούρου στην περίπτωση της διαβόητης διαπλοκής. Διαπλοκή υπάρχει.
Αλλά η συστηματική άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να ορίσει σε τι διαφέρει εκείνος που όντως βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία από αυτόν που ειλικρινά και χωρίς κανένα προσωπικό όφελος απορρίπτει την ανεκδιήγητη πολιτική του, αποκαλύπτει τον πραγματικό στόχο: να ταυτιστεί στο μυαλό του κόσμου η κριτική της κυβέρνησης με τη διαπλοκή. Με άλλα λόγια, αν είσαι κατά του ΣΥΡΙΖΑ, είσαι διαπλεκόμενος.
Κι επειδή πρέπει πάντα να τελειώνουμε με μια νότα αισιοδοξίας, θα επαναλάβω μια σκέψη που συχνά μου έρχεται στον νου: τον παλιό καλό καιρό, όταν διαφωνούσες με το κόμμα σε έβγαζαν χαφιέ. Σήμερα σε αποκαλούν «μενουμευρωπαίο» ή διαπλεκόμενο. Μικρή η πρόοδος, αλλά πρόοδος.