Mια άλλη χώρα
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2004-07-24
H Ελλάδα πριν από τριάντα χρόνια: Μια άλλη χώρα... Όσοι τη ζήσαμε, πιάνουμε τον εαυτό μας να τη νοσταλγούμε. Νοσταλγούμε τα πάθη που τη διέτρεχαν, τον πυρακτωμένο ενθουσιασμό, τις αυταπάτες, τις ιδεοληψίες, τις φωτιές που έκαιγαν στα μυαλά και τις καρδιές και τους δρόμους, εκείνο το ξέσπασμα ενός απωθημένου κεφαλαίου παθητικής αντίστασης, εκείνη την εφηβική, ευφορική βεβαιότητα, που αρωμάτιζε την ατμόσφαιρα, πως όλα είναι δυνατά, όλα γίνονται, όλα μπορούν να αλλάξουν, όλα είναι «θέμα βούλησης».
Νοσταλγούμε την πείνα, με την οποία η χώρα καταβρόχθιζε, μεταχρονολογημένα, τους απαγορευμένους καρπούς της πολιτιστικής άνοιξης του ’60, την προσομοίωση ενός καθυστερημένου Μάη, τη συγκινητική βιασύνη της να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, την έκρηξη που γεννούσε εκείνο το κουβάρι από θυμό και ευφορία, τύψεις και ενθουσιασμό και ανάγκη λύτρωσης από το αίσθημα ταπείνωσης που η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αφήσει κληρονομιά. Νοσταλγούμε, κάποιοι, κι εκείνη την ακαταμάχητη γοητεία και την παρηγορητική δύναμη των μεγάλων ιστορικών αφηγήσεων, που αργότερα αποστερηθήκαμε.
H Ελλάδα πριν από τριάντα χρόνια, η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης: μια άλλη χώρα. Και ο ψυχρός παρατηρητής που θα την αναζητήσει στα αρχεία και στα ασπρόμαυρα επίκαιρα της μνήμης μας, θα μας πει καλότυχους που δεν υπάρχει πια. Ήταν μια χώρα στο περιθώριο του κόσμου, πολύ μακριά από τον Θεό, πολύ κοντά στη διακεκαυμένη ζώνη της διπολικής, ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης, μια χώρα που απείχε μια ολόκληρη ιστορική εποχή από τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά, μια χώρα που ζούσε την υστέρησή της αυτή ως τραύμα μεταφυσικό σχεδόν, μια χώρα με έναν πολιτικό και κοινωνικό δυναμισμό που κόχλαζε αξόδευτος και αγωνιούσε να ξαναπιάσει το κομμένο νήμα με τον συκοφαντημένο εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του ’60, και αναρωτιόταν πώς μια δικτατορία τόσο «λίγη», τόσο χυδαία και παρωχημένη, προπολεμικού τύπου, τόσο ασήμαντων, μέτριων δικτατόρων, ήταν όχι μόνον εφικτή αλλά και επί επταετία ακαταμάχητη...
Κι έπειτα, επί τριάντα χρόνια, η Ελλάδα: μια χώρα σε φαστ φόργουορντ.
H χώρα άλλαξε - κι όχι με έφοδο στον ουρανό, όπως φανταζόμασταν. H αλλαγή ήταν πιο πεζή, ίσως, μα η μεγαλύτερη απόδειξη της δύναμής της είναι ακριβώς ότι, σήμερα, θεωρούμε τους καρπούς της αυτονόητους, ανάξιους μνείας, πέραν των γραμμών ενός πληκτικού πανηγυρικού της ημέρας.
Πρώτον, η χώρα απέκτησε, για πρώτη φορά σε ολόκληρη τη διαδρομή της ιστορίας της, ένα σταθερό πολίτευμα, όπου τα κόμματα εναλλάσσουν την εντολή διακυβέρνησης χωρίς δράματα, που λειτουργεί ομαλά, δίχως εξωθεσμικούς κηδεμόνες - τον Θρόνο, τον Στρατό, την Πρεσβεία - και με μια πολιτική τάξη, που έχει τα κουσούρια της, αλλά απέχει έτη φωτός από την καχεκτική και γραφική πολιτική τάξη της προδικτατορικής περιόδου. Και δεύτερον, χάρις σε ένα διπλό «πραξικόπημα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή - ένα έναντι των μελών της ευρωπαϊκής λέσχης που δεν μας ήθελαν κι ένα έναντι της κοινής γνώμης που δεν τους ήθελε - η χώρα βγήκε από την αιωνόβια μοναξιά της κι έγινε μέλος ενός ισχυρού διεθνούς κλαμπ, και μάλιστα, εδώ και λίγα χρόνια, ως κανονικό, ισότιμο και όχι sui generis μέλος. Χάρις σ’ αυτό, άλλωστε, ελπίζει να θεραπεύσει, επιτέλους, το μεγάλο τραύμα της Κύπρου - παρεμπίπτουσα συνέπεια του οποίου υπήρξε η δική μας μεταπολίτευση.
Στο μεταξύ, ενώ διατρέχαμε την 30ετία σε φαστ φόργουορντ, τα πάθη μαράθηκαν, οι πολιτικές και ιδεολογικές πολώσεις έχασαν την κινητοποιό τους δύναμη και τα πανίσχυρα κόμματα που συγκρότησαν τη μεταπολιτευτική δημοκρατία έχασαν κάτι από την ισχυρή τους νομιμοποίηση.
Τριάντα χρόνια μετά: η Ελλάδα, μια άλλη χώρα. Τα πάθη της ακατοίκητα, οι μύθοι της αθλητικοί μόνον, η πολιτική ζωή της στον αστερισμό μιας εντροπαλής συναίνεσης και το κυρίαρχο ιδεολογικό της στίγμα ένας ιδιοτελής, συντηρητικός ατομισμός. H εφηβεία έχει περάσει. Μα όπως όλοι οι ενήλικοι, είναι ώρες που νοσταλγούμε αθωότητα και πίστη και λίγο δράμα.
Νοσταλγούμε την πείνα, με την οποία η χώρα καταβρόχθιζε, μεταχρονολογημένα, τους απαγορευμένους καρπούς της πολιτιστικής άνοιξης του ’60, την προσομοίωση ενός καθυστερημένου Μάη, τη συγκινητική βιασύνη της να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, την έκρηξη που γεννούσε εκείνο το κουβάρι από θυμό και ευφορία, τύψεις και ενθουσιασμό και ανάγκη λύτρωσης από το αίσθημα ταπείνωσης που η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αφήσει κληρονομιά. Νοσταλγούμε, κάποιοι, κι εκείνη την ακαταμάχητη γοητεία και την παρηγορητική δύναμη των μεγάλων ιστορικών αφηγήσεων, που αργότερα αποστερηθήκαμε.
H Ελλάδα πριν από τριάντα χρόνια, η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης: μια άλλη χώρα. Και ο ψυχρός παρατηρητής που θα την αναζητήσει στα αρχεία και στα ασπρόμαυρα επίκαιρα της μνήμης μας, θα μας πει καλότυχους που δεν υπάρχει πια. Ήταν μια χώρα στο περιθώριο του κόσμου, πολύ μακριά από τον Θεό, πολύ κοντά στη διακεκαυμένη ζώνη της διπολικής, ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης, μια χώρα που απείχε μια ολόκληρη ιστορική εποχή από τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά, μια χώρα που ζούσε την υστέρησή της αυτή ως τραύμα μεταφυσικό σχεδόν, μια χώρα με έναν πολιτικό και κοινωνικό δυναμισμό που κόχλαζε αξόδευτος και αγωνιούσε να ξαναπιάσει το κομμένο νήμα με τον συκοφαντημένο εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του ’60, και αναρωτιόταν πώς μια δικτατορία τόσο «λίγη», τόσο χυδαία και παρωχημένη, προπολεμικού τύπου, τόσο ασήμαντων, μέτριων δικτατόρων, ήταν όχι μόνον εφικτή αλλά και επί επταετία ακαταμάχητη...
Κι έπειτα, επί τριάντα χρόνια, η Ελλάδα: μια χώρα σε φαστ φόργουορντ.
H χώρα άλλαξε - κι όχι με έφοδο στον ουρανό, όπως φανταζόμασταν. H αλλαγή ήταν πιο πεζή, ίσως, μα η μεγαλύτερη απόδειξη της δύναμής της είναι ακριβώς ότι, σήμερα, θεωρούμε τους καρπούς της αυτονόητους, ανάξιους μνείας, πέραν των γραμμών ενός πληκτικού πανηγυρικού της ημέρας.
Πρώτον, η χώρα απέκτησε, για πρώτη φορά σε ολόκληρη τη διαδρομή της ιστορίας της, ένα σταθερό πολίτευμα, όπου τα κόμματα εναλλάσσουν την εντολή διακυβέρνησης χωρίς δράματα, που λειτουργεί ομαλά, δίχως εξωθεσμικούς κηδεμόνες - τον Θρόνο, τον Στρατό, την Πρεσβεία - και με μια πολιτική τάξη, που έχει τα κουσούρια της, αλλά απέχει έτη φωτός από την καχεκτική και γραφική πολιτική τάξη της προδικτατορικής περιόδου. Και δεύτερον, χάρις σε ένα διπλό «πραξικόπημα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή - ένα έναντι των μελών της ευρωπαϊκής λέσχης που δεν μας ήθελαν κι ένα έναντι της κοινής γνώμης που δεν τους ήθελε - η χώρα βγήκε από την αιωνόβια μοναξιά της κι έγινε μέλος ενός ισχυρού διεθνούς κλαμπ, και μάλιστα, εδώ και λίγα χρόνια, ως κανονικό, ισότιμο και όχι sui generis μέλος. Χάρις σ’ αυτό, άλλωστε, ελπίζει να θεραπεύσει, επιτέλους, το μεγάλο τραύμα της Κύπρου - παρεμπίπτουσα συνέπεια του οποίου υπήρξε η δική μας μεταπολίτευση.
Στο μεταξύ, ενώ διατρέχαμε την 30ετία σε φαστ φόργουορντ, τα πάθη μαράθηκαν, οι πολιτικές και ιδεολογικές πολώσεις έχασαν την κινητοποιό τους δύναμη και τα πανίσχυρα κόμματα που συγκρότησαν τη μεταπολιτευτική δημοκρατία έχασαν κάτι από την ισχυρή τους νομιμοποίηση.
Τριάντα χρόνια μετά: η Ελλάδα, μια άλλη χώρα. Τα πάθη της ακατοίκητα, οι μύθοι της αθλητικοί μόνον, η πολιτική ζωή της στον αστερισμό μιας εντροπαλής συναίνεσης και το κυρίαρχο ιδεολογικό της στίγμα ένας ιδιοτελής, συντηρητικός ατομισμός. H εφηβεία έχει περάσει. Μα όπως όλοι οι ενήλικοι, είναι ώρες που νοσταλγούμε αθωότητα και πίστη και λίγο δράμα.