Πολλοί οι ηλικιωμένοι, λίγοι οι συνταξιούχοι
Διονύσης Τεμπονέρας, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2020-07-09
Ολη η επικαιρότητα των τελευταίων ημερών κινείται γύρω από το ζήτημα των αναδρομικών που διεκδικούν οι συνταξιούχοι από τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των διατάξεων του ν.4387/2016, γνωστού και ως «νόμου Κατρούγκαλου». Καλά τα αναδρομικά, θα έλεγε κανείς, αλλά πρέπει να υπάρχουν και συνταξιούχοι για να τα πάρουν!
Δυστυχώς στη δημοσιότητα έρχονται πολύ κρίσιμα στοιχεία, που καταδεικνύουν ότι, παρ’ όλο που ο πληθυσμός της χώρας «γερνάει» και μάλιστα γρήγορα, ο αριθμός των συνταξιούχων μειώνεται δραστικά. Για πρώτη φορά από το 2013, που δημιουργήθηκε το πληροφοριακό σύστημα «ΗΛΙΟΣ», ο αριθμός των συνταξιούχων που δικαιούται σύνταξη έσπασε το κατώφλι των 2.500.000 δικαιούχων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2013 ο αριθμός των συνταξιούχων ήταν περίπου 2.714.000, επτά χρόνια μετά «εξαφανίζονται» περίπου 220.000 συνταξιούχοι. Μάλιστα από τα στοιχεία του τελευταίου εξαμήνου προκύπτει ότι κάθε μήνα οι συνταξιούχοι μειώνονται κατά μέσο όρο κατά περίπου 3.200 δικαιούχους. Ενδεικτικά τον Ιανουάριο του 2020 οι συνταξιούχοι της χώρας ήταν 2.517.000, τον Φεβρουάριο 2.516.000, τον Μάρτιο 2.512.000, τον Απρίλιο 2.508.000, τον Μάιο 2.501.000 και τον Ιούνιο 2.498.000.
Δηλαδή σε μόλις έξι μήνες οι συνταξιούχοι μειώθηκαν κατά 19.000! Πρακτικά, αν συνεχιστεί η πορεία με αυτόν τον ρυθμό, διαφαίνεται ότι εφεξής θα έχουμε σχεδόν 40.000 λιγότερους συνταξιούχους κατ’ έτος, παρ’ όλο που το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αύξηση των αιτήσεων συνταξιοδότησης υπό τον κίνδυνο εγκλωβισμού των υποψήφιων συνταξιούχων σε νέα όρια ηλικίας μετά το 2023.
Οι αιτίες αυτού του φαινομένου είναι λίγο πολύ γνωστές: η νομοθετημένη αύξηση των ορίων ηλικίας, η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, η αυξανόμενη και πάλι ανεργία και η συνεχής εναλλαγή εργοδοτών καθιστούν τη συνταξιοδότηση για τους ασφαλισμένους «άπιαστο όνειρο».
Αν συνυπολογίσει κανείς ότι από το 2023 όλοι οι συνταξιούχοι θα βγαίνουν στη σύνταξη είτε στα 67 με τουλάχιστον 15 έτη στην ασφάλιση, είτε στα 62 με τουλάχιστον 40 έτη ασφάλισης (αλήθεια πόσοι σημερινοί νέοι στο μέλλον θα κατορθώσουν να συμπληρώσουν 12.000 ένσημα, που αντιστοιχούν σε 40 έτη;), αντιλαμβάνεται κανείς ότι πηγαίνουμε σε μια βίαιη, έμμεση αύξηση των ορίων ηλικίας για άντρες και γυναίκες άνευ προηγουμένου: πάνω και από τα 67 έτη.
Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τον ν.3863/2010, που παραμένει σε ισχύ, τα όρια ηλικίας από το 2021 ανακαθορίζονται ανά τριετία με βάση το προσδόκιμο ζωής! Αυτό σημαίνει ότι είναι απολύτως ορατό το ενδεχόμενο να «σπάσει» το φράγμα των 67 ετών μέχρι το 2024!
Η κυβέρνηση διευκολύνεται από την πραγματικότητα αυτή, αφού γνωρίζει ότι η μείωση των συνταξιούχων οδηγεί αυτόματα και σε μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Η πανδημία έχει προκαλέσει ανωμαλίες στην αγορά εργασίας, που θα εξομαλυνθούν μετά από πολλά χρόνια. Για παράδειγμα οι τηλεργαζόμενοι, που αυξάνονται συνεχώς, δεν θα είναι πάντα ασφαλισμένοι, αφού οι έλεγχοι στις οικίες τους για υποδηλωμένη και αδήλωτη εργασία είναι εξαιρετικά δύσκολοι. Οι απολύσεις και η ανεργία αυξάνονται, που σημαίνει ότι χιλιάδες εργαζόμενοι θα χάσουν ασφαλιστικούς χρόνους. Η εκ περιτροπής εργασία σημαίνει λιγότερα ένσημα τον μήνα, άρα δυσχεραίνει και την προοπτική της σύνταξης κ.λπ.
Ολα τα παραπάνω σύντομα θα οδηγήσουν στο εξής πολύ απλό σχήμα: η χώρα θα διαθέτει πολλούς ηλικιωμένους και λίγους συνταξιούχους. Οπως γίνεται αντιληπτό, αυτή η κατάσταση απειλεί την κοινωνική συνοχή, καθότι οι ηλικιωμένοι αφενός θα στερούνται οποιουδήποτε εισοδήματος από σύνταξη ή εργασία και αφετέρου σε μεγαλύτερες ηλικίες οι αυξημένες δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των γερόντων. Ηδη άλλωστε παρατηρείται το φαινόμενο λόγω των χαμηλών συντάξεων τα χρήματα να μην επαρκούν για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών.
Η οικονομική θεώρηση λοιπόν του ζητήματος έχει εντελώς αντικοινωνικό χαρακτήρα. Η ανάγκη για ενίσχυση του συστήματος με νέους πόρους κρίνεται απαραίτητη και άμεση, για να μην καταλήξουμε να έχουμε μια νέα «κοινωνική βόμβα» που θα συνοδεύει τη δημογραφική γήρανση.