Eξαγγελία ή πρόβα ολικής ιδιωτικοποίησης;
Γεώργιος Φαράντος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-08-05
Το τελευταίο χρονικό διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις αλλαγές που επιχειρούνται και που σύμφωνα με ορισμένες απόψεις διακινδυνεύουν τη σταθερότητα του ασφαλιστικού συστήματος, όπως αυτό υφίσταται και λειτουργεί στην Ελλάδα. Πίσω από κάθε επιχειρούμενη μεταρρύθμιση, καταρχήν, υφίσταται η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών των θεωριών που καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα ασφαλιστικά συστήματα.
Οι κατηγορίες των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης οπωσδήποτε εμφανίζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Η εφαρμογή όμως ενός ασφαλιστικού μοντέλου σε κάθε χώρα και η εξέλιξή του στον χρόνο δημιουργεί ένα μονοσήμαντο σύστημα για κάθε χώρα.
Το σύστημα αυτό μπορεί να εμφανίζει ατέλειες και δυσκολίες που οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η οικονομική κρίση ή η διακινδύνευση των αποθεματικών των ταμείων, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα σε ορισμένες κυβερνήσεις να προβαίνουν σε πολιτικές εξαγγελίες που είναι αμφιλεγόμενης εφαρμογής ως προς τη χρησιμότητά τους στη μακροημέρευση του συστήματος και στην εξασφάλιση ασφαλιστικής ευμάρειας στους ασφαλισμένους.
Τα συστήματα ασφάλισης γενικά μπορούν να διακριθούν σε δυο κατηγορίες: στα αναδιανεμητικά συστήματα και στα κεφαλαιοποιητικά. Τα αναδιανεμητικά βασίζονται στην αναδιανομή και στην επικράτηση της δημόσιας υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης. Οι υποστηρικτές των συστημάτων αυτών διαφωνούν με τη µετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό µοντέλο µε εµπλοκή του ιδιωτικού τοµέα.
Υποστηρίζουν πως απαιτείται µεγάλο κόστος µετάβασης µε το οποίο κάποιος θα πρέπει στο τέλος να επιβαρυνθεί. Η ίδια πλευρά κάνει λόγο για «σύγχυση της κοινωνικής ασφάλισης µε την αποταµίευση» και υπενθυµίζει τα φαινόµενα κατάρρευσης στην οικονοµική κρίση του 2008, επισηµαίνοντας πως τα κεφαλαιοποιητικά συστήµατα, ιδίως στο µικτό µοντέλο εµπλοκής και του ιδιωτικού τοµέα, ενέχουν υψηλό επίπεδο ρίσκου για τους ασφαλισµένους που φέρουν τον κίνδυνο αξιοποίησης του κεφαλαίου των εισφορών τους, όπως επίσης και για τον κρατικό προϋπολογισµό.
Οσοι υποστηρίζουν τα κεφαλοποιητικά συστήματα, προβάλλουν ορισμένες από τις αναπτυγμένες χώρες στις οποίες λειτουργούν τέτοια συστήματα. Τα συστήματα αυτά είναι συμπληρωματικά των διανεμητικών, ώστε ο δημόσιος τομέας να επιμερίζει τον κίνδυνο απώλειας με τον ιδιωτικό τομέα. Οι χώρες που έχουν κάνει τέτοιες µεταρρυθµίσεις, σύμφωνα με τους υποστηρικτές των κεφαλοποιητικών συστημάτων, κατοχύρωσαν τη βιωσιµότητα των εθνικών συστηµάτων συντάξεων και διασφάλισαν ότι το ασφαλιστικό δεν θα υπονοµεύει την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και το δηµόσιο χρέος.
Τα συστήματα επηρεάζονται από παραμέτρους που δίνουν οι ίδιες μια εικόνα για το κάθε σύστημα. Στο αναδιανεμητικό σύστημα, σημαντική παράμετρος που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της βιωσιμότητάς τους είναι ο δείκτης των ασφαλισμένων προς τους συνταξιούχους ο οποίος επηρεάζεται από τις εξής παραμέτρους (Συροκάκη, 2016):
Τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού
Τα ποσοστά ανεργίας και απασχόλησης
Το μέσο εισοδηματικό επίπεδο
Τις παροχές της σύνταξης
Την οικονομική ανάπτυξη
Το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης
Τη μέθοδο υπολογισμού της συνταξιοδοτικής παροχής και τη βάση των ετών απασχόλησης επί των οποίων προσδιορίζεται η παροχή.
Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα εξαρτάται από παράγοντες όπως είναι:
Το επιτόκιο
Ο πληθωρισμός
Η γενικότερη οικονομική κατάσταση
Η πορεία των κεφαλαιαγορών
Η διασπορά του χαρτοφυλακίου των σχηματιζόμενων αποθεματικών
Ο πληθυσμός
Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού (σε μικρότερο βαθμό από τα αναδιανεμητικά).
Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, επιχειρείται από την κυβέρνηση η αλλαγή της διαχείρισης των επικουρικών εισφορών για τους νέους εισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Εισάγεται η λογική ενός «ατομικού κουμπαρά», που υποτίθεται ότι θα έχει αποταμιευτικό χαρακτήρα και θα υπόκειται σε επαγγελματική διαχείριση ώστε να αποδοθούν όταν έρθει η ώρα οι παροχές στους ασφαλισμένους.
Ενα σημείο όμως το οποίο εγείρει ερωτήματα είναι το ποιος θα επωμιστεί το κόστος της μετάβασης και την έναρξη λειτουργίας του ιδιωτικού συστήματος διαχείρισης των επικουρικών εισφορών. Επίσης, έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει αποβεί ζημιογόνα σε ανάλογες περιπτώσεις, διότι δεν προσφέρει την κρατική ασφάλεια εγγυήσεως των αποταμιευτικών ποσών.
Οι διαχειριστές αναλαμβάνουν μεγάλο ρίσκο κατά τη μακροχρόνια διαχείριση των χρημάτων αυτών, ρίσκο για το οποίο θα έχουν εξασφαλιστεί, ενώ τυχόν απώλεια των χρημάτων αυτών ίσως τη χρεωθούν οι ασφαλισμένοι. Πρόσφατη εξάλλου είναι η απώλεια των αποθεματικών των ταμείων που επενδύθηκαν κατά το διάστημα πριν από την οικονομική κρίση, η οποία θα έπρεπε να δίδει ένα μάθημα για το μέλλον. Εξάλλου, τα πειράματα της μετάβασης σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ενός τμήματος της δημόσιας ασφάλισης (της επικουρικής) σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, κατέρρευσαν με την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οδηγώντας πίσω στην ασφάλεια των αναδιανεμητικών συστημάτων.
Η ενημέρωση των πολιτών για τις συνέπειες του σχεδίου που προωθείται από την κυβέρνηση και η κοινωνική αντίδραση και κινητοποίηση κατά το προσεχές φθινόπωρο, όταν πλέον το νομοσχέδιο θα έρθει στην Ολομέλεια της Βουλής, θα είναι αναπόφευκτες στην πορεία ψήφισης του νομοσχεδίου στη Βουλή. Σύμφωνα με τη Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση για το ν/σ, μπορεί να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε νέο κύκλο λιτότητας και περικοπών των μισθών και των συντάξεων. Επίσης, ενισχύει τον ατομικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, υπονομεύει την παροχή των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών και εισάγει την έννοια του ρίσκου και της αβεβαιότητας στη χορήγηση των μελλοντικών συντάξεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ήδη έχει επισημάνει το τεράστιο κόστος του κυβερνητικού σχεδίου ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Σύμφωνα με την Εφη Αχτσιόγλου, τομεάρχη Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., η αναλογιστική μελέτη που κατατέθηκε επιβεβαίωσε τα χειρότερα σενάρια, καθώς προβλέπει σωρευτικό κόστος για την οικονομία, τη χώρα και τους Ελληνες φορολογούμενους που ξεπερνά τα 70 δισ.
Η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης δεν θέτει μόνο σε διακινδύνευση τις καταβαλλόμενες και μελλοντικές επικουρικές συντάξεις, τις ήδη καταβληθείσες εισφορές των εργαζομένων, τις εισφορές των μελλοντικών εργαζομένων που εκτίθενται στους κινδύνους των κεφαλαιαγορών, αλλά προκαλεί γενικευμένο πρόβλημα στα δημόσια οικονομικά, το οποίο θα πληρώσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η κυβερνητική στρατηγική μόνη μέριμνα έχει την κερδοφορία ελάχιστων μεγάλων ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών.
Συμπερασματικά, η «μάχη» των αναδιανεμητικών και κεφαλαιοποιητικών συστημάτων ασφάλισης βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής σύγκρουσης μεταξύ των υποστηρικτών τους. Σε περιπτώσεις όπου επιχειρείται η ολική ή μερική αλλαγή ενός εγκαθιδρυμένου συστήματος, η κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εξαιρετικά μεγάλο κόστος για τη μετάβαση αυτή και το ρίσκο απώλειας των σχηματιζόμενων κεφαλαίων.
Λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές παραμέτρους και τα επικίνδυνα ενδεχόμενα της μετάβασης, η κυβερνητική προσπάθεια μπορεί να εκληφθεί ως εξαγγελία στερούμενη νοήματος για το ίδιο το ασφαλιστικό σύστημα, αλλά που εξυπηρετεί άλλους σκοπούς (όπως για παράδειγμα την εκλογική συσπείρωση). Αλλως, πρέπει να θεωρηθεί ως μια δοκιμαστική ιδιωτικοποίηση του συστήματος ασφάλισης που ανοίγει τον δρόμο για ολοκληρωτική ιδιωτικοποίησή του στο μέλλον, με δυσμενείς επιπτώσεις για τους ασφαλισμένους και το κοινωνικό σύνολο.