Επεσε έξω ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2018-12-15
Ο εκλιπών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανήκε στην προηγούμενη γενιά πολιτικών. Τα μάτια του είχαν δει πολλά, δεν του έλειπε ο κυνισμός που χαρίζει η συσσωρευμένη πείρα και μπορούσε να πιάνει τον σφυγμό του Ελληνα. Στις αρχές του ’90 λοιπόν, όταν η παράκρουση περί Μακεδονίας κορυφωνόταν, είπε ότι σε δέκα χρόνια όλα αυτά θα τα έχουμε ξεχάσει.
Πολλοί, εμού συμπεριλαμβανομένου, πιστέψαμε την προφητεία του, ίσως επειδή θέλαμε να την πιστέψουμε. Επεσε όμως έξω. Φυσικά ο σημερινός ντόρος είναι μικρότερης κλίμακας, αλλά οι πρόσφατες μαθητικές κινητοποιήσεις και η ιδιοτελής μικροπολιτική εκμετάλλευση του θέματος από τη Νέα Δημοκρατία δείχνουν ότι το Μακεδονικό σίγουρα δεν το ξεχάσαμε. Γιατί άραγε;
Νομίζω ότι για να προσδιορίσουμε τη «φυσιογνωμία» μας ως λαού –ό,τι και να σημαίνει ο εν λόγω όρος– χρησιμοποιούμε διάφορα κριτήρια, εκ των οποίων τα σημαντικότερα είναι τι λέμε και τι κάνουμε. Θα ήθελα να προσθέσω κι άλλο ένα: τι ανεχόμαστε ή τι δεν μας ενοχλεί ιδιαίτερα. Για να δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, σε σύγκριση με τους Δυτικοευρωπαίους αποδίδουμε λιγότερη σημασία στο χάσμα ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις (ως προτεστάντες εκείνοι έχουν μια προσωπική σχέση με τον Θεό, ο οποίος δεν σηκώνει ψέματα και δικαιολογίες).
Δεν ισχυρίζομαι ότι το αγνοούμε ολωσδιόλου, αλλά στον κατάλογο των κοινωνικών και πολιτικών αμαρτιών η ασυνέπεια έπεται πολλών άλλων. Για να στηρίξω το επιχείρημά μου θα επικαλεστώ τα εξής γνωστά σε όλους μας και αδιαφιλονίκητα γεγονότα: ας δεχτούμε ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ οφείλονταν σε αυταπάτες. Οταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε από τον ελληνικό λαό να πει «Οχι» σε δημοψήφισμα για τα μέτρα της τρόικας, αποκαλώντας ταγματασφαλίτες και γερμανοτσολιάδες όσους έλεγαν «Ναι», όταν κέρδισε με μεγάλη διαφορά το δημοψήφισμα, αλλά εντός ημερών τάχτηκε κι αυτός υπέρ του «Ναι», και όταν κέρδισε τις επόμενες εκλογές, το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι ότι η ασυνέπεια δεν τον χαλάει και πολύ τον ελληνικό λαό. (Κάπου εκεί ο όρος «αυταπάτες» έχασε το πρώτο συνθετικό του.) Ειλικρινά σας διαβεβαιώνω ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της δυτικής Ευρώπης ο πολιτικός που θα έκανε το ίδιο θα το σκεφτόταν να βγει από το σπίτι του.
Γιατί λοιπόν είμαστε τόσο ανεκτικοί όποτε μας λένε το ένα και κάνουν το αντίθετο, ενώ δεν δεχόμαστε μύγα στο σπαθί μας όταν πρόκειται για τη Μακεδονία; Νομίζω ότι την απάντηση πρέπει να την αναζητήσουμε στον τρόπο τού σκέπτεσθαι που διαμόρφωσε και επέβαλε η νεοελληνική ιδεολογία, με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Σύμφωνα λοιπόν με την ιδεολογία αυτή, εκτός από τις επιμέρους ταυτότητες που καθορίζουν ρόλους και δημιουργούν πολλές και διάφορες μεταξύ μας αντιπαλότητες, όπως π.χ.. πλούσιοι και φτωχοί, άντρες και γυναίκες, δεξιοί και αριστεροί, βορειοελλαδίτες και νοτιοελλαδίτες, νέοι και γέροι κ.ο.κ., υπάρχει και μια άλλη, η εθνική ταυτότητα, η οποία ανήκει εξίσου σε όλους μας, από τον μεγαλοεπιχειρηματία μέχρι τον άνεργο.
Μια ταυτότητα εντελώς απαραίτητη όταν ερχόμαστε σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, επειδή «μας ανεβάζει», δηλαδή, μας αναγορεύει κατιόντες συγγενείς εκείνων που προηγουμένως είχαν φωτίσει τους προηγμένους λαούς της Δύσης, οι οποίοι, όπως είπε ο Κοραής, αν δεν ήμασταν εμείς θα έτρωγαν ακόμα βελανίδια.
Ετσι νομίζω ότι εξηγείται η τεράστια σημασία του Μακεδονικού: εκλαμβάνεται ως μια απόπειρα των ακατονόμαστων βόρειων γειτόνων μας να μας «κλέψουν την Ιστορία», δηλαδή να αφαιρέσουν τα νόμιμα κληρονομικά μας δικαιώματα, το μόνο πράγμα για το οποίο οι νεοέλληνες μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι. Κι αυτό δεν το ανεχόμαστε.
Μέσα στην Ελλάδα οι πολιτικοί και κοινωνικοί καβγάδες συνεχίζονται αμείωτοι. Κάποιοι έχουν δίκιο κάποιοι άδικο, κάποιοι χάνουν κάποιοι κερδίζουν. Και τελευταία μάλιστα, με την κρίση, όσοι χάνουν, χάνουν πολλά, συχνά όλα, προσδίδοντας έτσι μια τραγική διάσταση στο αέναο τούτο παιχνίδι. Αυτό όμως, μπορεί μεν να επηρεάζει κάποια επιμέρους ταυτότητά μας στο όνομα της οποίας τσακωνόμαστε, αλλά δεν αγγίζει καν την ουσιαστική, όπως μας έμαθαν στο σχολείο, ελληνική ταυτότητα. Με άλλα λόγια, αυτό που πραγματικά είμαστε.
Φυσικά, αν δούμε το πρόβλημα σε βάθος χρόνου, μερικά πράγματα έχουν όντως αλλάξει. Σιγά, αλλά σταθερά. Ο εθνικιστικός λόγος, ο οποίος μέχρι τη μεταπολίτευση κυριαρχούσε απόλυτα ως προφανής και αυτονόητος ακόμα και σε μεγάλο μέρος της Αριστεράς, σήμερα δίνει μάχη οπισθοφυλακών.
Διατηρεί πάντως την αίγλη του στα μάτια πολλών. Σε σημείο μάλιστα, κι ενώ πλησιάζουν οι εκλογές, να υπαγορεύει την επαίσχυντη στάση της Νέας Δημοκρατίας στο Μακεδονικό. Θα έλεγα όμως ότι ο πατέρας του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης έπεσε έξω κατά το ήμισυ: όντως θα το ξεχάσουμε τελικά, αλλά θα περάσουν περισσότερα από δέκα χρόνια.