Λιγότερη σπατάλη!
Βασίλης Ζουναλής, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-03-19
Επ’ ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Καταναλωτή (15 Μαρτίου) δεν έλειψαν οι ανέξοδες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για την ύπαρξη της κατάλληλης σήμερα "στρατηγικής διασφάλισης των δικαιωμάτων του καταναλωτή" (πρωθυπουργός) μήτε οι αντιπολιτευτικές ενστάσεις στην εκούσια-ακούσια κυβερνητική ολιγωρία "προστασίας του καταναλωτή" (ΠΑΣΟΚ και όχι μόνον). Δεν έλειψαν τα αναθέματα για την "ακρίβεια που πλήττει ειδικά τον μέσο καταναλωτή" (Ένωση Καταναλωτών), για την "ακρίβεια που κατατρώγει το εισόδημα" ελέω Ν.Δ. (Άννα Διαμαντοπούλου) και γενικότερα ελέω φιλελευθερισμού (αριστερά μετερίζια). Δεν έλειψαν, επίσης, οι φωνές για μποϊκοτάζ στην αγορά (ΙΝΚΑ) καθώς και οι αντίθετες συστάσεις για "τριήμερο μειωμένων τιμών" ώστε να ενισχυθεί η κατανάλωση (εμπορικοί σύλλογοι).
Έλειψαν, πάντως, οι αναφορές στον καταναλωτισμό, δεν άναψε η συζήτηση για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της σπατάλης. Πλην εξαιρέσεων, όπως αυτή που διαβάζω στην Ελευθεροτυπία της 15ης Μαρτίου (Φίλης Καϊτατζής, "Ημέρα του καταναλωτή ή του καταναλωτισμού;").
Όσο κι αν δυσφορούμε με τον επετειακό χαρακτήρα αυτού του νέου εορτολογίου (Ημέρα της Γυναίκας, Ημέρα των Ερωτευμένων, Ημέρα του/της Τάδε), η σπατάλη του καταναλωτισμού στις κοινωνίες υπεραφθονίας αγαθών έχει πλέον σοβαρές βλαβερές συνέπειες, οι οποίες παραμερίζουν τον αντικομφορμισμό μας. Αξίζει, λοιπόν, ευκαιρίας δοθείσης, να ξανανοίξουμε τη συζήτηση γι’ αυτή τη σπατάλη, όχι τόσο για το οποιοδήποτε φιλοσοφικό της ενδιαφέρον (η κριτική στις ποικίλες παραλλαγές της "ηθικής της κατανάλωσης" και της "αλλοτρίωσης" του ανθρώπου ελέω καταναλωτικής κοινωνίας –Μαρκούζε --είναι πάντοτε επίκαιρη), αλλά για το ποιοι και πώς; θα βάλουμε ένα χέρι στη θεσμοθέτηση μέτρων περιορισμού της όποιας σπατάλης.
"Γίνεται σαφές ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε", δηλώνει η Ναταλία Τσιγκρίδου (Greenpeace) στο προαναφερθέν ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας. Γίνεται, πράγματι, σαφές κάτι τέτοιο; Σίγουρα είναι σαφές για ορισμένους, όχι όμως για τους πολλούς.
Εξηγούμαι. Αν και οι περισσότεροι πολίτες της Ε.Ε. --για να περιορισθούμε σ’ αυτήν-- αναγνωρίζουν ως παράλογη την επιθυμία ικανοποίησης τόσων πλασματικών αναγκών, αδυνατούν να αντισταθούν σ’ αυτή την επιθυμία. Όσο κι αν υποψιάζονται πως οι ανάγκες δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα του οικονομικού κύκλου, εφόσον έχουν τη δυνατότητα να καταναλώσουν --και δυστυχώς σήμερα έχουν αυτή τη δυνατότητα πολύ περισσότεροι από χθες, κυρίως λόγω εύκολου τραπεζικού δανεισμού-- θα καταναλώσουν μέχρις τελευταίου ευρώ. Αυτό συμβαίνει, το γνωρίζουμε εξ ιδίων (το γιατί συμβαίνει αυτό δεν θα μας απασχολήσει, το είπαμε, στο παρόν σημείωμα). Οι αντιστάσεις μας στον καταναλωτισμό είναι φευγαλέες, συνήθως διαρκούν όσο μια συζήτηση, όσο μια ενημέρωση για τις βλαβερές συνέπειες της συνεχώς διευρυνόμενης αυτοκίνησης, του ανεμπόδιστα αυξανόμενου όγκου απορριμμάτων, της απτόητης ενεργειακής σπατάλης, και λοιπά συναφή. Τι κι αν τρομοκρατούμαστε προς στιγμήν από τα δυσάρεστα νέα των ειδικών για την προϊούσα συμβολή του φαινομένου του θερμοκηπίου στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, τι κι αν σιχτιρίζουμε στα μποτιλιαρίσματα, τι κι αν οργιζόμαστε στη θέα των καταστροφών της άκριτης δόμησης και τουριστικοποίησης, τι κι αν τρέχουμε και δεν φθάνουμε να εξυπηρετήσουμε τα χρέη μας: συνεχίζουμε να χορεύουμε στους ρυθμούς του καταναλωτισμού και της σπατάλης του. Πράγματα γνωστά.
Αδιέξοδο; Άγνωστον, μέχρι νεοτέρας. Άλλωστε, γνωρίζουμε ίσως καλύτερα κι από τους ίδιους τους καπιταλιστές εμείς οι αριστεροί, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν παράγει απλώς και μόνον τα αγαθά και τον τρόπο κατανάλωσής τους, αλλά παράγει επιπλέον και την επιθυμία γι’ αυτά τα προϊόντα. (Οι καπιταλιστές, πάντως, γνωρίζουν πολύ καλύτερα από εμάς τους τρόπους για την επίτευξη των εντυπωσιακών επιδόσεων του σύγχρονου μάρκετινγκ). Όσο βασιλεύει αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν υπάρχει, σε πρώτη ματιά, διέξοδος. Η επιθυμητή και από τη φίλη της Greenpeace αλλαγή του τρόπου κατανάλωσης παραμένει μια ακόμη ανεκπλήρωτη ευχή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να περιμένουμε την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την έλευση της κομμουνιστικής κοινωνίας για να εξορίσουμε τη σπατάλη και τις βλαβερές συνέπειές της; Αλίμονο! Αν η αλλαγή του τρόπου κατανάλωσης φαντάζει σήμερα προβληματική και άγνωστον το εφικτόν αυτής, ας μην είμαστε εμείς που θα επισπεύσουμε το θάψιμο των όποιων δυνατοτήτων μιας τέτοιας αλλαγής παραπέμποντας το ζήτημα στις καλένδες. Ας μη μείνουμε με σταυρωμένα χέρια.
Ποιοι; Όλοι όσοι συμφωνούμε --κόμματα, οργανώσεις και ad hoc ομαδοποιήσεις, στα πλαίσια της Ε.Ε.-- σε ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, θέμα. Ενδεικτικά και εκ του προχείρου παραδείγματα: περιορισμός της χρήσης Ι.Χ. αυτοκινήτων και εξοβελισμός από τις πόλεις των θηριωδών 4x4, περιορισμός των απορριμμάτων από τα περιττά και ακατάλληλα υλικά συσκευασίας (σύμφωνα με το προαναφερθέν ρεπορτάζ, αυτά τα απορρίμματα ανέρχονται σε 160 κιλά ανά άτομο κάθε χρόνο στην Ε.Ε. των 15, πριν από τη διεύρυνση), περιορισμός των χρήσεων του πλαστικού, διεύρυνση της ανακύκλωσης αλουμινίου - χαρτιού και λοιπά, μείωση των σελίδων και των ενθέτων του ημερήσιου/περιοδικού Τύπου και γενικώς της χαρτούρας, θεσμοθέτηση περαιτέρω περιορισμού του διαφημιστικού χώρου και χρόνου, και λοιπά.
Αξίζει να επιμείνω σ’ αυτό το σημείο, στο ειδικό θέμα του όγκου των σελίδων των εφημερίδων. Τι θα χάναμε αν ο πολυσέλιδος Τύπος μείωνε τις σελίδες του στο μισό κι ακόμα περισσότερο; Τίποτε. Υπάρχει τόση σαβούρα στην ύλη του, όπως το γνωρίζουμε και το γνωρίζουν οι άνθρωποι του Τύπου, ώστε θα ήταν ευχής έργον. Λεπτομέρεια, πλην σημαντική για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Ζύγισα προ ολίγου την Ελευθεροτυπία της 16ης Μαρτίου μαζί με το ένθετο και διαπίστωσα πως το βάρος της είναι 205 γρ. Δεν υπάρχει ειδικός λόγος που διάλεξα την Ελευθεροτυπία, αυτήν έχω μπροστά μου, αυτή ζύγισα. Έφθασα, λοιπόν, με επαγωγικό και εν πολλοίς αυθαίρετο τρόπο, στο συμπέρασμα πως το απαραίτητο χαρτί (συνυπολογίζοντας και τις κατά πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις των κυριακάτικων φύλλων) για τον ημερήσιο Τύπο της Ε.Ε. απαιτεί την υλοτόμηση ενός δάσους 500.000 στρεμμάτων τον χρόνο! Όποιος ενδιαφέρεται κι αντέχει, ας ελέγξει το εύλογον ή μη αυτού του ενδεικτικού στοιχείου. Μακάρι να πέφτω έξω.
Πώς; Οργανώνοντας πανευρωπαϊκές καμπάνιες ανά θέμα, χρησιμοποιώντας κάθε πολιτική δυνατότητα για την έκδοση ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων αντίστοιχων εκείνων του Κυότο. Δεν είναι δυνατόν, ούτε είμαι σε θέση --άλλωστε προηγείται η συγκρότηση του ανεύρετου "εμείς" ανά θέμα-- να μακρυγορήσω επ’ αυτού. Αρκεί, απλώς, να τονίσω πως το πρωτόκολλο του Κυότο, όσο λίγο κι αν φαντάζει, είναι πολύ σε σχέση με ό,τι υπήρχε πριν απ’ αυτό.
Ενδεχομένως, οι όποιες πολιτικές περιορισμών της σπατάλης δουν το φως της ημέρας θα κοστίσουν οικονομικά (π.χ. ανακύκλωση, επιστρεφόμενες συσκευασίες, επιδοτήσεις συρρίκνωσης της παραγωγής κ.λπ.). Ο καπιταλιστικός δαίμων θα μετακυλίσει αυτό το κόστος στους ευρωπαίους πολίτες (όπως συμβαίνει και θα συμβεί με το κόστος της αντιρρύπανσης που ενώ έχει ως αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει" στην πράξη πληρώνει ο χρήστης). Καθόλου κακόν πράγμα από τη σκοπιά του τελικού στόχου~ αρκεί να εξαιρεθούν οι μη έχοντες καμιά δυνατότητα επιπλέον επιβάρυνσης. Δυστυχώς, ο καπιταλισμός θα αντέξει, ως ένα βαθμό, και τον περιορισμό της σπατάλης, αν ποτέ συμβεί. Αυτή όμως η δυνατότητα του καπιταλισμού ενισχύει και την ελπίδα για το εφικτό του περιορισμού της σπατάλης στο προβλεπτό μέλλον.
Ο Βασίλης Ζουναλής είναι μηχανικός
Έλειψαν, πάντως, οι αναφορές στον καταναλωτισμό, δεν άναψε η συζήτηση για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της σπατάλης. Πλην εξαιρέσεων, όπως αυτή που διαβάζω στην Ελευθεροτυπία της 15ης Μαρτίου (Φίλης Καϊτατζής, "Ημέρα του καταναλωτή ή του καταναλωτισμού;").
Όσο κι αν δυσφορούμε με τον επετειακό χαρακτήρα αυτού του νέου εορτολογίου (Ημέρα της Γυναίκας, Ημέρα των Ερωτευμένων, Ημέρα του/της Τάδε), η σπατάλη του καταναλωτισμού στις κοινωνίες υπεραφθονίας αγαθών έχει πλέον σοβαρές βλαβερές συνέπειες, οι οποίες παραμερίζουν τον αντικομφορμισμό μας. Αξίζει, λοιπόν, ευκαιρίας δοθείσης, να ξανανοίξουμε τη συζήτηση γι’ αυτή τη σπατάλη, όχι τόσο για το οποιοδήποτε φιλοσοφικό της ενδιαφέρον (η κριτική στις ποικίλες παραλλαγές της "ηθικής της κατανάλωσης" και της "αλλοτρίωσης" του ανθρώπου ελέω καταναλωτικής κοινωνίας –Μαρκούζε --είναι πάντοτε επίκαιρη), αλλά για το ποιοι και πώς; θα βάλουμε ένα χέρι στη θεσμοθέτηση μέτρων περιορισμού της όποιας σπατάλης.
"Γίνεται σαφές ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε", δηλώνει η Ναταλία Τσιγκρίδου (Greenpeace) στο προαναφερθέν ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας. Γίνεται, πράγματι, σαφές κάτι τέτοιο; Σίγουρα είναι σαφές για ορισμένους, όχι όμως για τους πολλούς.
Εξηγούμαι. Αν και οι περισσότεροι πολίτες της Ε.Ε. --για να περιορισθούμε σ’ αυτήν-- αναγνωρίζουν ως παράλογη την επιθυμία ικανοποίησης τόσων πλασματικών αναγκών, αδυνατούν να αντισταθούν σ’ αυτή την επιθυμία. Όσο κι αν υποψιάζονται πως οι ανάγκες δεν είναι η αιτία αλλά το αποτέλεσμα του οικονομικού κύκλου, εφόσον έχουν τη δυνατότητα να καταναλώσουν --και δυστυχώς σήμερα έχουν αυτή τη δυνατότητα πολύ περισσότεροι από χθες, κυρίως λόγω εύκολου τραπεζικού δανεισμού-- θα καταναλώσουν μέχρις τελευταίου ευρώ. Αυτό συμβαίνει, το γνωρίζουμε εξ ιδίων (το γιατί συμβαίνει αυτό δεν θα μας απασχολήσει, το είπαμε, στο παρόν σημείωμα). Οι αντιστάσεις μας στον καταναλωτισμό είναι φευγαλέες, συνήθως διαρκούν όσο μια συζήτηση, όσο μια ενημέρωση για τις βλαβερές συνέπειες της συνεχώς διευρυνόμενης αυτοκίνησης, του ανεμπόδιστα αυξανόμενου όγκου απορριμμάτων, της απτόητης ενεργειακής σπατάλης, και λοιπά συναφή. Τι κι αν τρομοκρατούμαστε προς στιγμήν από τα δυσάρεστα νέα των ειδικών για την προϊούσα συμβολή του φαινομένου του θερμοκηπίου στην αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, τι κι αν σιχτιρίζουμε στα μποτιλιαρίσματα, τι κι αν οργιζόμαστε στη θέα των καταστροφών της άκριτης δόμησης και τουριστικοποίησης, τι κι αν τρέχουμε και δεν φθάνουμε να εξυπηρετήσουμε τα χρέη μας: συνεχίζουμε να χορεύουμε στους ρυθμούς του καταναλωτισμού και της σπατάλης του. Πράγματα γνωστά.
Αδιέξοδο; Άγνωστον, μέχρι νεοτέρας. Άλλωστε, γνωρίζουμε ίσως καλύτερα κι από τους ίδιους τους καπιταλιστές εμείς οι αριστεροί, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν παράγει απλώς και μόνον τα αγαθά και τον τρόπο κατανάλωσής τους, αλλά παράγει επιπλέον και την επιθυμία γι’ αυτά τα προϊόντα. (Οι καπιταλιστές, πάντως, γνωρίζουν πολύ καλύτερα από εμάς τους τρόπους για την επίτευξη των εντυπωσιακών επιδόσεων του σύγχρονου μάρκετινγκ). Όσο βασιλεύει αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν υπάρχει, σε πρώτη ματιά, διέξοδος. Η επιθυμητή και από τη φίλη της Greenpeace αλλαγή του τρόπου κατανάλωσης παραμένει μια ακόμη ανεκπλήρωτη ευχή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να περιμένουμε την κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την έλευση της κομμουνιστικής κοινωνίας για να εξορίσουμε τη σπατάλη και τις βλαβερές συνέπειές της; Αλίμονο! Αν η αλλαγή του τρόπου κατανάλωσης φαντάζει σήμερα προβληματική και άγνωστον το εφικτόν αυτής, ας μην είμαστε εμείς που θα επισπεύσουμε το θάψιμο των όποιων δυνατοτήτων μιας τέτοιας αλλαγής παραπέμποντας το ζήτημα στις καλένδες. Ας μη μείνουμε με σταυρωμένα χέρια.
Ποιοι; Όλοι όσοι συμφωνούμε --κόμματα, οργανώσεις και ad hoc ομαδοποιήσεις, στα πλαίσια της Ε.Ε.-- σε ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, θέμα. Ενδεικτικά και εκ του προχείρου παραδείγματα: περιορισμός της χρήσης Ι.Χ. αυτοκινήτων και εξοβελισμός από τις πόλεις των θηριωδών 4x4, περιορισμός των απορριμμάτων από τα περιττά και ακατάλληλα υλικά συσκευασίας (σύμφωνα με το προαναφερθέν ρεπορτάζ, αυτά τα απορρίμματα ανέρχονται σε 160 κιλά ανά άτομο κάθε χρόνο στην Ε.Ε. των 15, πριν από τη διεύρυνση), περιορισμός των χρήσεων του πλαστικού, διεύρυνση της ανακύκλωσης αλουμινίου - χαρτιού και λοιπά, μείωση των σελίδων και των ενθέτων του ημερήσιου/περιοδικού Τύπου και γενικώς της χαρτούρας, θεσμοθέτηση περαιτέρω περιορισμού του διαφημιστικού χώρου και χρόνου, και λοιπά.
Αξίζει να επιμείνω σ’ αυτό το σημείο, στο ειδικό θέμα του όγκου των σελίδων των εφημερίδων. Τι θα χάναμε αν ο πολυσέλιδος Τύπος μείωνε τις σελίδες του στο μισό κι ακόμα περισσότερο; Τίποτε. Υπάρχει τόση σαβούρα στην ύλη του, όπως το γνωρίζουμε και το γνωρίζουν οι άνθρωποι του Τύπου, ώστε θα ήταν ευχής έργον. Λεπτομέρεια, πλην σημαντική για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Ζύγισα προ ολίγου την Ελευθεροτυπία της 16ης Μαρτίου μαζί με το ένθετο και διαπίστωσα πως το βάρος της είναι 205 γρ. Δεν υπάρχει ειδικός λόγος που διάλεξα την Ελευθεροτυπία, αυτήν έχω μπροστά μου, αυτή ζύγισα. Έφθασα, λοιπόν, με επαγωγικό και εν πολλοίς αυθαίρετο τρόπο, στο συμπέρασμα πως το απαραίτητο χαρτί (συνυπολογίζοντας και τις κατά πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις των κυριακάτικων φύλλων) για τον ημερήσιο Τύπο της Ε.Ε. απαιτεί την υλοτόμηση ενός δάσους 500.000 στρεμμάτων τον χρόνο! Όποιος ενδιαφέρεται κι αντέχει, ας ελέγξει το εύλογον ή μη αυτού του ενδεικτικού στοιχείου. Μακάρι να πέφτω έξω.
Πώς; Οργανώνοντας πανευρωπαϊκές καμπάνιες ανά θέμα, χρησιμοποιώντας κάθε πολιτική δυνατότητα για την έκδοση ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων αντίστοιχων εκείνων του Κυότο. Δεν είναι δυνατόν, ούτε είμαι σε θέση --άλλωστε προηγείται η συγκρότηση του ανεύρετου "εμείς" ανά θέμα-- να μακρυγορήσω επ’ αυτού. Αρκεί, απλώς, να τονίσω πως το πρωτόκολλο του Κυότο, όσο λίγο κι αν φαντάζει, είναι πολύ σε σχέση με ό,τι υπήρχε πριν απ’ αυτό.
Ενδεχομένως, οι όποιες πολιτικές περιορισμών της σπατάλης δουν το φως της ημέρας θα κοστίσουν οικονομικά (π.χ. ανακύκλωση, επιστρεφόμενες συσκευασίες, επιδοτήσεις συρρίκνωσης της παραγωγής κ.λπ.). Ο καπιταλιστικός δαίμων θα μετακυλίσει αυτό το κόστος στους ευρωπαίους πολίτες (όπως συμβαίνει και θα συμβεί με το κόστος της αντιρρύπανσης που ενώ έχει ως αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει" στην πράξη πληρώνει ο χρήστης). Καθόλου κακόν πράγμα από τη σκοπιά του τελικού στόχου~ αρκεί να εξαιρεθούν οι μη έχοντες καμιά δυνατότητα επιπλέον επιβάρυνσης. Δυστυχώς, ο καπιταλισμός θα αντέξει, ως ένα βαθμό, και τον περιορισμό της σπατάλης, αν ποτέ συμβεί. Αυτή όμως η δυνατότητα του καπιταλισμού ενισχύει και την ελπίδα για το εφικτό του περιορισμού της σπατάλης στο προβλεπτό μέλλον.
Ο Βασίλης Ζουναλής είναι μηχανικός