Aκριβό πετρέλαιο
Δεν προβλέπεται επιστροφή σε τιμές κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2006-04-26
H απειλή νέας αμερικανικής επέμβασης στο Ιράν και η ραγδαία άνοδος των τιμών του πετρελαίου κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή τις τελευταίες ημέρες. Μέσα στο κλίμα ανησυχίας που διαμορφώνουν, ίσως να μη δόθηκε τόση προσοχή στην εξαμηνιαία έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας που δημοσίευσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την περασμένη εβδομάδα. Την ανατίμηση του πετρελαίου οπωσδήποτε πυροδοτεί η απειλή επέκτασης του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Ακόμα όμως και αν επικρατήσει η σύνεση, εξευρεθεί ένας τρόπος συνεννόησης στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και αποτραπεί το εγχείρημα καταστολής του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν με βομβαρδισμούς, που μελετούν τα γεράκια της Ουάσιγκτον, η κύρια πηγή ενέργειας του πλανήτη θα παραμείνει πλέον ακριβή, είναι δε πιθανό να γίνεται συνεχώς ακριβότερη. Επιστροφή του πετρελαίου σε τιμές κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι, που ίσχυαν πριν από δύο χρόνια, δεν θα πρέπει να ελπίζεται.
Στην προειδοποίηση αυτή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, συνιστώντας στις χώρες που εισάγουν πετρέλαιο να αφήνουν τις ανατιμήσεις του να περνούν ολόκληρες στην κατανάλωση: να μη μειώνουν δηλαδή ειδικούς φόρους ή να χορηγούν επιδοτήσεις, πέρα από ένα δίχτυ ασφαλείας για τα πολύ φτωχά στρώματα. Αν η παραχώρηση μιας τέτοιας εξαίρεσης υποδηλώνει κάποια μικρή ανταπόκριση του ΔΝΤ στις κριτικές που του απευθύνονται δεκαετίες τώρα, ότι οι υποδείξεις του παγίως συνθλίβουν τους φτωχότερους, η ουσία δεν αλλάζει: η ανατίμηση του πετρελαίου οδηγεί σε αναδιανομή εισοδήματος από τις χώρες που το εισάγουν προς τις χώρες που το εξάγουν, και αυτήν καμία δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να την απαλείψει. Την αναδιανομή μάλιστα υπολόγισε για την περίοδο 2002-2005 στο 1,24% του παγκοσμίου προϊόντος: 1% του ΑΕΠ τους έχασαν οι ΗΠΑ πληρώνοντας ακριβότερα το πετρέλαιο, 1,3% οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες, 3,8% η Κίνα, 1,2% άλλες αναπτυσσόμενες, και όλα αυτά τα κέρδισαν οι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο, οι οποίες αύξησαν μέσα από τις υψηλότερες τιμές, το δικό τους ΑΕΠ κατά 33,2%.
Αν όμως το ολοένα ακριβότερο πετρέλαιο συμπιέζει σήμερα επώδυνα τα εισοδήματα στις χώρες που το εισάγουν, ταυτόχρονα προσφέρει ένα ισχυρό κίνητρο για την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών, για τον οικονομικό αναπροσανατολισμό που επιβάλλεται για την προστασία του κλίματος της Γης. Στην Ελλάδα ιδίως, όπου ελάχιστα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή, αποτελεί ευκαιρία για έναν ευρύ ανασχεδιασμό της πολιτικής τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς τη χρήση της ενέργειας. Μια τέτοια πρακτική, που ενθαρρύνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθούν από καιρό άλλες ευρωπαϊκές χώρες. H Σουηδία, για παράδειγμα, προχωρεί στον μηδενισμό της εξάρτησής της από το πετρέλαιο ώς το 2020. H ανάλογη προσπάθεια σ’ εμάς θα συνεπαγόταν, βέβαια, το πολιτικό σύστημα να μάθει να σχεδιάζει με χρονικούς ορίζοντες που να υπερβαίνουν την κοινοβουλευτική τετραετία, κάτι στο οποίο διόλου δεν έχει εξασκηθεί. Άλλη ελπίδα να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της ανάπτυξης σε έναν ανοικτό, μεταβαλλόμενο κόσμο πάντως δεν έχουμε.
Στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πολιτικών δεν υπεισέρχεται η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, επισημαίνει ωστόσο ένα δεύτερο μείζον πρόβλημα: τον κίνδυνο αυξανόμενου προστατευτισμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες μπροστά στον ολοένα εντονότερο ανταγωνισμό από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες, που μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ανάπτυξη. Χάρη στον δυναμισμό ιδίως της Κίνας, της Ινδίας και της ευνοούμενης από το πετρέλαιο Ρωσίας, το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψή του για τη φετινή παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση σε ένα εντυπωσιακό 4,9% - με την προϋπόθεση όμως ότι θα εξακολουθήσει ανεμπόδιστη η λειτουργία των αγορών. Απορρίπτοντας την κρατική υποστήριξη κλάδων και επιχειρήσεων που πιέζονται από τον διεθνή ανταγωνισμό, εισηγείται τη μετατόπιση της λογικής τής προστασίας στα άτομα. Τους πολέμιους του ΔΝΤ και του νεοφιλελευθερισμού γενικότερα ίσως να εξέπλησσε η κριτική στις ΗΠΑ, που διατηρούν πάνω από 40 εκατομμύρια ανθρώπους - 8 εκατομμύρια παιδιά - ανασφάλιστους.
Πιο πέρα προχωρεί την κριτική αυτή ο γνωστός οικονομολόγος, διευθυντής του Ινστιτούτου της Γης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, Jeffrey D. Sachs. Οι Αμερικανοί πολιτικοί ψηφίζουν τεράστιες μειώσεις φόρων και αυξήσεις στρατιωτικών δαπανών και για τα ελλείμματα που προκύπτουν κατηγορούν μετά την Κίνα, έγραφε την περασμένη εβδομάδα. Το ΔΝΤ αποτυγχάνει όσο υποτάσσεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ, διεπίστωνε. Έχει όμως έναν ουσιαστικό ρόλο να παίξει αν ανακτήσει τη νομιμοποίησή του ως διεθνής θεσμός αναγνωρίζοντας τις ανάγκες των φτωχότερων μελών του, δίνοντας φωνή και ψήφο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδίως στις αναδυόμενες δυνάμεις της Ασίας, κατέληξε.
Στην προειδοποίηση αυτή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, συνιστώντας στις χώρες που εισάγουν πετρέλαιο να αφήνουν τις ανατιμήσεις του να περνούν ολόκληρες στην κατανάλωση: να μη μειώνουν δηλαδή ειδικούς φόρους ή να χορηγούν επιδοτήσεις, πέρα από ένα δίχτυ ασφαλείας για τα πολύ φτωχά στρώματα. Αν η παραχώρηση μιας τέτοιας εξαίρεσης υποδηλώνει κάποια μικρή ανταπόκριση του ΔΝΤ στις κριτικές που του απευθύνονται δεκαετίες τώρα, ότι οι υποδείξεις του παγίως συνθλίβουν τους φτωχότερους, η ουσία δεν αλλάζει: η ανατίμηση του πετρελαίου οδηγεί σε αναδιανομή εισοδήματος από τις χώρες που το εισάγουν προς τις χώρες που το εξάγουν, και αυτήν καμία δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να την απαλείψει. Την αναδιανομή μάλιστα υπολόγισε για την περίοδο 2002-2005 στο 1,24% του παγκοσμίου προϊόντος: 1% του ΑΕΠ τους έχασαν οι ΗΠΑ πληρώνοντας ακριβότερα το πετρέλαιο, 1,3% οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες, 3,8% η Κίνα, 1,2% άλλες αναπτυσσόμενες, και όλα αυτά τα κέρδισαν οι χώρες που εξάγουν πετρέλαιο, οι οποίες αύξησαν μέσα από τις υψηλότερες τιμές, το δικό τους ΑΕΠ κατά 33,2%.
Αν όμως το ολοένα ακριβότερο πετρέλαιο συμπιέζει σήμερα επώδυνα τα εισοδήματα στις χώρες που το εισάγουν, ταυτόχρονα προσφέρει ένα ισχυρό κίνητρο για την εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών, για τον οικονομικό αναπροσανατολισμό που επιβάλλεται για την προστασία του κλίματος της Γης. Στην Ελλάδα ιδίως, όπου ελάχιστα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή, αποτελεί ευκαιρία για έναν ευρύ ανασχεδιασμό της πολιτικής τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς τη χρήση της ενέργειας. Μια τέτοια πρακτική, που ενθαρρύνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθούν από καιρό άλλες ευρωπαϊκές χώρες. H Σουηδία, για παράδειγμα, προχωρεί στον μηδενισμό της εξάρτησής της από το πετρέλαιο ώς το 2020. H ανάλογη προσπάθεια σ’ εμάς θα συνεπαγόταν, βέβαια, το πολιτικό σύστημα να μάθει να σχεδιάζει με χρονικούς ορίζοντες που να υπερβαίνουν την κοινοβουλευτική τετραετία, κάτι στο οποίο διόλου δεν έχει εξασκηθεί. Άλλη ελπίδα να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της ανάπτυξης σε έναν ανοικτό, μεταβαλλόμενο κόσμο πάντως δεν έχουμε.
Στη διαφοροποίηση των ενεργειακών πολιτικών δεν υπεισέρχεται η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, επισημαίνει ωστόσο ένα δεύτερο μείζον πρόβλημα: τον κίνδυνο αυξανόμενου προστατευτισμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες μπροστά στον ολοένα εντονότερο ανταγωνισμό από τις ραγδαία αναπτυσσόμενες ασιατικές οικονομίες, που μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ανάπτυξη. Χάρη στον δυναμισμό ιδίως της Κίνας, της Ινδίας και της ευνοούμενης από το πετρέλαιο Ρωσίας, το ΔΝΤ αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψή του για τη φετινή παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση σε ένα εντυπωσιακό 4,9% - με την προϋπόθεση όμως ότι θα εξακολουθήσει ανεμπόδιστη η λειτουργία των αγορών. Απορρίπτοντας την κρατική υποστήριξη κλάδων και επιχειρήσεων που πιέζονται από τον διεθνή ανταγωνισμό, εισηγείται τη μετατόπιση της λογικής τής προστασίας στα άτομα. Τους πολέμιους του ΔΝΤ και του νεοφιλελευθερισμού γενικότερα ίσως να εξέπλησσε η κριτική στις ΗΠΑ, που διατηρούν πάνω από 40 εκατομμύρια ανθρώπους - 8 εκατομμύρια παιδιά - ανασφάλιστους.
Πιο πέρα προχωρεί την κριτική αυτή ο γνωστός οικονομολόγος, διευθυντής του Ινστιτούτου της Γης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, Jeffrey D. Sachs. Οι Αμερικανοί πολιτικοί ψηφίζουν τεράστιες μειώσεις φόρων και αυξήσεις στρατιωτικών δαπανών και για τα ελλείμματα που προκύπτουν κατηγορούν μετά την Κίνα, έγραφε την περασμένη εβδομάδα. Το ΔΝΤ αποτυγχάνει όσο υποτάσσεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ, διεπίστωνε. Έχει όμως έναν ουσιαστικό ρόλο να παίξει αν ανακτήσει τη νομιμοποίησή του ως διεθνής θεσμός αναγνωρίζοντας τις ανάγκες των φτωχότερων μελών του, δίνοντας φωνή και ψήφο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδίως στις αναδυόμενες δυνάμεις της Ασίας, κατέληξε.