«Το πρόβλημα δεν είναι η εσωκομματική αντιπαράθεση, αλλά το στρατηγικό κενό»
Δημήτρης Τερζής, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-01-17
Ο Κώστας Ελευθερίου είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στα ερευνητικά ενδιαφέροντά του περιλαμβάνονται η θεωρία των κομμάτων, η μελέτη του ελληνικού κομματικού συστήματος και η πολιτική των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Κατόπιν αυτών η συζήτηση μαζί του για τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι μόνο, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
• Τις τελευταίες μέρες παρατηρήσαμε μια κινητοποίηση στις τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Είδαμε τη δημιουργία της ΡΕΝΕ, το κείμενο της «Ομπρέλας» κ.λπ. Θεωρείτε ότι κομίζουν κάτι καινούργιο σε ιδέες ή πρόκειται για ομαδοποιήσεις προσώπων σε σχέση με τον εσωκομματικό ανταγωνισμό;
Δεν κομίζουν κάτι καινοφανές στον εσωκομματικό ανταγωνισμό. Θα τα χαρακτήριζα μετριοπαθή κείμενα, που δεν επιδιώκουν ιδιαίτερα να ανοίξουν εσωκομματικά μέτωπα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι σύνηθες στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ παλιότερα. Οι «τάσεις» ανέκαθεν διαπραγματεύονταν την ισχυροποίηση της θέσης τους στο εσωκομματικό πεδίο. Σε όλα τα κόμματα οι εσωκομματικές ομάδες είναι δύο ειδών: ομάδες που συγκροτούνται σε ιδεολογική βάση και ομάδες σε βάση συμφερόντων που διεκδικούν επιρροή στην κομματική γραφειοκρατία. Καμία δεν είναι αμιγώς ιδεολογική ή αμιγώς συμφερόντων, καθώς ενίοτε αυτά τα δύο συμπλέουν.
Η εσωκομματική αντιπαράθεση στον ΣΥΡΙΖΑ οργανωνόταν διαχρονικά γύρω από ένα κεντρικό επίδικο, το οποίο μεταβαλλόταν ανά περίοδο. Ας μην ξεχνάμε τις εσωκομματικές διαφωνίες στον ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο δίλημμα του «μέσα ή έξω από το ευρώ» πριν από το 2012, ή τις διαφορετικές προσεγγίσεις στο θέμα της διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Από τον Σεπτέμβριο του 2015 και μετά, βέβαια, το κεντρικό επίδικο ήταν λιγότερο συγκρουσιακό, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ εστίασε την προσοχή του στο πώς θα διαχειριστεί το 3ο Μνημόνιο και πώς θα καταφέρει να περιορίσει τις συνέπειές του για την κοινωνία. Ως αποτέλεσμα ήρθε σε δεύτερη μοίρα ο εσωκομματικός ανταγωνισμός.
Από την εκλογική ήττα του 2019 και μετά εκδηλώθηκε και πάλι αυτός ο ανταγωνισμός με επίδικο σε αυτή τη φάση το τι είδους κόμμα θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στη μετακυβερνητική φάση.
• Μια σημαντική μερίδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ έχει αναφερθεί στον κίνδυνο δημιουργίας «προσωποπαγούς» κόμματος που πρέπει να αποφευχθεί.
Η «προειδοποίηση» των κομμάτων είναι μια γενική τάση που παρατηρείται σε πολλά κομματικά συστήματα, όχι μόνο στο ελληνικό. Πέρα από αυτό, ανέκαθεν στον Συνασπισμό και τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ ο εκάστοτε πρόεδρος προσπαθούσε να ρυθμίσει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις τάσεις και να λειτουργήσει πέρα απ’ αυτές, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα. Αυτό ίσχυσε τόσο με τον Κωνσταντόπουλο και τον Αλαβάνο όσο και τώρα με τον Τσίπρα. Προφανώς επιδρά και η ισχυρή πολιτική προσωπικότητα του προέδρου σε τέτοιες διεργασίες.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, πάντα τον πρώτο λόγο τον είχε ο πρόεδρος. Στον ΣΥΡΙΖΑ αυτήν τη στιγμή αντιπαρατίθενται δύο απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει ότι για να κερδίσει το κόμμα τις εκλογές θα πρέπει να προχωρήσει σ’ έναν οργανωτικό και ιδεολογικό μετασχηματισμό (προσελκύοντας κοινωνικές ομάδες και άτομα που δεν είχαν απαραίτητα σχέση με την Αριστερά)· η άλλη προτάσσει ότι για να συμβεί αυτό πρέπει πρώτα να διαφυλαχθεί η ταυτότητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς για να μην προκύψουν μη αναστρέψιμες μετατοπίσεις.
Εχω την αίσθηση ότι ο Τσίπρας τοποθετείται ανάμεσα στις δύο απόψεις. Επί της ουσίας, ο εσωκομματικός ανταγωνισμός συνίσταται στον βαθμό ρύθμισης ή ελέγχου του αδιαμφισβήτητου πρωτείου του προέδρου από την κομματική γραφειοκρατία.
• Υπήρξαν θετικές και αρνητικές αντιδράσεις για τα κείμενα των τάσεων. Στις αρνητικές συγκαταλέγονται και εκείνες που τα χαρακτήρισαν «πολυτέλεια» στην παρούσα συγκυρία.
Είναι προφανές ότι σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης το θεωρεί «πολυτέλεια». Πάντοτε τα εσωκομματικά των κομμάτων, ιδίως σε περιόδους πόλωσης, επιβάρυναν την εικόνα τους. Αποτελούν, όμως, δομικό χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας τους· κανένα κόμμα δεν μπορεί να τα αποφύγει και δεν θα ‘πρεπε κιόλας. Το μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή δεν είναι η εσωκομματική αντιπαράθεση, αλλά το γεγονός ότι παρουσιάζει ένα στρατηγικό κενό, που δεν είχε το 2011 ή το 2014.
Οταν υπάρχει μια ελάχιστη συναίνεση σε ένα δεδομένο στρατηγικό πλαίσιο, τότε η ύπαρξη τάσεων και αντιπαρατιθέμενων απόψεων μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά, στον βαθμό που ενισχύει τον πλουραλισμό της απεύθυνσης του κόμματος στην κοινωνία. Ωστόσο, για ένα αριστερό κόμμα το στρατηγικό πλαίσιο δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο ερώτημα «πώς θα πάρουμε τις εκλογές».
• Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως βρίσκεται σε αναζήτηση νέου αφηγήματος. Ποιο μπορεί να είναι αυτό ώστε να τον οδηγήσει σε επιτυχία στις εκλογές;
Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι μόνο το «θα είμαι ο καλύτερος διαχειριστής των δημόσιων πραγμάτων». Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε εκλογικά και κυριάρχησε πολιτικά για μια περίοδο, επειδή στην κρίση αποτέλεσε μια ξεκάθαρη εναλλακτική πρόταση απέναντι στον δικομματισμό, ένα αντι-mainstream πολιτικό υποκείμενο. Ετσι προσέλκυσε τον κόσμο που έφευγε από το ΠΑΣΟΚ. Αυτή τη στιγμή, η τροχιά του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως είναι περισσότερο mainstream, αποτελεί εξάλλου τον δεύτερο πόλο του νέου δικομματισμού.
Θεωρώ πως ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να κινηθεί και προς τα αριστερά και προς το κέντρο αν θέλει να ενισχύσει τις πιθανότητες επιτυχίας του στις εκλογές. Αλλά πρέπει να κινηθεί καταρχήν ως μια Αριστερά που έχει σαφή εικόνα τού τι προσδοκά η κοινωνία από αυτήν. Δεν μπορεί να αρκεστεί στην αντιδεξιά λογική, καθώς δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του 1980.
Το πλειοψηφικό συναίσθημα αυτήν τη στιγμή είναι η αντι-ΣΥΡΙΖΑ προκατάληψη και αυτήν θα πρέπει να αντιμετωπίσει, αναγνωρίζοντας τις βαθύτερες αιτίες της και προσπαθώντας προγραμματικά, αλλά και αναδιατάσσοντας τους δεσμούς του με την κοινωνία, να την αντιστρέψει.