«Πρέπει να τους τελειώσουμε τώρα»
Τάσος Παππάς, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-02-01
Στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες η εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση γίνεται ομαλά. Ο κανόνας σε γενικές γραμμές εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα από το 1974 και μετά. Με εξαίρεση τις εκλογές του 2000 που η Νέα Δημοκρατία αμφισβήτησε το εκλογικό αποτέλεσμα (ήταν οριακό), στις άλλες εκλογικές αναμετρήσεις δεν εμφανίστηκαν παρατράγουδα. Με εξαίρεση επίσης τις εκλογές του Γενάρη του 2015 που ο Αντ. Σαμαράς αρνήθηκε να παραδώσει στον Αλ. Τσίπρα το μέγαρο Μαξίμου, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις τηρήθηκαν οι συμβολισμοί που συνδέονται με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Στο παρασκήνιο όμως είχαμε ενδιαφέρουσες διεργασίες.
Η Δεξιά έκανε καιρό να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι έχει χάσει το μονοπώλιο στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Η συντριβή της στις κάλπες το 1981 ήταν γι’ αυτήν ένα σοκ. Κάποια τμήματά της, κυρίως αυτά που λειτουργούσαν στον σκληρό πυρήνα του κράτους (στρατός, σώματα ασφαλείας) φλέρταραν με την εκδοχή της εκτροπής, αλλά τόσο η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, όσο και η παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, δεν επέτρεψαν να εκδηλωθούν κινήσεις υπονόμευσης.
Αλλωστε, και το 1965 (αποστασία) και το 1967 (χούντα) ήταν σχετικά κοντά, κυρίως όμως υπήρχε εκείνο το 60% και βάλε (προσθέτουμε στο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, τα ποσοστά των κομμάτων της ιστορικής Αριστεράς) που δεν άφηνε περιθώρια για δράση στους οπαδούς των ανώμαλων «λύσεων». Η Δεξιά θορυβήθηκε, βρυχήθηκε, κινδυνολόγησε, αλλά προσαρμόστηκε βλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είχε την πρόθεση να υλοποιήσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμά του που ήταν κόκκινο πανί για τις οικονομικές ελίτ και τους καθεστωτικούς μηχανισμούς.
Οργάνωσε την αντεπίθεσή της για να επιστρέψει πριν καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να φτιάξει ερείσματα στο κράτος. Απέτυχε. Το ΠΑΣΟΚ θριάμβευσε και στις επόμενες εκλογές. Σιγά- σιγά έχτισε τις δικές του εστίες, οπότε περάσαμε στη φάση του συναινετικού δικομματισμού. Δύο πια οι ιδιοκτήτες. Ανάλογο σοκ με αυτό του 1981 υπέστη η Δεξιά και το 2015. Τότε όμως είχε παρέα. Το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ. Η ριζοσπαστική Αριστερά αξιοποίησε την οικονομική κρίση, στηρίχτηκε στα κινήματα αντίστασης και ανυπακοής και απείλησε τις σταθερές του συστήματος.
Οι ηγετικές ομάδες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ αγωνίστηκαν με πάθος για να το αποτρέψουν. Οταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να αποσοβήσουν το μοιραίο γι’ αυτές αποφάσισαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να μη μακροημερεύσει το εγχείρημα. Η θεωρία της αριστερής παρένθεσης ήταν το πολιτικό κατασκεύασμα, τα άδεια ταμεία που άφησαν ήταν η εφαρμογή στην πράξη. Κινητοποίησαν τους μηχανισμούς τους στο κράτος και με τη βοήθεια της τρόικας, της διαπλοκής, της παρασιτικής ολιγαρχίας, εκμεταλλεύτηκαν τα λάθη και την ατολμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και ύστερα από τέσσερα χρόνια επανήλθαν στα πράγματα.
Τούτη τη φορά μόνη της η Δεξιά, αφού το ΚΙΝ.ΑΛΛ. δεν χρειάστηκε να δώσει χείρα βοηθείας. Από τον τρόπο που πολιτεύεται η Νέα Δημοκρατία στην οικονομία (σκληρός νεοφιλελευθερισμός), στα εργασιακά (θεσμικός αυταρχισμός), στο Δημόσιο (πελατειακές πρακτικές), στο πεδίο των δικαιωμάτων (περιορισμός και καταστολή), στην πολιτική αντιπαράθεση (δημαγωγία, δολοφονίες χαρακτήρων) φαίνεται πώς δεν έχει ξεπεράσει το σοκ του 2015.
Κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει τετελεσμένα ώστε να μην υπάρξει δεύτερη φορά Αριστερά. Θέλει να πάρει εκδίκηση για τον φόβο που ένιωσε τότε. Αντιγράφω από την ανάρτηση του συναδέλφου Θ. Τσεκούρα στην ιστοσελίδα του «Πρώτου Θέματος» (28-12-2020): «Πριν από λίγες μέρες είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με ένα κυβερνητικό στέλεχος. Του μετέφερα τον προβληματισμό μου, ότι η συνεχής ένταση και πολεμική της κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ για κάθε θέμα μάλλον δεν εξυπηρετεί πλέον. Ούτε την κυβέρνηση, ούτε βέβαια τη χώρα. Με αντιμετώπισε με έκπληξη, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε οργή: “Δεν καταλαβαίνεις, βρισκόμαστε σε πόλεμο! Αυτοί κατέστρεψαν τη χώρα και, για να μην ξαναγυρίσουν, πρέπει να τους τελειώσουμε τώρα”».
Η Δεξιά έκανε καιρό να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι έχει χάσει το μονοπώλιο στη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων. Η συντριβή της στις κάλπες το 1981 ήταν γι’ αυτήν ένα σοκ. Κάποια τμήματά της, κυρίως αυτά που λειτουργούσαν στον σκληρό πυρήνα του κράτους (στρατός, σώματα ασφαλείας) φλέρταραν με την εκδοχή της εκτροπής, αλλά τόσο η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, όσο και η παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, δεν επέτρεψαν να εκδηλωθούν κινήσεις υπονόμευσης.
Αλλωστε, και το 1965 (αποστασία) και το 1967 (χούντα) ήταν σχετικά κοντά, κυρίως όμως υπήρχε εκείνο το 60% και βάλε (προσθέτουμε στο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, τα ποσοστά των κομμάτων της ιστορικής Αριστεράς) που δεν άφηνε περιθώρια για δράση στους οπαδούς των ανώμαλων «λύσεων». Η Δεξιά θορυβήθηκε, βρυχήθηκε, κινδυνολόγησε, αλλά προσαρμόστηκε βλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είχε την πρόθεση να υλοποιήσει το ριζοσπαστικό πρόγραμμά του που ήταν κόκκινο πανί για τις οικονομικές ελίτ και τους καθεστωτικούς μηχανισμούς.
Οργάνωσε την αντεπίθεσή της για να επιστρέψει πριν καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να φτιάξει ερείσματα στο κράτος. Απέτυχε. Το ΠΑΣΟΚ θριάμβευσε και στις επόμενες εκλογές. Σιγά- σιγά έχτισε τις δικές του εστίες, οπότε περάσαμε στη φάση του συναινετικού δικομματισμού. Δύο πια οι ιδιοκτήτες. Ανάλογο σοκ με αυτό του 1981 υπέστη η Δεξιά και το 2015. Τότε όμως είχε παρέα. Το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ. Η ριζοσπαστική Αριστερά αξιοποίησε την οικονομική κρίση, στηρίχτηκε στα κινήματα αντίστασης και ανυπακοής και απείλησε τις σταθερές του συστήματος.
Οι ηγετικές ομάδες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ αγωνίστηκαν με πάθος για να το αποτρέψουν. Οταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να αποσοβήσουν το μοιραίο γι’ αυτές αποφάσισαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να μη μακροημερεύσει το εγχείρημα. Η θεωρία της αριστερής παρένθεσης ήταν το πολιτικό κατασκεύασμα, τα άδεια ταμεία που άφησαν ήταν η εφαρμογή στην πράξη. Κινητοποίησαν τους μηχανισμούς τους στο κράτος και με τη βοήθεια της τρόικας, της διαπλοκής, της παρασιτικής ολιγαρχίας, εκμεταλλεύτηκαν τα λάθη και την ατολμία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και ύστερα από τέσσερα χρόνια επανήλθαν στα πράγματα.
Τούτη τη φορά μόνη της η Δεξιά, αφού το ΚΙΝ.ΑΛΛ. δεν χρειάστηκε να δώσει χείρα βοηθείας. Από τον τρόπο που πολιτεύεται η Νέα Δημοκρατία στην οικονομία (σκληρός νεοφιλελευθερισμός), στα εργασιακά (θεσμικός αυταρχισμός), στο Δημόσιο (πελατειακές πρακτικές), στο πεδίο των δικαιωμάτων (περιορισμός και καταστολή), στην πολιτική αντιπαράθεση (δημαγωγία, δολοφονίες χαρακτήρων) φαίνεται πώς δεν έχει ξεπεράσει το σοκ του 2015.
Κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει τετελεσμένα ώστε να μην υπάρξει δεύτερη φορά Αριστερά. Θέλει να πάρει εκδίκηση για τον φόβο που ένιωσε τότε. Αντιγράφω από την ανάρτηση του συναδέλφου Θ. Τσεκούρα στην ιστοσελίδα του «Πρώτου Θέματος» (28-12-2020): «Πριν από λίγες μέρες είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με ένα κυβερνητικό στέλεχος. Του μετέφερα τον προβληματισμό μου, ότι η συνεχής ένταση και πολεμική της κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ για κάθε θέμα μάλλον δεν εξυπηρετεί πλέον. Ούτε την κυβέρνηση, ούτε βέβαια τη χώρα. Με αντιμετώπισε με έκπληξη, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε οργή: “Δεν καταλαβαίνεις, βρισκόμαστε σε πόλεμο! Αυτοί κατέστρεψαν τη χώρα και, για να μην ξαναγυρίσουν, πρέπει να τους τελειώσουμε τώρα”».