Το μορατόριουμ
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-04-03
Στη Βρετανία η κυβέρνηση ζήτησε από τη Βουλή των Κοινοτήτων να εγκρίνει ένα νομοσχέδιο για την παράταση του λοκντάουν, με το σκεπτικό ότι ναι μεν τα πράγματα πηγαίνουν καλά λόγω του εμβολιασμού, αλλά ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει εντελώς και μια νέα ανάφλεξη πρέπει να αποκλειστεί πάση θυσία. Μια ομάδα βουλευτών του συντηρητικού κόμματος, πιο συγκεκριμένα εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται νεοφιλελεύθεροι και κατ’ αρχήν αντίθετοι σε κάθε παρέμβαση του κράτους, καταψήφισαν το νομοσχέδιο, το οποίο όμως πέρασε άνετα επειδή οι Εργατικοί, με λίγες εξαιρέσεις, τάχθηκαν υπέρ. Μήπως αυτό μας λέει κάτι για το μορατόριουμ που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖA;
Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι στη Βρετανία, ίσως και σε άλλες χώρες που δεν γνωρίζω, ισχύει ένα άτυπο μορατόριουμ από τότε που χτύπησε συναγερμός για τον Covid-19. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται ως εξής: η αντιπολίτευση χαμηλώνει τους τόνους ως προς το θέμα της πανδημίας χωρίς να απεμπολήσει το δικαίωμα να επικρίνει την κυβέρνηση όταν κρίνει ότι σφάλλει –και η κυβέρνηση του Τζόνσον ευθύνεται για εγκληματικά λάθη–, αλλά το κάνει χωρίς υστερίες, ενώ ταυτόχρονα δεν λέει «όχι» σε όλα, επιδεικνύοντας ένα αίσθημα ευθύνης. Δηλαδή αποφεύγει να δώσει την εντύπωση ότι έχει λυμένο το ζωνάρι της για καβγά σε μια προσπάθεια να επωφεληθεί μικροκομματικά από το κακό που μας βρήκε.
Θα ήταν δυνατό κάτι ανάλογο να γίνει και στην Ελλάδα; Η απάντηση έχει δοθεί και είναι αρνητική εφόσον η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Και ο λόγος είναι απλός: δυστυχώς το μορατόριουμ δεν συμφέρει ούτε την κυβέρνηση ούτε την αντιπολίτευση. Και λέω «δυστυχώς» επειδή πιστεύω ότι θα μπορούσε να βοηθήσει, αν εκτιμούσαμε σωστά τη θετική πλευρά του.
Αν δηλαδή το θεωρούσαμε βάση για περαιτέρω επεξεργασία και συζήτηση για να αναδειχθούν τα επιμέρους στοιχεία του, επί των οποίων οι απόψεις συμπίπτουν, έχοντας πάντα κατά νου ότι το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι η περιορισμένη χρονικά ισχύς του και το εύρος της εφαρμογής του που περιορίζεται στο πρόβλημα της πανδημίας. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για κυβέρνηση εθνικής ενότητας αλλά για ανακωχή μεταξύ αντιπάλων με ημερομηνία λήξης, η οποία επιβάλλεται από τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τα υπόλοιπα, αν υπήρχε καλή θέληση και κυρίως πολιτική βούληση, θα βρίσκονταν.
Αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και το λέω γιατί, κατά τη γνώμη μου, τόσο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και η απόρριψή της από την κυβέρνηση ήταν ελιγμοί στο πεδίο μιας μάχης, την οποία και οι μεν και οι δε θέλουν με κάθε μέσο να κερδίσουν.
Για να αρχίσουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ, η πρόταση κατά πάσα πιθανότητα έγινε για να απορριφθεί. Διότι η απόρριψη του λύνει τα χέρια για να καταγγέλλει ακόμα πιο μεγαλόφωνα οτιδήποτε κάνει η κυβέρνηση. Δηλαδή, για να καρπωθεί κομματικά τη δυσφορία που όλοι αισθανόμαστε σε μια εποχή όπου δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις, για να χαϊδεύει τα αυτιά εκείνων που αρνούνται να τηρήσουν τα μέτρα επειδή η κυβέρνηση φταίει για όλα, για να καλεί εν μέσω πανδημίας τον λαό να βγει στους δρόμους κάθε μέρα με την ελπίδα ότι κάποιοι αστυνομικοί θα χρησιμοποιήσουν υπερβολική βία, όπως το συνηθίζουν, με αποτέλεσμα να γίνουν κι άλλες πορείες διαμαρτυρίας και πάει λέγοντας, μέχρι να γεμίσουν ξανά οι πλατείες με αγανακτισμένους. Περασμένα μεγαλεία…
Από την άλλη μεριά, εικάζω ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, λαμβάνοντας υπόψη του τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν καθαρά ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν συγκινούνται από τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και από το γενικότερο μπάχαλο, δεν έχει την πρόθεση να συναινέσει σε ένα μορατόριουμ, το οποίο θα αποτελούσε σαφή ένδειξη ενηλικίωσης και σοβαρότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα ήταν το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για τη Νέα Δημοκρατία. Γιατί λοιπόν ο πρωθυπουργός να αλλάξει μια κατάσταση που τον συμφέρει; Και δεδομένου ότι το όνειρο κάθε πολιτικού είναι η εξουσία, θα συνεχίσει να καλλιεργεί την εικόνα ήρεμου και αποτελεσματικού ηγέτη που αποφεύγει τις υστερίες και τις ακρότητες.
Ετσι λοιπόν, εκτός απροόπτου, θα πάμε μέχρι τις εκλογές, όποτε γίνουν. Ακόμα κι όταν επιστρέψουμε σε κάποια μορφή κανονικότητας, πάντα θα βρίσκεται κάτι που θα μας διχάζει με αυτόν τον τόσο ελληνικό τρόπο. Κι επειδή συνηθίζουμε να κατηγορούμε για όλα τους πολιτικούς, αν δεν μας αρέσουν τα έργα που ανεβάζουν, πώς εξηγείται το γεγονός ότι γεμίζουν τα θέατρά τους με θεατές που τους χειροκροτούν κατενθουσιασμένοι από την παράσταση;