Δένδιας και Τσαβούσογλου ικανοποίησαν εθνικά ακροατήρια. Και τώρα;
Νίκος Μπίστης, iEidiseis, Δημοσιευμένο: 2021-04-17
Στην πολιτική έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται. Αυτό ισχύει δυο φορές για την εξωτερική πολιτική. Αν θεωρήσουμε ότι αυτά που λέγονται δημόσια γίνονται κιόλας , είναι εύλογα τα ερωτήματα που θέτει η Εφημερίδα των Συντακτών στο χτεσινό κύριο άρθρο της: «Γιατί πήγε ο Δένδιας στην Άγκυρα; Για να τους τα πει σε τουρκικό έδαφος; Κερδίσαμε κάτι από αυτό ως χώρα; Θα φέρει κάτι θετικό ο Νίκος Δένδιας για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων πάνω στα καίρια ζητήματα που χωρίζουν τις δυο χώρες ή μείναμε εκεί που ήμασταν;».
Νομίζω ότι η στασιμότητα είναι η καλή εκδοχή, το ερώτημα που θα απαντηθεί οσονούπω είναι αν υπήρξε οπισθοδρόμηση. Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα αν ξεφύγουμε από τα κλισέ του ελληνικού και του τουρκικού τύπου για «σκληρή απάντηση στις προκλήσεις μέσα στην Άγκυρα» και «απάντηση χαστούκι του Τσαβούσογλου».
Υπερθερμαίνουν έτσι ένα έτοιμο από καιρό ακροατήριο, αλλά δεν απαντούν στο ερώτημα αν υπάρχει άλλος δρόμος από την εμμονή στον διάλογο και την συνεννόηση για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Και οι δύο πλευρές μέσα από τα δόντια τους ισχυρίζονται ότι ο διάλογος θα συνεχιστεί, όμως η εικόνα των δύο Υπουργών να διαπληκτίζονται σαν σε τηλεοπτικό debate παρέπεμπε σε άλλες κατευθύνσεις. Και η δημόσια εκτός ορίων αντιπαράθεση, ανεξαρτήτως προθέσεων, τροφοδοτεί τον φανατισμό και αντικειμενικά πριμοδοτεί τους οπαδούς της σχολής της ακινησίας.
Όλους αυτούς που δεν θέλουν « διάλογο με πειρατές» ή θεωρούν ότι ο διάλογος οδηγεί σε εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ούτε άμοιρο συνεπειών ότι όλοι αυτοί πανηγυρίζουν για την έκβαση και την εκλαμβάνουν ως δικαίωση των απόψεων τους.
Με πιο χαρακτηριστική και με πολλούς αποδέκτες την διχαστική αντίδραση του Πάνου Καμμένου που δήλωσε (διατηρώ την στίξη): «Ο Έλληνας ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας σήμερα απάντησε εκ μέρους όλων των Ελλήνων επιτέλους απομονώστε τα αποβράσματα του Σημίτη και του ΕΛΙΑΜΕΠ και τουλάχιστον στα Εθνικά θέματα να υπάρχει μια φωνή ανεξάρτητα κομμάτων μπράβο Νίκο.» Άλλοι εκφράστηκαν πιο κόσμια αλλα στο ίδιο μοτίβο εθνικής έξαρσης , όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης που συμπέρανε από τον τηλεοπτικό καυγά ότι «η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει αλλάξει τα δεδομένα δεκαετιών και η Τουρκία πλέον ξέρει ότι απέναντι της έχει μια Ελλάδα που δεν την φοβάται. Μπράβο μπράβο-μπράβο!»
Ακριβώς για να μην τροφοδοτούνται ακραίες αντιδράσεις και ανελαστικότητες όταν ο διάλογος είναι σε εξέλιξη, ο κανόνας στην διπλωματία είναι δημόσια να επιλέγονται μετριοπαθείς και ουδέτερες εκφράσεις (πχ οι συζητήσεις διεξήχθησαν σε καλό κλίμα).
Ακροθιγώς να γίνεται αναφορά στις υπαρκτές διαφορές η δε σκληρή αντιπαράθεση και ο όποιος συμβιβασμός να γίνονται στις κατ ιδίαν συζητήσεις. Δεν πρόκειται για υποκριτικό καθωσπρεπισμό αλλά για δοκιμασμένη συνταγή στον βαθμό βεβαίως που και οι δύο πλευρές επιδιώκουν να βρεθεί τελικά λύση. Εδώ επελέγη το αντίστροφο. Πληροφορηθήκαμε και από τις δυο πλευρές ότι το κλίμα στις κατ ιδίαν συναντήσεις Ερντογάν -Δένδια και Δένδια-Τσαβούσογλου ήταν καλό αλλά στην συνέντευξη τύπου έγινε σύγκρουση για θέματα που ανήκουν στην ατζέντα των εν εξελίξει διερευνητικών συνομιλιών.
Για αυτούς τους λόγους από την πρώτη στιγμή του θερμού τηλεοπτικού επεισοδίου ανέκυψε το ερώτημα για τον βαθμό προσυννενόησης Μητσοτάκη-Δένδια.. Υπό φυσιολογικές συνθήκες και μόνο το ερώτημα λογικά θα έπρεπε να είναι στην σφαίρα του αδιανόητου. Ο ΥΠΕΞ οιασδήποτε χώρας εφαρμόζει κατά γράμμα την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και του επικεφαλής πρωθυπουργού. Αλλιώς πάει ή τον στέλνουν σπίτι του. Μόνο που πολλά αδιανόητα παρατηρούνται τελευταία στο οικοσύστημα της ΝΔ και ιδιαίτερα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η δε αγωνία του Μαξίμου να μας πείσει με σπασμωδικές κινήσεις, αλλεπάλληλες διαρροές και κατ’ ιδίαν «θριαμβευτικά» τετ α τετ ότι αρχιτέκτονας του επεισοδίου ήταν ο πρωθυπουργός και όχι ο ΥΠΕΞ, τροφοδότησε αντί να διασκεδάσει τις υποψίες περί του αδιανόητου.
Φοβάμαι ότι η αλήθεια είναι κάπου στην μέση και αυτό μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο γιατί αναδεικνύει ακριβώς την απουσία ολοκληρωμένης στρατηγικής και σχεδίου από μέρους της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά την πολεμική του στην συνθήκη των Πρεσπών σταδιακά απομακρύνθηκε – χωρίς όμως και να αποκοπεί τελείως – από τις θέσεις της σχολής του ενεργού διαλόγου και της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω του οδικού χάρτη με τρεις σταθμούς : διάλογος, συνεννόηση, Χάγη.
Στο εσωτερικό της ΝΔ δίπλα στον Αντώνη Σαμαρά προστέθηκε με εμφανή τρόπο το τελευταίο διάστημα ο Κώστας Καραμανλής ενώ και πολλοί εσωκομματικοί σύμμαχοι του πρωθυπουργού -προερχόμενοι κυρίως από την άκρα δεξιά - είναι οπαδοί της σχολής της ακινησίας. Τις παραμονές της επίσκεψης όλοι αυτοί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο , είχαν τοποθετηθεί από αρνητικά έως επιφυλακτικά στην πιθανότητα ενός εποικοδομητικού ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Όλο αυτό το κλίμα αποτυπώθηκε στην ταλάντευση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού στο θέμα πρώτα των διερευνητικών, ενώ η πίεση κορυφώθηκε εν όψει της επίσκεψης Δένδια και των πληροφοριών για επικείμενη συνάντηση κορυφής Μητσοτάκη Ερντογάν.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αντικρουόμενων απόψεων και επιθυμιών και συνεχούς ταλάντευσης ανάμεσα στις δύο σχολές στην εξωτερική πολιτική, πήγε ο Δένδιας στην Άγκυρα. Το τι ακριβώς συνέβη και αν υπερέβη εντολές θα φανεί το επόμενο διάστημα. Είναι πολύ πιθανό να είχε μια γενική κατεύθυνση να απαντήσει αν προκληθεί και να παραβίασε τον κανόνα της αναλογικότητας. Η αναφορά Τσαβούσογλου στην τουρκική μειονότητα της Θράκης συνιστά συνήθη πρόκληση τα τελευταία πολλά χρόνια που μπορούσε να απαντηθεί με την συνήθη επίσης από μέρους μας επίκληση της Συνθήκης της Λοζάνης. Όλα τα υπόλοιπα και από τις δυο πλευρές ήταν αντικείμενο των εν εξελίξει συζητήσεων και όχι της κοινής συνέντευξης τύπου.
Επί της ουσίας υπάρχουν μπροστά μας δυο crachtests στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και μια εν εξελίξει παγκόσμια κρίση στην Ουκρανία που η έκβαση της εμμέσως πλην σαφώς αφορά στην Τουρκιά και στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι η συνέχιση των διερευνητικών επαφών σε συνάρτηση με μια πιθανή συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν. Επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού από την δημόσια αντιπαράθεση Τσαβούσογλου Δένδια πληροφορηθήκαμε – όχι ότι εμείς δεν το ξέραμε – την πλήρη ατζέντα των συζητήσεων που τώρα διεξάγονται.
Το δεύτερο είναι η πενταμερής για το Κυπριακό. Η Τουρκία έκανε λόγο για «συζήτηση με πνεύμα ανοιχτό και ελεύθερο» προωθώντας ουσιαστικά την διχοτομική λύση των δύο κρατών. Η απάντηση του κ. Δένδια για λύση διζωνικής- δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι ημιτελής. Αν δεν συνοδευτεί με τον sinequanon όρο της πολιτικής ισότητας ανάμεσα στις δύο κοινότητες – τον οποίο αρνείται πεισματικά ο Πρόεδρος Αναστασιάδης- τότε θα ανοίξει ο δρόμος για «νέες ιδέες» που είναι τόσο παλιές όσο ο Ντενκτάς. Δηλαδή ο δρόμος προς την dejure διχοτόμηση.
Όσοι τέλος νομίζουν ότι η Δύση, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αμετάθετα κατά της Τουρκίας λόγω S 400 και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ας προσέξουν τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Η Τουρκία έχει ταχθεί με την Ουκρανία και με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει τον ρόλο συμμάχου του ΝΑΤΟ στην αντιπαράθεση με την Ρωσία. Ελπίζει ότι τα πράγματα δεν θα φτάσουν σε σύγκρουση αλλά σε ένα μεγάλο συμβιβασμό του οποίου η ίδια θα αποτελεί μέρος ως χώρα μέλος του ΝΑΤΟ με στενές ταυτοχρόνως σχέσεις και συμφέροντα με την Μόσχα.
Σε κάθε περίπτωση δεν θα εξαρτήσει η Δύση την στάση της απέναντι στην Άγκυρα μόνο ούτε κυρίως με γνώμονα τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Διακυβεύονται σημαντικότερα πράγματα. Άρα είναι αναγκαίο παράλληλα με την πάγια επιδίωξη μας για μετατροπή των ελληνοτουρκικών διαφορών σε ευρωτουρκικές να μένει ανοικτός και ουσιαστικός ο δρόμος του κατ’ ευθείαν διαλόγου με την Τουρκία.