Ανοιγμα Ερντογάν σε Μπάιντεν
Θόδωρος Τσίκας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-05-28
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η Τουρκία αποτελεί τμήμα της «Δύσης». Με τις ιδιαιτερότητές της φυσικά, αλλά ανήκει σε όλους τους δυτικούς θεσμούς και οργανισμούς. Πρώτα από όλα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), συνδεδεμένη χώρα με την ΕΕ από τη δεκαετία του ʼ60 και υποψήφια προς ένταξη κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ είναι κομβικής σημασίας. Τόσο οι οικονομικές - εμπορικές σχέσεις, όσο και οι σχέσεις στον τομέα της άμυνας, με στρατιωτικές βάσεις κ.ά., ήταν και είναι ανεπτυγμένες.
Γενικά, ο πρόεδρος Ερντογάν δεν έχει αποφασίσει να απομακρύνει την Τουρκία από τη Δύση. Ομως θεωρεί ότι η Τουρκία, όντας μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη (σε Μαύρη Θάλασσα, Καύκασο και Κεντρική Ασία, Ανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και Ερυθρά Θάλασσα, Βόρεια Αφρική) μπορεί να ανήκει σε δυτικούς οργανισμούς, αλλά με ελευθερία κινήσεων. Δηλαδή ότι αυτό δεν την αποκλείει από το να κάνει παιχνίδι και με άλλους παράγοντες: Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Κατάρ κ.λπ. Αυτό ήταν εύκολο επί προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ, καθώς η Αμερική είχε απότομα αποσυρθεί από τις διεθνείς υποθέσεις και δεσμεύσεις της. Με την εκλογή Μπάιντεν και την επαναφορά των ΗΠΑ στο διεθνές πεδίο, τα πράγματα αλλάζουν. Οι συνθήκες γίνονται ακόμα πιο «δύσκολες», από τη στιγμή που η νέα ηγεσία των ΗΠΑ επιδιώκει να διαμορφώσει έναν συνασπισμό με Ευρωπαϊκή Ενωση και άλλους δυτικούς παίκτες, για την ανάσχεση της επιρροής των αυταρχικών καθεστώτων της Ρωσίας και της Κίνας. Στον νέο αυτόν ανταγωνισμό δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για «ενδιάμεση στάση» μεμονωμένων χωρών. Επίσης ο πρόεδρος Ερντογάν κάνει το τελευταίο διάστημα μια συνολική επαναπροσέγγιση με τη Δύση. Αυτό πράττει με την ΕΕ, προωθώντας τη λεγόμενη «θετική ατζέντα» στις σχέσεις τους, και βεβαίως με τις ΗΠΑ. Η διαφωνία για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ, γεγονός που έχει επαναληφθεί στο παρελθόν και από άλλες δυτικές χώρες, ή η αυστηρή κριτική του κ. Ερντογάν στη στάση του κ. Μπάιντεν για το Μεσανατολικό, που του δίνει ευρεία υποστήριξη στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και στις κοινωνίες αρκετών μουσουλμανικών χωρών, δεν μπορούν να αναστείλουν την τάση αυτή. Αλλά ούτε η νέα ηγεσία των ΗΠΑ, παρά την κριτική που ασκεί στον πρόεδρο της Τουρκίας, κυρίως για το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών, έχει αποφασίσει να αφήσει την Τουρκία να απομακρυνθεί από τη Δύση. Κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη αποτυχία για την εξωτερική πολιτική οποιασδήποτε αμερικανικής κυβέρνησης.
Ηδη, ο νέος αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν δήλωνε στις 23/11/2020: «Η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ, όσον αφορά τις δεσμεύσεις της, τη γεωγραφική της θέση και τα συμφέροντά της. Είναι μια εξαιρετικά σημαντική χώρα και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, καθίσταται σημαντική σε οποιοδήποτε ζήτημα, σύγκρουση ή πρωτοβουλία». Οπωσδήποτε το θέμα της ενίσχυσης της τουρκικής οικονομίας, η ανάγκη να συνεχιστεί η προμήθεια της Τουρκίας σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και ανταλλακτικά από τις ΗΠΑ, η εξελισσόμενη δίκη της τουρκικής τράπεζας HALK BANK σε αμερικανικό δικαστήριο, παίζουν ρόλο για την επαναπροσέγγιση αυτή. Αλλά δεν πρέπει να μείνουμε σε αυτά. Τα θέματα είναι κατά πολύ ευρύτερα. Η προσεχής συνάντηση των πρόεδρων Μπάιντεν και Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο, θα είναι καθοριστική. Σίγουρα θα αρχίσουν να «ρίχνονται οι γέφυρες», ώστε να προετοιμαστεί το πεδίο και η κοινή γνώμη.
Το θέμα δεν είναι το αν, αλλά με ποιους όρους θα γίνει αυτή η επαναπροσέγγιση. Το βέβαιο είναι ότι η ειδική σχέση που υπήρχε επί προεδρίας Τραμπ δεν θα επαναληφθεί. Στην Ελλάδα εναπόκειται να προχωρήσει με θάρρος, ειλικρίνεια και ρεαλισμό στην απευθείας επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων (ή και Χάγης), χωρίς να εναποθέτει τις ελπίδες της σε κάποια «απομόνωση της Τουρκίας» ή σε δήθεν «ραπίσματα» στον Ερντογάν από ΗΠΑ και ΕΕ.