Η δικαστική οδός και τα όριά της
Αλέξης Ηρακλείδης, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-06-04
Η δικαστική οδός (Χάγη, Διαιτητικό Δικαστήριο, κ.ά.) είναι μία από τις μορφές ειρηνικής επίλυσης για περιπτώσεις όπως αυτές του Αιγαίου. Η προσφυέστερη άλλη μέθοδος είναι οι διαπραγματεύσεις (όπως έγινε με την υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας). Επίσης επίλυση έχει επέλθει με συνδυασμό διαπραγματεύσεων και δικαστικής οδού (π.χ. υφαλοκρηπίδα Β. Θάλασσας), επίσης και με συνδιαλλαγή (που μοιάζει με δικαστική μέθοδο, αλλά δεν είναι).
Στο Αιγαίο η δικαστική οδός είναι καταλληλότερη κυρίως για την υφαλοκρηπίδα -που είναι η κατ’ εξοχήν ανοικτή νομική διαφορά -και όχι τόσο για τις άλλες διαφορές (αιγιαλίτιδα ζώνη, εναέριος χώρος, στρατιωτικοποίηση).
Από την άλλη δεν είναι εύκολο να επιλεγεί η οδός αυτή -ακριβέστερα η οδός της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών- μόνο για ένα θέμα, σαν να μην υπάρχουν άλλες εξίσου σημαντικές διαφορές στο Αιγαίο. Επιπλέον η υφαλοκρηπίδα είναι αλληλένδετη με την αιγιαλίτιδα ζώνη, συγκεκριμένα με το εύρος της.
Πέρα από τα προφανή πλεονεκτήματα της δικαστικής οδού (επίλυση της διαφοράς, τελεσίδικη απόφαση δεσμευτική, κ.λπ.) υπάρχουν και προφανή μειονεκτήματα, κυρίως τα εξής:
1. Σε αντίθεση με τις πολιτικές μεθόδους επίλυσης, με την δικαστική οδό ένα τρίτο μέρος αποφασίζει και μάλιστα τελεσίδικα και όχι τα ίδια τα κυρίαρχα κράτη, για ένα θέμα ζωτικής γι’ αυτά σημασίας.
2. Η τυπική νομική φύση της όλης διαδικασίας και της επίλυσης δύσκολα μπορεί να αγγίξει την αμοιβαία αίσθηση απειλής, επιθετικότητας και επεκτατισμού (στο Αιγαίο «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη») και την αίσθηση γοήτρου των δύο χωρών, που αποτελούν και τους βαθύτερους λόγους της αντιπαλότητας σε τέτοιες ιστορικές διενέξεις.
Γι’ αυτό και η δικαστική οδός επιλέγεται κυρίως από χώρες που έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Δεν επιλέγεται και δεν συνιστάται για χώρες όπως η Ελλάδα και η Τουρκία με τέτοιο επίπεδο αμοιβαίας παρανόησης και καχυποψίας, όπως αυτές που είδαμε πρόσφατα με το επεισόδιο της αεροπορικής σύγκρουσης.
3. Με μία δικαστική προσφυγή η διένεξη «παγώνει». Η δικαστική νίκη γίνεται αυτοσκοπός, αποκτώντας τη δική της αδυσώπητη δυναμική, μη επιτρέποντας στα δύο μέρη να επανατοποθετηθούν στη διαφορά και να φανούν πιο συμβιβαστικά. Η εκδίκαση είναι από μόνη της μορφή αντιπαράθεσης που επιτείνει την αντιπαλότητα.
4. Ολες οι εκδικάσεις είναι εξ ορισμού απρόβλεπτες. Αν η απόφαση ενός διεθνούς δικαστηρίου θεωρηθεί άδικη και μεροληπτική αυτό δεν θα συμβάλει στην εκτόνωση της κρίσης ή στην επίλυση της ευρύτερης διαφοράς και ίσως οδηγήσει στην αναμόχλευση και άλλων διαφορών προκειμένου να «ισοφαρίσει» το μέρος που θεωρεί ότι αδικήθηκε στο συγκεκριμένο επί μέρους θέμα.
Ειδικότερα για την υφαλοκρηπίδα, με βάση τη μέχρι τώρα διεθνή νομολογία, τα νησιά και η ηπειρωτική ακτογραμμή δεν έχουν -και πολύ σωστά- την ίδια βαρύτητα (πλην για νησιωτικές χώρες ή χώρες αρχιπελάγη). Αρα στην Τουρκία θα δινόταν ποσοστό υφαλοκρηπίδας περίπου 25-30%, δηλαδή πολύ περισσότερο απ’ αυτό που αναμένουν οι περισσότεροι Ελληνες (παραπληροφορημένοι καθώς είναι από την ανεύθυνη εθνικιστική ρητορεία που επικρατεί εδώ και τρεις δεκαετίες).
Από την άλλη η κρυφή γοητεία της Χάγης είναι το γεγονός ότι ένα τρίτο μέρος είναι που παίρνει την τελική απόφαση. Ετσι κανονικά τα διάδικα κράτη δεν μπορούν να κατηγορηθούν ως υπεύθυνα από την κοινή τους γνώμη για ένα τυχόν δυσμενές ή όχι απόλυτα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Αλλά εδώ είναι Βαλκάνια. Μπορούν Ελλάδα και Τουρκία να κατηγορηθούν και πάλι ως «εθνικοί μειοδότες» και να πέσουν κυβερνήσεις, επειδή δεν υπερασπίσθηκαν με τον καλύτερο και πιο ευρηματικό τρόπο τις εθνικές θέσεις στη Χάγη ή κακώς επέλεξαν την εν λόγω διαδικασία.
Καταλήγοντας, η συνολική λύση θα βρεθεί, νομίζω, μόνο με διάλογο και διαπραγματεύσεις και κατ’ εξαίρεση και παραλλήλως με τη δικανική οδό, αν κριθεί απαραίτητη και εννοείται στα πολύ στενά πλαίσια που θα τεθούν από το σχετικό συνυποσχετικό (π.χ. 6 μίλια και όχι βέβαια 12, ευθυδικία, κ.λπ.).
* Ο ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Στο Αιγαίο η δικαστική οδός είναι καταλληλότερη κυρίως για την υφαλοκρηπίδα -που είναι η κατ’ εξοχήν ανοικτή νομική διαφορά -και όχι τόσο για τις άλλες διαφορές (αιγιαλίτιδα ζώνη, εναέριος χώρος, στρατιωτικοποίηση).
Από την άλλη δεν είναι εύκολο να επιλεγεί η οδός αυτή -ακριβέστερα η οδός της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών- μόνο για ένα θέμα, σαν να μην υπάρχουν άλλες εξίσου σημαντικές διαφορές στο Αιγαίο. Επιπλέον η υφαλοκρηπίδα είναι αλληλένδετη με την αιγιαλίτιδα ζώνη, συγκεκριμένα με το εύρος της.
Πέρα από τα προφανή πλεονεκτήματα της δικαστικής οδού (επίλυση της διαφοράς, τελεσίδικη απόφαση δεσμευτική, κ.λπ.) υπάρχουν και προφανή μειονεκτήματα, κυρίως τα εξής:
1. Σε αντίθεση με τις πολιτικές μεθόδους επίλυσης, με την δικαστική οδό ένα τρίτο μέρος αποφασίζει και μάλιστα τελεσίδικα και όχι τα ίδια τα κυρίαρχα κράτη, για ένα θέμα ζωτικής γι’ αυτά σημασίας.
2. Η τυπική νομική φύση της όλης διαδικασίας και της επίλυσης δύσκολα μπορεί να αγγίξει την αμοιβαία αίσθηση απειλής, επιθετικότητας και επεκτατισμού (στο Αιγαίο «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη») και την αίσθηση γοήτρου των δύο χωρών, που αποτελούν και τους βαθύτερους λόγους της αντιπαλότητας σε τέτοιες ιστορικές διενέξεις.
Γι’ αυτό και η δικαστική οδός επιλέγεται κυρίως από χώρες που έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους. Δεν επιλέγεται και δεν συνιστάται για χώρες όπως η Ελλάδα και η Τουρκία με τέτοιο επίπεδο αμοιβαίας παρανόησης και καχυποψίας, όπως αυτές που είδαμε πρόσφατα με το επεισόδιο της αεροπορικής σύγκρουσης.
3. Με μία δικαστική προσφυγή η διένεξη «παγώνει». Η δικαστική νίκη γίνεται αυτοσκοπός, αποκτώντας τη δική της αδυσώπητη δυναμική, μη επιτρέποντας στα δύο μέρη να επανατοποθετηθούν στη διαφορά και να φανούν πιο συμβιβαστικά. Η εκδίκαση είναι από μόνη της μορφή αντιπαράθεσης που επιτείνει την αντιπαλότητα.
4. Ολες οι εκδικάσεις είναι εξ ορισμού απρόβλεπτες. Αν η απόφαση ενός διεθνούς δικαστηρίου θεωρηθεί άδικη και μεροληπτική αυτό δεν θα συμβάλει στην εκτόνωση της κρίσης ή στην επίλυση της ευρύτερης διαφοράς και ίσως οδηγήσει στην αναμόχλευση και άλλων διαφορών προκειμένου να «ισοφαρίσει» το μέρος που θεωρεί ότι αδικήθηκε στο συγκεκριμένο επί μέρους θέμα.
Ειδικότερα για την υφαλοκρηπίδα, με βάση τη μέχρι τώρα διεθνή νομολογία, τα νησιά και η ηπειρωτική ακτογραμμή δεν έχουν -και πολύ σωστά- την ίδια βαρύτητα (πλην για νησιωτικές χώρες ή χώρες αρχιπελάγη). Αρα στην Τουρκία θα δινόταν ποσοστό υφαλοκρηπίδας περίπου 25-30%, δηλαδή πολύ περισσότερο απ’ αυτό που αναμένουν οι περισσότεροι Ελληνες (παραπληροφορημένοι καθώς είναι από την ανεύθυνη εθνικιστική ρητορεία που επικρατεί εδώ και τρεις δεκαετίες).
Από την άλλη η κρυφή γοητεία της Χάγης είναι το γεγονός ότι ένα τρίτο μέρος είναι που παίρνει την τελική απόφαση. Ετσι κανονικά τα διάδικα κράτη δεν μπορούν να κατηγορηθούν ως υπεύθυνα από την κοινή τους γνώμη για ένα τυχόν δυσμενές ή όχι απόλυτα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Αλλά εδώ είναι Βαλκάνια. Μπορούν Ελλάδα και Τουρκία να κατηγορηθούν και πάλι ως «εθνικοί μειοδότες» και να πέσουν κυβερνήσεις, επειδή δεν υπερασπίσθηκαν με τον καλύτερο και πιο ευρηματικό τρόπο τις εθνικές θέσεις στη Χάγη ή κακώς επέλεξαν την εν λόγω διαδικασία.
Καταλήγοντας, η συνολική λύση θα βρεθεί, νομίζω, μόνο με διάλογο και διαπραγματεύσεις και κατ’ εξαίρεση και παραλλήλως με τη δικανική οδό, αν κριθεί απαραίτητη και εννοείται στα πολύ στενά πλαίσια που θα τεθούν από το σχετικό συνυποσχετικό (π.χ. 6 μίλια και όχι βέβαια 12, ευθυδικία, κ.λπ.).
* Ο ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.