Το κόμμα των συναισθημάτων
Γιώργος Σιακαντάρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-07-04
Ξεκίνησε χθες η προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι διοργανωτές της διατείνονται πως σʼ αυτήν θα συζητηθούν θέματα που αφορούν τον οδικό χάρτη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είμαι όμως σίγουρος πως μια ερώτηση- φάντασμα πλανάται πάνω από το Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας που πραγματοποιείται η Συνδιάσκεψη. Και το φάντασμα είναι η ερώτηση για το πόσο καιρό ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθεί να είναι κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Βεβαίως κανείς λογικός δεν αμφισβητεί πως στις επόμενες εκλογές θα εξακολουθεί να είναι αξιωματική αντιπολίτευση. Είναι όμως πιο δύσκολη η απάντηση στο τι θα είναι στις μεθεπόμενες. Και σίγουρα λίγοι είναι αυτοί που θα στοιχημάτιζαν πως θα είναι κυβέρνηση.
Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται απέναντι σʼ αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα; Γιατί δεν έχουμε εδώ τη βεβαιότητα των εκλογικών αναμετρήσεων 1981-2009, όπου τότε ήταν σίγουρο πως η αξιωματική αντιπολίτευση κάποια στιγμή θα γινόταν κυβέρνηση και η κυβέρνηση αξιωματική αντιπολίτευση; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αν και προσπάθησε να γίνει ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να είναι ΠΑΣΟΚ, όσα στελέχη και ψηφοφόροι απʼ αυτό και να ήρθαν στο κόμμα της «ριζοσπαστικής Αριστεράς»; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ, παρόλο που και αυτός αποτελεί όπως και αυτό μια «ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία».
Καταρχάς να διευκρινίσω πως κατʼ εμέ οι μεγάλες δυσκολίες για την ερμηνεία του ΣΥΡΙΖΑ προέρχονται από το μεθοδολογικό κλειδί που επέλεξαν οι περισσότεροι αναλυτές. Η έννοια του εθνικολαϊκισμού όχι μόνο δεν ερμηνεύει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και δεν βοηθά στη σημερινή αποκωδικοποίησή του. Παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις του κ. Τσίπρα για την Ακρόπολη που αυτός αντικρίζει από το γραφείο του, ενώ η Μέρκελ κοιτά το Ράιχσταγκ και τα περί «όχι και τόσο Ελλήνων» για εκείνους που ψήφισαν μνημόνια, ο εθνικισμός δεν είναι το μείζον χαρακτηριστικό του. Ενώ ο υπαρκτός του λαϊκισμός δεν έχει πολλά να ζηλέψει από τον λαϊκισμό της περιόδου της μεταπολίτευσης, από τον λαϊκισμό των «μη προνομιούχων», του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ και της μακεδονομάχου ΝΔ των Ζαππείων. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως είναι το κόμμα της συναισθηματικής συμπεριφοράς. Ούτε ο λαϊκισμός, ούτε οι «πατριωτικές» φωνές σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στηρίχθηκαν αποκλειστικά στο συναίσθημα. Το χρησιμοποίησαν, αλλά το μεγαλύτερο όπλο τους ήταν η διαχειριστική τους ικανότητα να αντιμετωπίζουν καταστάσεις που υπερέβαιναν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Είναι τυχαίο που το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε, όταν οι πολίτες άρχισαν να αμφισβητούν τη διαχειριστική του ικανότητα; Είναι τυχαίο που η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει ακόμη ελάχιστη φθορά, αφού ακόμη πείθει πως διατηρεί αυτήν την ικανότητα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία όχι γιατί έπεισε για τη διαχειριστική του ικανότητα, αλλά γιατί έπαιξε με το συναίσθημα και τη συγκίνηση. Ο αριστερός, ο ριζοσπαστικός, ο αντιμνημονιακός, ο λαϊκιστικός, ο ΣΥΡΙΖΑ των δυο ψυχών ήταν πρωτίστως το κόμμα των ανορθολογικών συναισθημάτων. Και τα κόμματα της «συναισθηματικής συμπεριφοράς» (Μαξ Βέμπερ) δεν μετατρέπονται εύκολα σε κόμματα της ορθολογικής συμπεριφοράς και διαχείρισης. Παραμένουν κόμματα Ιανοί, κόμματα δυο ψυχών, των οποίων η μια είναι ο «ρεαλισμός» και η δεύτερη παραμένει εγκλωβισμένη στα συναισθηματικά ψέματά της. Καθόλου τυχαία επομένως που την προγραμματική Συνδιάσκεψη και την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ απασχολεί το πώς το κόμμα θα επανέλθει στην εξουσία και όχι το πώς θα αλλάξει.
Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται απέναντι σʼ αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα; Γιατί δεν έχουμε εδώ τη βεβαιότητα των εκλογικών αναμετρήσεων 1981-2009, όπου τότε ήταν σίγουρο πως η αξιωματική αντιπολίτευση κάποια στιγμή θα γινόταν κυβέρνηση και η κυβέρνηση αξιωματική αντιπολίτευση; Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αν και προσπάθησε να γίνει ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να είναι ΠΑΣΟΚ, όσα στελέχη και ψηφοφόροι απʼ αυτό και να ήρθαν στο κόμμα της «ριζοσπαστικής Αριστεράς»; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ, παρόλο που και αυτός αποτελεί όπως και αυτό μια «ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία».
Καταρχάς να διευκρινίσω πως κατʼ εμέ οι μεγάλες δυσκολίες για την ερμηνεία του ΣΥΡΙΖΑ προέρχονται από το μεθοδολογικό κλειδί που επέλεξαν οι περισσότεροι αναλυτές. Η έννοια του εθνικολαϊκισμού όχι μόνο δεν ερμηνεύει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και δεν βοηθά στη σημερινή αποκωδικοποίησή του. Παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις του κ. Τσίπρα για την Ακρόπολη που αυτός αντικρίζει από το γραφείο του, ενώ η Μέρκελ κοιτά το Ράιχσταγκ και τα περί «όχι και τόσο Ελλήνων» για εκείνους που ψήφισαν μνημόνια, ο εθνικισμός δεν είναι το μείζον χαρακτηριστικό του. Ενώ ο υπαρκτός του λαϊκισμός δεν έχει πολλά να ζηλέψει από τον λαϊκισμό της περιόδου της μεταπολίτευσης, από τον λαϊκισμό των «μη προνομιούχων», του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ και της μακεδονομάχου ΝΔ των Ζαππείων. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως είναι το κόμμα της συναισθηματικής συμπεριφοράς. Ούτε ο λαϊκισμός, ούτε οι «πατριωτικές» φωνές σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στηρίχθηκαν αποκλειστικά στο συναίσθημα. Το χρησιμοποίησαν, αλλά το μεγαλύτερο όπλο τους ήταν η διαχειριστική τους ικανότητα να αντιμετωπίζουν καταστάσεις που υπερέβαιναν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Είναι τυχαίο που το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε, όταν οι πολίτες άρχισαν να αμφισβητούν τη διαχειριστική του ικανότητα; Είναι τυχαίο που η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει ακόμη ελάχιστη φθορά, αφού ακόμη πείθει πως διατηρεί αυτήν την ικανότητα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία όχι γιατί έπεισε για τη διαχειριστική του ικανότητα, αλλά γιατί έπαιξε με το συναίσθημα και τη συγκίνηση. Ο αριστερός, ο ριζοσπαστικός, ο αντιμνημονιακός, ο λαϊκιστικός, ο ΣΥΡΙΖΑ των δυο ψυχών ήταν πρωτίστως το κόμμα των ανορθολογικών συναισθημάτων. Και τα κόμματα της «συναισθηματικής συμπεριφοράς» (Μαξ Βέμπερ) δεν μετατρέπονται εύκολα σε κόμματα της ορθολογικής συμπεριφοράς και διαχείρισης. Παραμένουν κόμματα Ιανοί, κόμματα δυο ψυχών, των οποίων η μια είναι ο «ρεαλισμός» και η δεύτερη παραμένει εγκλωβισμένη στα συναισθηματικά ψέματά της. Καθόλου τυχαία επομένως που την προγραμματική Συνδιάσκεψη και την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ απασχολεί το πώς το κόμμα θα επανέλθει στην εξουσία και όχι το πώς θα αλλάξει.