Αποκλίσεις και συγκρούσεις
ΗΠΑ-ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Γιώργος Καπόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-07-16
Η χθεσινή επίσκεψη Μέρκελ στον Λευκό Οίκο ήταν, για πολλοστή φορά, η επιβεβαίωση των σταθερών των διμερών σχέσεων των ΗΠΑ και της Γερμανίας, μετά την ενοποίηση του 1990.
Διαχείριση των διαφωνιών και των αποκλίσεων, ώστε να μην αποκτήσουν τη δυναμική μιας ανεξέλεγκτης σύγκρουσης.
Η καγκελάριος στο πρώτο και τελευταίο της ταξίδι στις ΗΠΑ του Μπάιντεν είναι βέβαιο ότι δεν αντιμετώπισε πίεση για τον αγωγό North Stream –2 ούτε και για την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας.
Η κατασκευή του αγωγού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, ενώ η πάγια άρνηση του Βερολίνου μετά το 1990 να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες του βραχυκυκλώνει κάθε προσπάθεια ευρωπαϊκής αμυντικής χειραφέτησης και κατά συνέπεια εκ των πραγμάτων παρατείνει επ’ αόριστον την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στη διατλαντική σχέση.
Ομως, Ουάσινγκτον και Βερολίνο έχουν βαρύνουσες αποκλίσεις στη διαχείριση της πανδημίας:
Πρώτον, η Γερμανία αντιτίθεται στο προσωρινό πάγωμα της πατέντας των εμβολίων που έχει προτείνει ο Μπάιντεν.
Δεύτερον, την ώρα που οι ΗΠΑ υιοθετούν μια στρατηγική ανάκαμψης της οικονομίας, που συνιστά ανατροπή και ρήξη με το προ πανδημίας status quo, την ίδια στιγμή η Γερμανία δείχνει ότι φοβάται τον πληθωρισμό περισσότερο από μια μακροχρόνια ύφεση.
Ομως, πέραν των παραπάνω, υπάρχει και μια ήδη ορατή απόκλιση συμφερόντων, με δυναμική μετεξέλιξής της σε μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στη Γερμανία της απερχόμενης Μέρκελ και στις ΗΠΑ του νεοεκλεγέντος Μπάιντεν και δεν είναι άλλη από την πολιτική πυγμής απέναντι στο Πεκίνο που υιοθέτησε ο ένοικος του Λευκού Οίκου.
Η αγορά της Κίνας δεν είναι απλά και μόνο πολύτιμη διέξοδος των γερμανικών εξαγωγών.
Είναι ταυτόχρονα η εγγύηση ότι το Βερολίνο δεν θα αναγκασθεί να αποδεχθεί μέτρα αναθέρμανσης της ζήτησης στην Ε.Ε. – Ευρωζώνη, που θα συνιστούν μη αντιστρέψιμη ρήξη με τη θρησκεία της μόνιμης δημοσιονομικής περιοριστικής πολιτικής.
Ετσι, Ουάσινγκτον και Βερολίνο, και πριν και μετά τον Τραμπ, αντιμετωπίζουν σταθερά και διαχρονικά όχι την πρόκληση μιας αδύνατης στρατηγικής ευθυγράμμισης, αλλά το στοίχημα της διαχείρισης δεδομένων αποκλίσεων.
Το ζητούμενο σήμερα είναι αν η στρατηγικών διαστάσεων αναδυόμενη αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα αφήνει στο Βερολίνο το περιθώριο ελιγμών και ισορροπιών που είχε κατοχυρώσει ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα.
Διαχείριση των διαφωνιών και των αποκλίσεων, ώστε να μην αποκτήσουν τη δυναμική μιας ανεξέλεγκτης σύγκρουσης.
Η καγκελάριος στο πρώτο και τελευταίο της ταξίδι στις ΗΠΑ του Μπάιντεν είναι βέβαιο ότι δεν αντιμετώπισε πίεση για τον αγωγό North Stream –2 ούτε και για την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας.
Η κατασκευή του αγωγού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, ενώ η πάγια άρνηση του Βερολίνου μετά το 1990 να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες του βραχυκυκλώνει κάθε προσπάθεια ευρωπαϊκής αμυντικής χειραφέτησης και κατά συνέπεια εκ των πραγμάτων παρατείνει επ’ αόριστον την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στη διατλαντική σχέση.
Ομως, Ουάσινγκτον και Βερολίνο έχουν βαρύνουσες αποκλίσεις στη διαχείριση της πανδημίας:
Πρώτον, η Γερμανία αντιτίθεται στο προσωρινό πάγωμα της πατέντας των εμβολίων που έχει προτείνει ο Μπάιντεν.
Δεύτερον, την ώρα που οι ΗΠΑ υιοθετούν μια στρατηγική ανάκαμψης της οικονομίας, που συνιστά ανατροπή και ρήξη με το προ πανδημίας status quo, την ίδια στιγμή η Γερμανία δείχνει ότι φοβάται τον πληθωρισμό περισσότερο από μια μακροχρόνια ύφεση.
Ομως, πέραν των παραπάνω, υπάρχει και μια ήδη ορατή απόκλιση συμφερόντων, με δυναμική μετεξέλιξής της σε μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στη Γερμανία της απερχόμενης Μέρκελ και στις ΗΠΑ του νεοεκλεγέντος Μπάιντεν και δεν είναι άλλη από την πολιτική πυγμής απέναντι στο Πεκίνο που υιοθέτησε ο ένοικος του Λευκού Οίκου.
Η αγορά της Κίνας δεν είναι απλά και μόνο πολύτιμη διέξοδος των γερμανικών εξαγωγών.
Είναι ταυτόχρονα η εγγύηση ότι το Βερολίνο δεν θα αναγκασθεί να αποδεχθεί μέτρα αναθέρμανσης της ζήτησης στην Ε.Ε. – Ευρωζώνη, που θα συνιστούν μη αντιστρέψιμη ρήξη με τη θρησκεία της μόνιμης δημοσιονομικής περιοριστικής πολιτικής.
Ετσι, Ουάσινγκτον και Βερολίνο, και πριν και μετά τον Τραμπ, αντιμετωπίζουν σταθερά και διαχρονικά όχι την πρόκληση μιας αδύνατης στρατηγικής ευθυγράμμισης, αλλά το στοίχημα της διαχείρισης δεδομένων αποκλίσεων.
Το ζητούμενο σήμερα είναι αν η στρατηγικών διαστάσεων αναδυόμενη αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα αφήνει στο Βερολίνο το περιθώριο ελιγμών και ισορροπιών που είχε κατοχυρώσει ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα.