Yποχρεωτικός εμβολιασμός: μεταξύ πρόβλεψης και επιβολής
Αντώνης Ρουπακιώτης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-07-24
Με την αιφνιδιαστική θεσμοθέτηση του υποχρεωτικού, αλλά στοχευμένου εμβολιασμού, η κυβέρνηση δεν άσκησε «παιδαγωγική πολιτική» και δεν διευκόλυνε τους πολίτες να κατανοήσουν τον εμβολιασμό ως στοιχείο ανάπτυξης της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών και της προστασίας του κοινού συμφέροντος, αλλά επέλεξε την προβολή ακόμη μιας εξουσιαστικής επιλογής, που εντάσσεται στον ιδεολογικό πυρήνα της.
Ι. Στην Ελλάδα όπως σε άλλες χώρες, σε διαφορετική βέβαια αναλογία, υπάρχει μεγάλος αριθμός αρνητών στον εμβολιασμό, ο οποίος όμως δεν ταυτίζεται με τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό των ανεμβολίαστων, που οφείλεται στην αποτυχία ή αδυναμία της Κυβέρνησης να πείσει τους πολίτες, αλλά και στην εφησύχασή τους ίσως από την επιτηδευμένη ανεμελιά του Πρωθυπουργού, όσο και από δηλώσεις του, όπως ότι το 70% θα έχει εμβολιαστεί έως τον Ιούνιο - Ιούλιο, το φετινό καλοκαίρι θα είναι κανονικό, ή άλλων υπουργών της («τώρα που βγαίνουμε από την πανδημία»! κ.ά.).
Ετσι η κυβέρνηση, με την αμφίσημη πολιτική της, ανοίγω-κλείνω, επιτρέπω-απαγορεύω, για την ενίσχυση της οικονομικής ζωής και ειδικότερα του τουρισμού, έδωσε ισχυρή ώθηση σε πολλούς να μην προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα, ενώ όφειλε, αντί να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως «παθητικούς δέκτες», να βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση συναίνεσης με διάλογο και χωρίς απειλές και διαχωρισμούς με αυτούς, για να πειστεί το μέγιστο έστω μέρος των ανεμβολίαστων.
ΙΙ. Ως προς την άσκηση του δικαιώματος άρνησης-αντίδρασης των πολιτών στα μέτρα κατά του Covid-19, αυτό εντάσσεται θεσμικά και εξελίσσεται ιστορικά μεταξύ δύο πυλώνων, αυτόν του αυτοκαθορισμού του ανθρώπου και, από την άλλη πλευρά, του πυλώνα υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου κάμπτεται, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό και σε αναλογία κάθε φορά με τον επιδιωκόμενο σκοπό, το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό του.
Ωστόσο στη βίωση από τους πολίτες του δικαιώματος αυτού αναδεικνύονται αντιφατικές συμπεριφορές.
Ετσι, για παράδειγμα, δέχονται ή ανέχονται την υποχρέωση οι πολίτες να φορούν ζώνη ή κράνος κατά την οδήγηση αυτοκινήτου ή δίτροχου, ή να μην αναπτύσσουν υπερβολικές ταχύτητες για την υπεράσπιση, δηλαδή, των συνανθρώπων τους και της δημόσιας υγείας. Ακόμη στην περίοδο διασποράς του Covid-19, ενώ ανέχτηκαν αυτοί την μακρά καραντίνα που επιβλήθηκε χάριν της δημόσιας υγείας, δραματοποιείται από πολλούς η εμβολιαστική επέμβαση στο σώμα τους.
Το φαινόμενο συνδέεται με πολλές και από παλιά αιτίες.
Ωστόσο, με το αυτονόητο, ότι ως υποχρεωτικός εμβολιασμός επ’ ουδενί νοείται ως προδήλως αντισυνταγματική η βίαιη προσαγωγή του ανθρώπου σε εμβολιαστικό κέντρο, εκείνο που λησμονείται είναι ότι και με παλαιότερες νομοθετικές ρυθμίσεις προβλεπόταν υποχρεωτικός εμβολιασμός, όπως: από το 1936 μέχρι το 1973 προβλεπόταν εμβολιασμός για τον δαμαλισμό, κατά της διφθερίτιδας, κατά της φυματίωσης και κατά της πολιομυελίτιδας, για δε την παιδική ηλικία εμβόλια για ιλαρά, ερυθρά, μηνιγγίτιδα κ.ά. αλλά και κατά του HPV για συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Πρόσφατα μάλιστα για τις εγγραφές σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία το άρθρο 6 περ. 4 Π.Δ. 79/2017 –παλαιότερα εφαρμοζόταν το Π.Δ. 201/1998– προέβλεπε την ανάγκη προσκόμισης ατομικού δελτίου υγείας και βιβλιαρίου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι έγιναν τα σχετικά εμβόλια.
Ειδικότερα ως προς τα ερείσματα των δύο όπως παραπάνω πυλώνων του αυτοκαθορισμού του ανθρώπου αλλά και της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, αρκεί νομίζω η αναφορά, πέραν του άρθρου 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ και των άρθρων 5, 18 παρ. 3 και 22 παρ. 4 Συντάγματος, από τα οποία με το πρώτο (άρθ. 5) ορίζεται ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας», αλλά προστίθεται «...εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη».
Σχετικό και το άρθρο 21 παρ. 3 Συντ. που ορίζει ότι «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών…» με ειδική αναφορά στην ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, των αναπήρων και των απόρων. Σχετικώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Vanticka and Otners/2020 κατά της Τσέχικης Δημοκρατίας έκρινε ότι, χάριν της προστασίας της δημόσιας υγείας, ορθώς αποκλείστηκαν παιδιά από την εισαγωγή τους σε παιδικό σταθμό, επειδή οι γονείς τους αρνούνταν να τα εμβολιάσουν.
Στην Ελλάδα το ΣτΕ με την 2387/2020 απόφασή του απέρριψε προσφυγή γονέων κατά της απόφασης του δημοτικού συμβουλίου Δράμας, με την οποία απομακρύνθηκαν ανεμβολίαστα νήπια, βρέφη και παιδιά από δομές του δήμου.
Συναφής και η όλως πρόσφατη απόφαση 133/2021 του ΣτΕ (σε Συμβούλιο), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναστολής μελών της ΕΜΑΚ, κατά της απόφασης του Αρχηγού της Πυροσβεστικής να μετακινήσει σε άλλες θέσεις όσους αρνούνταν να εμβολιαστούν.
ΙΙΙ. Ωστόσο ως προς τον ιδιωτικό τομέα –άλλες ρυθμίσεις ισχύουν στον δημόσιο– συνιστά υποχρέωση του εργοδότη, με βάση κυρίως το άρθρο 662 Α.Κ. και τον Ν. 3850/2010, να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, ειδικότερα δε προβλέπεται, ότι σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται να εφοδιάζεται ο εργαζόμενος με πιστοποιητικό υγείας.
Επιπλέον δεν πρέπει να λησμονείται ότι, αφού με βιασύνη ο Ν. 4623/2019 της κυβέρνησης κατάργησε τον Ν. 4611/2019 της προηγούμενης, που καθιέρωσε την ανάγκη ύπαρξης σπουδαίου λόγου για τη νομιμότητα απόλυσης εργαζομένων, δρα πλέον καταλυτικά σε βάρος τους ο πρόσφατος περί την εργασία νόμος του Κυρ. Μητσοτάκη, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, αν απολυθεί ο εργαζόμενος και υποτεθεί ότι κριθεί άκυρη η απόλυσή του (όσοι νομικοί ασχολούνται με το αντικείμενο γνωρίζουν αν και πόσες πιθανότητες υπάρχουν), αυτός δεν δικαιούται να επαναπροσληφθεί στην εργασία του.
IV. Αρχικά με τον Ν. 4675/2020 δόθηκε εξουσιοδότηση στον υπουργό Υγείας για έκδοση απόφασης για υποχρεωτικό αλλά στοχευμένο εμβολιασμό ομάδων πολιτών, επιπλέον, όμως, με τις προ ημερών εξαγγελίες της κυβέρνησης, εξειδικεύτηκε η νομοθετική πρόβλεψη για εμβολιασμό του προσωπικού των τομέων υγείας, προσφοράς υπηρεσιών σε οίκους ευγηρίας, σε ανάπηρα άτομα ή βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Με την αιφνιδιαστική αυτή θεσμοθέτηση και παρά την αναγνωρισμένη από την επιστημονική κοινότητα αναγκαιότητα του εμβολιασμού, η κυβέρνηση αγνόησε ότι πρόκειται για μεγάλα κοινωνικά υποσύνολα, δεν άσκησε «παιδαγωγική πολιτική» και δεν διευκόλυνε τους πολίτες να κατανοήσουν τον εμβολιασμό ως στοιχείο ανάπτυξης της αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών και της προστασίας του κοινού συμφέροντος, αλλά επέλεξε την προβολή ακόμη μιας εξουσιαστικής επιλογής, που εντάσσεται στον ιδεολογικό πυρήνα της.