Διαπάλη των γενεών ή πάλη των τάξεων;
Δημήτρης Σεβαστάκης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2021-08-01
Αν αποφασίσεις να «αρέσεις», ξέρουμε την απάντηση. Το κύμα. Αν διακινδυνεύσεις να παρέμβεις, να δομήσεις, μπορεί να «μην αρέσεις»
Και τα δύο συμβαίνουν, αφού οι γενιές δεν είναι μόνο βιολογικές τάξεις ή πνευματικές συγκροτήσεις αλλά και διαφορές πλούτου και παραστάσεων. Πάμε από την αρχή.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τις ιδεολογικές ποικιλίες και διαβαθμίσεις που δημιουργούν ένα είδος πολυφωνίας (και που, με την ορθή φιλελεύθερη παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς, δεν ενοχοποιούνται), υπάρχει και μια προφανής διαφορά στις γενεές. Όσο περνάει ο καιρός, πιο ευδιάκριτη. Στην γλώσσα, στις συμπεριφορές, στη διατύπωση, στη χρήση των «κλασικών», στις πολιτικές και αισθητικές αναφορές, στη δομή της συγκίνησης, της ωμότητας, άρα και στις πολιτικές ιεραρχήσεις. Η «παιδεία» της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου, που επηρέασε ουσιαστικά και την επόμενη γενιά, του ’80 (κληρονόμοι και οι δύο των μετεμφυλιακών μορφοποιήσεων), έχει συναντήσει και έχει μειχθεί με μια πολιτικά πιο μπρουτάλ κουλτούρα, που δεν αγωνιά να άρει αντιφάσεις, να βρει μέσους όρους και να ομογενοποιήσει, να συντάξει ένα σφιχτοδεμένο ερμηνευτικό σχήμα. Οι μεταγενέστερες γενιές (αυτές του ʼ90 και εντεύθεν), περισσότερο «αγγλοσαξωνικής» εκκίνησης, έχουν μια πιο πανκ θεώρηση από την ευσέβεια των προηγουμένων. Ο τρόπος υποδοχής των «πατεράδων» (άρα και οι πατροκτονίες) είναι διαφορετικός στις δύο πολιτιστικές και βιολογικές επικράτειες που προσπαθώ να περιγράψω. Ακόμα και οι αυτοματισμοί στις συμπεριφορές είναι άλλης διάρθρωσης.
Είναι επικίνδυνο μεθοδολογικά μονοπάτι να εντοπίζεις γενεακές διαφορές και ανταγωνισμούς, αλλά με ενδιαφέρει το πραγματικό και όχι μια ασφαλής ερμηνεία - κάλυμμα. Πολύ συχνά φαίνονται οι διαφορές στον δημόσιο λόγο. Νεοκλασικισμός ή και αυτολογοκρισία των παλιών, μεγαλύτερη ωμότητα και τραχύτητα σε μεταγενέστερους. Μαρξ, Λένιν, Γκράμσι εναντίον Χάρβεϊ, Ίγκλετον, Μπελ; Η κρίση του καπιταλισμού είναι κρίση οικονομικής δομής ή πολιτιστική; Και αλλιώς: Ο καπιταλισμός είναι σύστημα δομικά, κυτταρικά λανθασμένο που πρέπει να ανατραπεί ή να αυτοκαταστραφεί; Είναι ανίκητος και προσπαθώ να τον εξανθρωπίσω αξιοποιώντας τις ρωγμές του και τις αντιφάσεις του; Διάφορα μπορεί να παίξουν. Ακόμα και η κούραση καθοδηγεί τον πολιτικό λόγο.
Εκείνο όμως που θέλω να υπογραμμίσω είναι τα φίλτρα και οι αναφορές, το παραδειγματικό - μυθολογικό υπόστρωμα που πάνω του διαρθρώνεται έκαστη γενιά. Αυτό συστήνει τη γλώσσα. Δηλαδή τις κωδικοποιήσεις.
Στον ΣΥΡΙΖΑ αφομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό τέτοιες αποκλίνουσες. Ίσως μια ορμή που ενυπήρχε ακόμα και την περίοδο των μικρών ποσοστών, πόσο μάλλον την περίοδο της πολιτικής υπερανάπτυξης, τα χρόνια της χρεοκοπίας, συνέβαλε στις ομογενοποιήσεις. Φαίνεται ότι τίθεται, ως κλίμα, από πολλές πλευρές: είναι μήπως ο καιρός να πάρει ο καθένας (η κάθε γενιά) αυτό που δικαιούται; Εντάξει μέχρι εδώ, αλλά μήπως πρέπει να προχωρήσουμε εγκαταλείποντας ανασχετικές τύψεις και γεροντισμούς;
Σύμφωνα με μια λογική, αν δεν «αρέσουμε», ό,τι και να κάνουμε θα κλωθογυρίζει μέσα στον κομματικό αυλόγυρο. Είναι υπαρκτή η ταλάντωση. Και είναι υπαρκτό το δίλημμα. Είτε γίνει συνεδριακή διαχείριση, είτε αποκεντρωθεί σε μικρότερες διαβουλεύσεις, είτε ενταχθεί και εκτονωθεί σε ένα πολυσέλιδο προγραμματικό αφήγημα, το δίλημμα υπάρχει. Με ποια «γράμματα» απευθύνεσαι; Δηλαδή σε ποιον απευθύνεσαι; Ποιον υποθέτεις ως ακροατή σου; Και εν συνεχεία το ερώτημα είναι προς τα πού πάει το πράγμα (και πώς και με ποια ανάλυση το προσδιορίζεις); Το ορίζει αυτόματα η κοινωνία, η αγορά, η πιάτσα ή ορίζεται από την βούληση - προς τα πού θέλεις εσύ, ως πολιτικό υποκείμενο, να εξελιχθούν τα πράγματα;
Αν αποφασίσεις να «αρέσεις», ξέρουμε την απάντηση. Το κύμα. Αν διακινδυνεύσεις να παρέμβεις, να δομήσεις, μπορεί να «μην αρέσεις», να χάσεις τον κοινωνικό παλμό, τις επιθυμίες.
Τι μας διδάσκει η πρόσφατη εμπειρία; Ό,τι ευκολάκι καβαλήσεις, θα το βρεις μπροστά σου. «Ναι, αλλά δεν τιμωρήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ», θα πει κάποιος. 32% είναι μια μορφή έγκρισης. «Ναι, αλλά το αντιΣΥΡΙΖΑ μένος», θα πει άλλος. Η μη ανοχή, η μη αναγνώριση και ορισμένων πολύ σημαντικών που αποπειράθηκε, η απομόνωση που συχνά διεγείρει και τα πιο αδύναμα χαρακτηριστικά του;
(Θα συνεχίσω)