Eξ Aνατολών
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2006-06-10
Mια πραγματική μάχη βρίσκεται σε εξέλιξη στην Tουρκία. H μάχη διεξάγεται, κυρίως, στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Aλλά το διακύβευμά της είναι πολύ ευρύτερο.
Την περασμένη Τετάρτη, στην Κωνσταντινούπολη άρχισε η δίκη της Μαγκντέν Περιχάν. H Μαγκντέν είναι μια νέα γυναίκα, μητέρα, δημοφιλής συγγραφέας. Πάνω από το κεφάλι της αιωρείται η απειλή μιας τριετούς φυλάκισης επειδή, σε ένα άρθρο της, υποστήριξε τα δικαιώματα ενός αντιρρησία συνείδησης που είχε φυλακιστεί όταν αρνήθηκε να στρατευθεί.
Την επόμενη μέρα, την Πέμπτη, άρχισαν άλλες τέσσερις δίκες στην Πόλη. Ο Μουράτ Μπελγκέ, αρθρογράφος της εφημερίδας «Ραντικάλ», δικαζόταν επειδή είχε κριτικάρει, σε ένα άρθρο του, την απαγόρευση ενός συνεδρίου για τους Αρμενίους. Ο δικηγόρος Χασίπ Καπλάν, για κάποια σχόλια που έκανε, καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή. Μια τρίτη δίκη ξεκίνησε την ίδια ημέρα εναντίον ενός ρεπόρτερ που έγραψε ρεπορτάζ για μια υπόθεση βασανιστηρίων κάπου στην Ανατολική Τουρκία με θύμα, μεταξύ άλλων, κι ένα παιδί 11 ετών. Και μια τέταρτη δίκη έφερε στο εδώλιο τον εκδότη Αχμέτ Ονάλ, γιατί ένα βιβλίο που εξέδωσε για τους Αλεβίτες της Πόλης, θεωρήθηκε ότι προσβάλει τη μνήμη του Ατατούρκ.
Ένα φεστιβάλ πέντε δικών για υποθέσεις που σχετίζονται με την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, μέσα σε ένα 48ωρο, σε μία μόνον πόλη. Ακόμη και για τα τουρκικά μέτρα, πρόκειται για ρεκόρ.
Κάνει βήματα προς τα πίσω η Τουρκία; Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αν και, όσο αλήθεια είναι ότι οι εισαγγελείς θα απέφευγαν τέτοιες δίκες το 2004, όταν το ευρω-ειδύλλιο ανθούσε, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι άρθρα σαν αυτά που οδηγούν τώρα στα δικαστήρια, λίγα χρόνια πριν απλώς δεν θα δημοσιεύονταν.
Μια πραγματική μάχη βρίσκεται σε εξέλιξη στην Τουρκία. H μάχη διεξάγεται, κυρίως, στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά το διακύβευμά της είναι πολύ ευρύτερο: ο χαρακτήρας του κράτους, το βάθος των εκσυγχρονιστικών και ευρωπαϊκών ονείρων και, φυσικά, η εξουσία.
Και το ερώτημα, όταν βλέπεις τα πράγματα από την Αθήνα, είναι: Ποιο είναι το δικό μας συμφέρον, με ποιον είμαστε σε αυτήν τη μάχη; Ποια επίπτωση θα έχει σε εμάς η διεξαγωγή αυτής της μάχης, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη, και η έκβασή της, αν και όταν υπάρξει; Και, τέλος, αν δεν μπορούμε, φυσικά, να παρέμβουμε και να επηρεάσουμε την έκβασή της, πώς προλαβαίνουμε και αντιμετωπίζουμε τις τυχόν αρνητικές συνέπειες αυτής της εσωτερικής μάχης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Ερωτήματα σαν αυτά ήταν, εδώ και καιρό, εκτός συζήτησης στην Αθήνα. Είτε διότι η Αθήνα επαναπαυόταν στη μυωπική - όπως απεδείχθη - πεποίθηση ότι το μέλλον της Τουρκίας θα ήταν μια ευθύγραμμη, αδιατάρακτη, μακρόσυρτη πορεία διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη. Είτε διότι ξανάγινε της μόδας στη Βασιλίσσης Σοφίας η θεωρία ότι καμιά λύση των ελληνοτουρκικών δεν είναι προς το συμφέρον μας και πρέπει να περιμένουμε μια αλλαγή συσχετισμών υπέρ μας, κάποτε, σε κάποιον άλλον αιώνα, κι έως τότε πρέπει απλώς να συντηρούμε την εκκρεμότητα.
Το βέβαιο είναι ότι ξυπνήσαμε αίφνης από την αυταπάτη. Βιαίως. Και τώρα αναρωτιόμαστε, εξ αρχής, και κάπως άτσαλα, ποια στρατηγική πρέπει να υιοθετήσουμε.
Ας επαναλάβουμε τα βασικά, λοιπόν.
Πρώτον, ότι το συμφέρον της Ελλάδας ήταν και παραμένει να διατηρηθεί η Τουρκία στον ευρωπαϊκό της δρόμο, να συνεχίσει να προσαρμόζεται, έστω και με πισωγυρίσματα, στο κοινοτικό, νομικό κεκτημένο. Μια Τουρκία που θα έχει στρέψει τις πλάτες της στην Ευρώπη δεν θα ήταν εφιάλτης μόνο για τους πολίτες της, αλλά και για τους γείτονές της.
Δεύτερον, ότι οι ευρω-διαπραγματεύσεις από μόνες τους δεν θα λύσουν τα διμερή προβλήματα ούτε θα απαλύνουν τους κινδύνους. Δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος. Και δεν θα κάνει κάποιος επίτροπος τη δική μας δουλειά. Πολύ περισσότερο που κανείς δεν μπορεί να πάρει όρκο ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις θα είναι ανέφελες ή επιτυχείς.
Και, τρίτον, δεν υπάρχει πειστική εναλλακτική πρόταση αντιμετώπισης των διμερών προβλημάτων και των τουρκικών διεκδικήσεων, από την προσπάθεια να μετατεθούν τα προβλήματα αυτά από το διμερές πεδίο και να γίνουν μέρος ενός ευρύτερου, διεθνούς πακέτου - του ευρωπαϊκού πακέτου. Με αυτήν την έννοια, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα νέο Ελσίνκι μάλλον παρά μια συζήτηση για τη Χάγη. Γιατί μόνον ένα νέο Ελσίνκι (αφού μόνοι μας σπαταλήσαμε το προηγούμενο) μπορεί, εν τέλει, να οδηγήσει και στη Χάγη.
Την περασμένη Τετάρτη, στην Κωνσταντινούπολη άρχισε η δίκη της Μαγκντέν Περιχάν. H Μαγκντέν είναι μια νέα γυναίκα, μητέρα, δημοφιλής συγγραφέας. Πάνω από το κεφάλι της αιωρείται η απειλή μιας τριετούς φυλάκισης επειδή, σε ένα άρθρο της, υποστήριξε τα δικαιώματα ενός αντιρρησία συνείδησης που είχε φυλακιστεί όταν αρνήθηκε να στρατευθεί.
Την επόμενη μέρα, την Πέμπτη, άρχισαν άλλες τέσσερις δίκες στην Πόλη. Ο Μουράτ Μπελγκέ, αρθρογράφος της εφημερίδας «Ραντικάλ», δικαζόταν επειδή είχε κριτικάρει, σε ένα άρθρο του, την απαγόρευση ενός συνεδρίου για τους Αρμενίους. Ο δικηγόρος Χασίπ Καπλάν, για κάποια σχόλια που έκανε, καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή. Μια τρίτη δίκη ξεκίνησε την ίδια ημέρα εναντίον ενός ρεπόρτερ που έγραψε ρεπορτάζ για μια υπόθεση βασανιστηρίων κάπου στην Ανατολική Τουρκία με θύμα, μεταξύ άλλων, κι ένα παιδί 11 ετών. Και μια τέταρτη δίκη έφερε στο εδώλιο τον εκδότη Αχμέτ Ονάλ, γιατί ένα βιβλίο που εξέδωσε για τους Αλεβίτες της Πόλης, θεωρήθηκε ότι προσβάλει τη μνήμη του Ατατούρκ.
Ένα φεστιβάλ πέντε δικών για υποθέσεις που σχετίζονται με την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, μέσα σε ένα 48ωρο, σε μία μόνον πόλη. Ακόμη και για τα τουρκικά μέτρα, πρόκειται για ρεκόρ.
Κάνει βήματα προς τα πίσω η Τουρκία; Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αν και, όσο αλήθεια είναι ότι οι εισαγγελείς θα απέφευγαν τέτοιες δίκες το 2004, όταν το ευρω-ειδύλλιο ανθούσε, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι άρθρα σαν αυτά που οδηγούν τώρα στα δικαστήρια, λίγα χρόνια πριν απλώς δεν θα δημοσιεύονταν.
Μια πραγματική μάχη βρίσκεται σε εξέλιξη στην Τουρκία. H μάχη διεξάγεται, κυρίως, στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά το διακύβευμά της είναι πολύ ευρύτερο: ο χαρακτήρας του κράτους, το βάθος των εκσυγχρονιστικών και ευρωπαϊκών ονείρων και, φυσικά, η εξουσία.
Και το ερώτημα, όταν βλέπεις τα πράγματα από την Αθήνα, είναι: Ποιο είναι το δικό μας συμφέρον, με ποιον είμαστε σε αυτήν τη μάχη; Ποια επίπτωση θα έχει σε εμάς η διεξαγωγή αυτής της μάχης, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη, και η έκβασή της, αν και όταν υπάρξει; Και, τέλος, αν δεν μπορούμε, φυσικά, να παρέμβουμε και να επηρεάσουμε την έκβασή της, πώς προλαβαίνουμε και αντιμετωπίζουμε τις τυχόν αρνητικές συνέπειες αυτής της εσωτερικής μάχης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Ερωτήματα σαν αυτά ήταν, εδώ και καιρό, εκτός συζήτησης στην Αθήνα. Είτε διότι η Αθήνα επαναπαυόταν στη μυωπική - όπως απεδείχθη - πεποίθηση ότι το μέλλον της Τουρκίας θα ήταν μια ευθύγραμμη, αδιατάρακτη, μακρόσυρτη πορεία διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη. Είτε διότι ξανάγινε της μόδας στη Βασιλίσσης Σοφίας η θεωρία ότι καμιά λύση των ελληνοτουρκικών δεν είναι προς το συμφέρον μας και πρέπει να περιμένουμε μια αλλαγή συσχετισμών υπέρ μας, κάποτε, σε κάποιον άλλον αιώνα, κι έως τότε πρέπει απλώς να συντηρούμε την εκκρεμότητα.
Το βέβαιο είναι ότι ξυπνήσαμε αίφνης από την αυταπάτη. Βιαίως. Και τώρα αναρωτιόμαστε, εξ αρχής, και κάπως άτσαλα, ποια στρατηγική πρέπει να υιοθετήσουμε.
Ας επαναλάβουμε τα βασικά, λοιπόν.
Πρώτον, ότι το συμφέρον της Ελλάδας ήταν και παραμένει να διατηρηθεί η Τουρκία στον ευρωπαϊκό της δρόμο, να συνεχίσει να προσαρμόζεται, έστω και με πισωγυρίσματα, στο κοινοτικό, νομικό κεκτημένο. Μια Τουρκία που θα έχει στρέψει τις πλάτες της στην Ευρώπη δεν θα ήταν εφιάλτης μόνο για τους πολίτες της, αλλά και για τους γείτονές της.
Δεύτερον, ότι οι ευρω-διαπραγματεύσεις από μόνες τους δεν θα λύσουν τα διμερή προβλήματα ούτε θα απαλύνουν τους κινδύνους. Δεν υπάρχει αυτόματος πιλότος. Και δεν θα κάνει κάποιος επίτροπος τη δική μας δουλειά. Πολύ περισσότερο που κανείς δεν μπορεί να πάρει όρκο ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις θα είναι ανέφελες ή επιτυχείς.
Και, τρίτον, δεν υπάρχει πειστική εναλλακτική πρόταση αντιμετώπισης των διμερών προβλημάτων και των τουρκικών διεκδικήσεων, από την προσπάθεια να μετατεθούν τα προβλήματα αυτά από το διμερές πεδίο και να γίνουν μέρος ενός ευρύτερου, διεθνούς πακέτου - του ευρωπαϊκού πακέτου. Με αυτήν την έννοια, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα νέο Ελσίνκι μάλλον παρά μια συζήτηση για τη Χάγη. Γιατί μόνον ένα νέο Ελσίνκι (αφού μόνοι μας σπαταλήσαμε το προηγούμενο) μπορεί, εν τέλει, να οδηγήσει και στη Χάγη.