Τρία μαθήματα από την πανδημία
Άξελ Χόνετ, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-10-10
Ο Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Άξελ Χόνετ θεωρείται σήμερα ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης. Ο Χόνετ διευθύνει το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο Γκέτε της Φρανκφούρτης. Είναι επίσης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Στη γλώσσα μας κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η ιδέα του σοσιαλισμού» (Πόλις 2018). Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα άρθρου του Άξελ Χόνετ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Die Zeit.
Η πορεία της πανδημίας μέχρι τώρα μας προσέφερε διάφορες ευκαιρίες για να στοχαστούμε γύρω από ορισμένες προβληματικές προϋποθέσεις της κοινωνικής μας διάταξης και για να εισηγηθούμε προτάσεις για νέους κανόνες. Με αυτό που λέω δεν αναφέρομαι στη διαρκή πρόσκληση να θυμόμαστε την αξία και την υποστήριξη των φίλων και της οικογένειας. Όχι, αυτό που εννοώ είναι εκείνες οι σύντομες φάσεις στη διάρκεια της κρίσης, κατά τις οποίες, σχεδόν από το μηδέν, αναδύθηκαν έννοιες ή σκέψεις που καταδείκνυαν τη δυνατότητα μιας άλλης κοινωνικής πράξης, ενός καλύτερου τρόπου συμβίωσης. Φάσεις που χάθηκαν γρήγορα μέσα στη μονότονη ρητορική της πρόληψης και στην απαίτηση επιστροφής στην παλιά τάξη του κράτους δικαίου. Θέλω εδώ να αναφέρω τρεις από αυτές τις ιδέες που τείνουν προς μιαν αλλαγή των κανόνων της κοινωνικής συμβίωσης, των οποίων οι δυνατότητες υλοποίησης δεν έχουν ακόμα χαθεί εντελώς. Μια πρώτη ευκαιρία αμφισβήτησης των κανονιστικών θεμελίων της δημοκρατικής μας συμβίωσης την είχαμε ακριβώς στις απαρχές της κρίσης, όταν ξαφνικά άρχισαν να μιλούν για εργασίες «σημαντικές για το σύστημα».
Από τη Φρανκφούρτη ως τη Νέα Υόρκη περνώντας από τη Ρώμη, κάθε βράδυ εμφανιζόμασταν στα παράθυρα για να ευχαριστήσουμε –τραγουδώντας, χειροκροτώντας και χαιρετώντας- όσους εγγυούνταν τις υλικές προϋποθέσεις της συμβίωσής μας. Το προσωπικό που βοηθάει γέρους και ασθενείς, τους πυροσβέστες, τους οδοκαθαριστές, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, τους εργαζόμενους στα σουπερμάρκετ, με δυο λόγια όλους εκείνους οι οποίοι, παρά τον υψηλό κίνδυνο λοίμωξης, συνέχιζαν να κάνουν τη δουλειά τους, για να εγγυούνται την ικανοποίηση των πιο στοιχειωδών αναγκών μας. Προς στιγμήν φάνηκε ότι η ιεραρχία αξιών μεταξύ των διάφορων εργασιών και των διάφορων κοινωνικών δραστηριοτήτων είχε αλλάξει βαθιά. Ξαφνικά θεωρήθηκαν σημαντικά καθήκοντα τα οποία κατά κανόνα χάνονται πίσω από ένα πέπλο αδιαφορίας, δεν αμείβονται καλά και στερούνται κύρους. Φαίνεται ότι έχουμε λησμονήσει σε ποιες ομάδες οφείλουμε συγκεκριμένα την εξασφάλιση των θεμελίων της φυσικής μας ύπαρξης. Και δεν πρόκειται για ένα ζήτημα ευχαριστιών. Το ότι οι προσπάθειες των διάφορων κατηγοριών εργαζομένων πρέπει να αμείβονται με βάση την ποσότητα εργασίας, τη διακινδύνευση και τη συμβολή στη συλλογική ευημερία είναι ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης.
Προχωρώντας αυτόν τον συλλογισμό: αυτός ο τύπος επανορθωτικής δικαιοσύνης απαιτεί το κράτος να παρεμβαίνει στο σύστημα των μισθών που προσφέρονται από την αγορά, για να εγγυάται ότι στον καθορισμό τους βαραίνει και η ουσιαστική «σημασία για το σύστημα» των υπηρεσιών που παρέχονται. Αυτό θα είχε μια πολύ σημαντική συνέπεια, το ότι δηλαδή η κοινωνική ιεραρχία και η συναφής εισοδηματική κλίμακα θα μετατοπίζονταν αποφασιστικά προς όφελος των υπηρεσιών μέριμνας, εκπαίδευσης και ιατρικής περίθαλψης. Μια δημοκρατική συμβίωση, που ορθά ανησυχεί για τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, θα ενεργούσε σωστά αν αναθεωρούσε στη μακρά περίοδο τα κριτήρια αξιολόγησης της κοινωνικής εργασίας επικαλούμενη τα αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν ο αρχικός ενθουσιασμός για τις «σημαντικές για το σύστημα» δραστηριότητες (που πριν ήταν σχεδόν αθέατες) εξαφανίστηκε, αναδύθηκε ένα άλλο ζήτημα, που και αυτό αμφισβητεί δυνητικά τις κανονιστικές προϋποθέσεις της δημοκρατικής μας συμβίωσης. Από πολλές πλευρές υπογραμμίστηκε ότι ήρθε η στιγμή να αναλάβουμε ατομικές ευθύνες για την κοινή μας ευημερία: να τηρούμε τις αποστάσεις, να φοράμε τη μάσκα και γενικά να παίρνουμε υπόψη μας τις διασυνδέσεις του τρόπου ζωής μας.
Βέβαια, και σε αυτή τη συζήτηση υπήρξαν φωνές που και πάλι αντιλαμβάνονταν αυτή την ευθύνη με αποκλειστική αναφορά στη δική τους ατομική ευημερία. Ωστόσο, αρχικά από τα μυαλά των περισσότερων προσώπων πέρασε η σκέψη ότι η ατομική μας ελευθερία συνδέεται με την παρέμβαση και τη συνεργασία όλων των άλλων, με έναν τρόπο πολύ πιο ισχυρό από όσο η αγοραία επιμονή στον ιδιωτικό εγωισμό και στην επιτήδεια μεγιστοποίηση της ικανοποίησης του ατομικού συμφέροντος έχει προσπαθήσει να μας κάνει να πιστεύουμε επί δεκαετίες. Στη δημόσια συζήτηση αναδύθηκε το ερώτημα μήπως είναι σκόπιμο να πάρουμε τις αποστάσεις μας από μια τέτοια καθαρά ατομικιστική έννοια ελευθερίας και να επιμείνουμε αντίθετα στην επικοινωνιακή διασύνδεση των ατομικών μας ελευθεριών. Επειδή, αν στην υγειονομική κρίση φάνηκε ότι οι ατομικές μας ελευθερίες είναι συμπληρωματικές, ότι η φυσική ευημερία του ενός εξαρτάται ουσιωδώς από την αντίστοιχη συνεργασία του άλλου, γιατί να μη συνεχίσουμε να μένουμε πιστοί σε αυτή τη θέση ακόμα και στους μετα-πανδημικούς καιρούς και να αποδιώξουμε θεσμικά τον ιδιωτικό εγωισμό από τη δημόσια ζωή;
Δεν χρειάζεται καμιά κοινωνιολογική φαντασία για να φανταστούμε τι θα σήμαινε για τη θεσμική δομή της κοινωνίας μας ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός της έννοιας της ελευθερίας: όταν διακυβεύονται στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού, η καπιταλιστική αγορά θα έπρεπε όσο είναι δυνατό να παραμερίζεται, έτσι ώστε να μπορέσει να εκφραστεί η κοινή φροντίδα για την ευημερία όλων και τα δημόσια αγαθά (όπως το υγειονομικό σύστημα, τα μέσα μεταφοράς, το τοπίο, οι αθλητικές εγκαταστάσεις, το περιβάλλον των πόλεων) θα έπρεπε να προστατεύονται από την επιρροή των οικονομικών συμφερόντων, με έναν τρόπο που θα επιτρέπει σε όλους τους πολίτες να συμμετέχουν πλήρως στην κοινωνική ζωή ανεξάρτητα από το εισόδημά τους και την κοινωνική τους θέση. […] Το τρίτο ηθικό μάθημα που πρέπει να αντλήσουμε από την κρίση της πανδημίας είναι το ότι η ατομική ιδιοκτησία, καθώς βασίζεται πάντα και στις υποδομές μιας κοινότητας, μπορεί να υπόκειται με νόμο σε περιορισμούς, οφειλόμενους σε αναγκαιότητες τις οποίες επιβάλλει ο στόχος της γενικής ευημερίας.
Αυτό το θέμα θα μπορούσε να μας οδηγήσει γρήγορα σε πολύ ευρύτερα συμπεράσματα: αν η κρίση πράγματι απαιτεί από το κράτος να κάνει έναν οικονομικό σχεδιασμό, για παράδειγμα, για να διατηρήσει έναν ορισμένο αριθμό ΜΕΘ ή για να οδηγήσει τις επιχειρήσεις να παράγουν τεστ ή να επιταχύνουν την έρευνα για ένα εμβόλιο, γιατί αυτές οι εναλλακτικές οικονομικές μορφές είχαν χαθεί εντελώς από το λεξιλόγιό μας στις τελευταίες δεκαετίες; Το αληθινό μάθημα που πρέπει να αντλήσουμε από την κρίση θα έπρεπε επομένως να είναι πολύ πιο ριζικό: πρέπει να τελειώνουμε με τη μουρμούρα περί της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων προς την αγορά και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να σκεφτούμε εντελώς νέες μικτές οικονομικές μορφές, με τις οποίες θα ικανοποιούνται οι κοινωνικές ανάγκες με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τον τύπο και τον επείγοντα χαρακτήρα των ίδιων των αναγκών. […]
(Παρουσίαση Θανάσης Γιαλκέτσης)