Πανεπιστήμιο: τα παιδία δεν παίζει
Η στοχοποίηση των δημοσίων ΑΕΙ
Νίκος Παρασκευόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-06-14
Στον τομέα της Παιδείας οι κυβερνήσεις αρκετές φορές έχουν υποχωρήσει, αλλάζοντας τα προγράμματά τους. Αυτό έχει δείξει τόσο η ελληνική εμπειρία, ιδίως με την κάμψη της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1978 (Ν. 815), όσο και η γαλλική. Οι υποχωρήσεις δεν στηρίζονται βέβαια σε μια στοργή προς τους νέους και τους δασκάλους τους. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις υποτιμούν τη δυναμική των κινητοποιήσεων. Δεν συνειδητοποιούν έγκαιρα ότι ένας χώρος κυριαρχούμενος από νέους και με σχετική αυτονομία απέναντι στην αγορά μπορεί να διαψεύδει τις προεκτιμήσεις.
Αυτές τις μέρες η επίσημη στάση απέναντι στις αντιδράσεις των πανεπιστημίων είναι αδιάλλακτη. Δεν αναφέρομαι μόνο στην επιμονή προώθησης των μεταρρυθμίσεων, ούτε στο γεγονός ότι η αστυνομική αντιμετώπιση των διαδηλώσεων πλήττει δικαίους και αδίκους. Αυταρχισμό προδίδουν κυρίως οι λοιδορίες των αρμοδίων απέναντι στα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας: απευθύνονται αυτές δημαγωγικά σε ένα ευρύτερο κοινό, αδιαφορώντας για όσους έχουν άμεση αντίληψη της πολύ διαφορετικής πραγματικότητας.
Θυμίζω: Χαρακτηρίζεται δήθεν αβάσιμη η ανησυχία για το μέλλον του δημοσίου πανεπιστημίου, όταν η υποχρηματοδότησή του εδώ και χρόνια το έχει οδηγήσει σε σημαντική δυσλειτουργία. Οι αντιρρήσεις για την επικείμενη αξιολόγηση αποδίδονται σε μια επιθυμία των καθηγητών να είναι ανεξέλεγκτοι και ράθυμοι, ενώ αυτές προβάλλονται εξειδικευμένα και κατ’ εξοχήν από όσους είναι αφοσιωμένοι στα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα. Οι κινητοποιήσεις των φοιτητών αποδίδονται σε υποκίνηση των καθηγητών, ιδέα που προκαλεί θυμηδία τόσο στους φοιτητές όσους και στους διδάσκοντες. Ας σημειωθεί ότι από μόνη της η φρασεολογία για «υποκινούμενους» δημιουργεί αθέμιτους συνειρμούς. Πλήρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας συνιστούν επίσης οι αναφορές σε μειοψηφίες που ατακτούν, όταν είναι σαφές ότι οι καταλήψεις υπερψηφίζονται σε μαζικές συνελεύσεις με ισχυρές πλειοψηφίες.
Ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ, καθηγητής Θ. Βερέμης, εν τω μεταξύ προσφώνησε τον πρόεδρο της ομοσπονδίας των διδασκόντων ως άνθρωπο «τον οποίο μέχρι χθες δεν εγνώριζε κανείς». Ηδη παρενέβησαν στον Τύπο και θύμισαν το από χρόνια δημοσίως και ευρέως γνωστό έργο του κ. Απέκη αρμόδιοι πανεπιστημιακοί. Προσθέτω εδώ και τη δική μου απογοήτευση για το γεγονός ότι ο πρόεδρος ενός θεσμικού οργάνου δεν κατορθώνει να εκφράζει τις απόψεις του με κοσμιότητα.
Ας ξεχωρίσουμε, πάντως, δύο διαφορετικά εναύσματα της κρίσης: την προτεινόμενη καθιέρωση ιδιωτικών πανεπιστημίων αφενός, την αξιολόγηση του πανεπιστημιακού έργου αφετέρου. Η διαφύλαξη του δημοσίου χαρακτήρα των ΑΕΙ είναι ζήτημα αρχής. Για τις αξιολογήσεις ισχύει το αντίθετο: οι αρχές της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης επιβάλλουν τη συνεχή αξιολόγηση του έργου. Οι φοιτητές διαρκώς εξετάζονται και οι καθηγητές περνούν από αλλεπάλληλες κρίσεις μέχρι να φθάσουν, σε μεγάλη συνήθως ηλικία, στην ανώτατη βαθμίδα. Οι αντιρρήσεις, επομένως, για το προωθούμενο σύστημα αξιολόγησης αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα του χαρακτηριστικά: τα κριτήριά του και το γεγονός ότι παρέχει θέση τιμητή στους βασικούς υπεύθυνους για τα ελλείμματα.
Μεταφέρω εδώ φοιτητική επιχειρηματολογία: «Είναι λογικό να αποτελεί βασικό δείκτη ποιότητας ενός πανεπιστημίου η πληρότητα της βιβλιοθήκης του. Αν μια βιβλιοθήκη είναι ανεπαρκής, το κράτος οφείλει πρόσθετη επιχορήγηση για να την εμπλουτίσει. Αν όμως μια αξιολόγηση αναδείξει τη σχετική ανεπάρκεια, τότε το πανεπιστήμιο θα βαθμολογηθεί αρνητικά και, αντί για πρόσθετη επιχορήγηση, θα έχει περικοπές». Ποιος απαντά;
Το δημόσιο πανεπιστήμιο υπάρχει για όλους, κοινωνικό και όχι κρατικό αγαθό. Ο ιδιωτικός χώρος όμως βαρύνεται με δουλείες· μπορεί να προσφέρει επαγγελματική κατάρτιση, αλλά όχι κριτική και οικουμενική γνώση.1 Η διοίκηση ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου δεν μπορεί να αποκτήσει τον άξιο κρατικό και δημοκρατικό χαρακτήρα που έχουν τα εκλεγόμενα πανεπιστημιακά όργανα (πρυτανεία, σύγκλητος κ.λπ.). Θα δέχονταν οι ιδιώτες κάποιον με ιδέες ανταγωνιστικές για τα συμφέροντά τους, να διοικεί το εκπαιδευτικό ίδρυμα που επιχορηγούν;
Ο πολιτικός επιστήμονας στο δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί κατά τη διδασκαλία του να αναπτύσσει κριτικό λόγο για την κρατική εξουσία. Θα μπορούσε ο καθηγητής ιδιωτικού πανεπιστημίου να ασκήσει κριτική κατά των συμφερόντων του εργοδότη του; Θα μπορούσε άραγε να διδάξει ότι τα κινητά τηλέφωνα έχουν επικίνδυνη ακτινοβολία, σε ένα τμήμα που θα λειτουργεί με χορηγίες της κινητής τηλεφωνίας;
Το ίδιο πνεύμα εξάρτησης από την αγορά έχει ήδη οδηγήσει στον περιορισμό των μαθημάτων ανθρωπιστικού χαρακτήρα από τα προγράμματα των Πολυτεχνείων. Σχετική έρευνα έχει δείξει ότι στα αμερικάνικα και στα ευρωπαϊκά Πολυτεχνεία το ποσοστό των υποχρεωτικών μαθημάτων ανθρωπιστικού χαρακτήρα ανέρχεται σε 6% έως 17%, ενώ στη χώρα μας μόλις σε 1,5%.2 Η καθιέρωση της ιδιωτικής πανεπιστημιακής παιδείας δεν θα εισαγάγει επομένως εδώ κάτι εξωτικό, αλλά θα θεσμοποιήσει και θα ενισχύσει καταχρηστικά μια υποδόρεια τάση, που ήδη ταράζει τα πανεπιστήμια.
Στο πεδίο της έρευνας τα πράγματα είναι ακόμη καθαρότερα. Το ιδιωτικό ίδρυμα δεν θα μπορούσε π.χ. να εκπονήσει έρευνες ρύπων, με πορίσματα που να προκαλούν δαπάνες στους χορηγούς (π.χ. για ακριβά φίλτρα). Επίσης, ο ιδιωτικός χώρος δεν έχει κίνητρα για να χρηματοδοτεί έρευνες με μακροπρόθεσμα κοινωνικό ή οικονομικό όφελος, ή επωφελείς για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Η στρέβλωση άλλωστε είναι γενικότερη: σε όλες π.χ. τις βιομηχανικές χώρες (στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία) κυκλοφορούν άνετοι και μεγάλης ταχύτητας σιδηρόδρομοι, που έχουν αναπτυχθεί με δημόσιες δαπάνες και εξυπηρετούν ιδανικά το κοινό. Στις ΗΠΑ των ιδιωτικών επενδύσεων, όμως, ανάλογοι σιδηρόδρομοι λείπουν.3 Η επένδυση σε σιδηροδρόμους είναι ασύμφορη, αφού καθυστερεί να αποδώσει κέρδη, ξεπερνώντας κατά πολύ τον ορίζοντα των οικονομικών συμφερόντων (8-10 χρόνια). Το κοινωνικό όφελος της λειτουργίας τους, άλλωστε, αφορά τους πάντες κι όχι κάποιους μετόχους της αγοράς.
Το ίδιο είδος αγκύλωσης δεσμεύει και την έρευνα στο πανεπιστήμιο. Οσο η δημόσια επιχορήγηση ελαχιστοποιείται, ιδίως η βασική έρευνα φθίνει. Δεν ενδιαφέρει την αγορά, αφού η εκμετάλλευση των ευρημάτων της αφορά το μακρινό μέλλον και όλες τις κοινωνικές τάξεις αδιακρίτως. Οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις προωθούν αποκλειστικά την εφαρμοσμένη έρευνα που εξυπηρετεί τις επιχειρήσεις των χορηγών. Δεν στηρίζουν π.χ. έρευνες για θεσμούς του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, για μια ενδεχόμενη διακρίνουσα μεταχείριση σε δικαστικές αποφάσεις, για τη φτώχεια κ.λπ.
Οι συνενοχές από την πλευρά των διδασκόντων (αρκετοί έχουν στρέψει αλλού τα κύρια ενδιαφέροντά τους) και των φοιτητών (όσων νοιάζονται για ένα άκοπο πτυχίο) για τη σημερινή κρίση είναι δεδομένες. Τώρα όμως ο μεγάλος κίνδυνος για τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων εκπορεύεται άνωθεν, ιδίως με τη μορφή μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης. Για τον λόγο αυτόν η θετική έκβαση των κινητοποιήσεων θα είναι μακροπρόθεσμα επωφελής για το μέλλον του τόπου.
* Καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 βλ. Π. Μαντζούφα, Ακαδημαϊκή ελευθερία (εκδ. «Σάκκουλα», 1997), 381 κ.ε., Ι. Καμτσίδου, Αρθρο, στα 5 χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (εκδ. «Α. Σάκκουλα», 2006) 381 κ.ε. 2. Ερευνα του καθηγητή στο Μετσόβιο κ. Π. Παρασκευόπουλου, η οποία κοινοποιήθηκε σε όλα τα τμήματα (17-1-2006). 3 L. Thurow, Το μέλλον του καπιταλισμού (μτφρ. Ε. Αστερίου, εκδ. «Λιβάνη», 1997) 420.
Αυτές τις μέρες η επίσημη στάση απέναντι στις αντιδράσεις των πανεπιστημίων είναι αδιάλλακτη. Δεν αναφέρομαι μόνο στην επιμονή προώθησης των μεταρρυθμίσεων, ούτε στο γεγονός ότι η αστυνομική αντιμετώπιση των διαδηλώσεων πλήττει δικαίους και αδίκους. Αυταρχισμό προδίδουν κυρίως οι λοιδορίες των αρμοδίων απέναντι στα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας: απευθύνονται αυτές δημαγωγικά σε ένα ευρύτερο κοινό, αδιαφορώντας για όσους έχουν άμεση αντίληψη της πολύ διαφορετικής πραγματικότητας.
Θυμίζω: Χαρακτηρίζεται δήθεν αβάσιμη η ανησυχία για το μέλλον του δημοσίου πανεπιστημίου, όταν η υποχρηματοδότησή του εδώ και χρόνια το έχει οδηγήσει σε σημαντική δυσλειτουργία. Οι αντιρρήσεις για την επικείμενη αξιολόγηση αποδίδονται σε μια επιθυμία των καθηγητών να είναι ανεξέλεγκτοι και ράθυμοι, ενώ αυτές προβάλλονται εξειδικευμένα και κατ’ εξοχήν από όσους είναι αφοσιωμένοι στα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα. Οι κινητοποιήσεις των φοιτητών αποδίδονται σε υποκίνηση των καθηγητών, ιδέα που προκαλεί θυμηδία τόσο στους φοιτητές όσους και στους διδάσκοντες. Ας σημειωθεί ότι από μόνη της η φρασεολογία για «υποκινούμενους» δημιουργεί αθέμιτους συνειρμούς. Πλήρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας συνιστούν επίσης οι αναφορές σε μειοψηφίες που ατακτούν, όταν είναι σαφές ότι οι καταλήψεις υπερψηφίζονται σε μαζικές συνελεύσεις με ισχυρές πλειοψηφίες.
Ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ, καθηγητής Θ. Βερέμης, εν τω μεταξύ προσφώνησε τον πρόεδρο της ομοσπονδίας των διδασκόντων ως άνθρωπο «τον οποίο μέχρι χθες δεν εγνώριζε κανείς». Ηδη παρενέβησαν στον Τύπο και θύμισαν το από χρόνια δημοσίως και ευρέως γνωστό έργο του κ. Απέκη αρμόδιοι πανεπιστημιακοί. Προσθέτω εδώ και τη δική μου απογοήτευση για το γεγονός ότι ο πρόεδρος ενός θεσμικού οργάνου δεν κατορθώνει να εκφράζει τις απόψεις του με κοσμιότητα.
Ας ξεχωρίσουμε, πάντως, δύο διαφορετικά εναύσματα της κρίσης: την προτεινόμενη καθιέρωση ιδιωτικών πανεπιστημίων αφενός, την αξιολόγηση του πανεπιστημιακού έργου αφετέρου. Η διαφύλαξη του δημοσίου χαρακτήρα των ΑΕΙ είναι ζήτημα αρχής. Για τις αξιολογήσεις ισχύει το αντίθετο: οι αρχές της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης επιβάλλουν τη συνεχή αξιολόγηση του έργου. Οι φοιτητές διαρκώς εξετάζονται και οι καθηγητές περνούν από αλλεπάλληλες κρίσεις μέχρι να φθάσουν, σε μεγάλη συνήθως ηλικία, στην ανώτατη βαθμίδα. Οι αντιρρήσεις, επομένως, για το προωθούμενο σύστημα αξιολόγησης αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα του χαρακτηριστικά: τα κριτήριά του και το γεγονός ότι παρέχει θέση τιμητή στους βασικούς υπεύθυνους για τα ελλείμματα.
Μεταφέρω εδώ φοιτητική επιχειρηματολογία: «Είναι λογικό να αποτελεί βασικό δείκτη ποιότητας ενός πανεπιστημίου η πληρότητα της βιβλιοθήκης του. Αν μια βιβλιοθήκη είναι ανεπαρκής, το κράτος οφείλει πρόσθετη επιχορήγηση για να την εμπλουτίσει. Αν όμως μια αξιολόγηση αναδείξει τη σχετική ανεπάρκεια, τότε το πανεπιστήμιο θα βαθμολογηθεί αρνητικά και, αντί για πρόσθετη επιχορήγηση, θα έχει περικοπές». Ποιος απαντά;
Το δημόσιο πανεπιστήμιο υπάρχει για όλους, κοινωνικό και όχι κρατικό αγαθό. Ο ιδιωτικός χώρος όμως βαρύνεται με δουλείες· μπορεί να προσφέρει επαγγελματική κατάρτιση, αλλά όχι κριτική και οικουμενική γνώση.1 Η διοίκηση ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου δεν μπορεί να αποκτήσει τον άξιο κρατικό και δημοκρατικό χαρακτήρα που έχουν τα εκλεγόμενα πανεπιστημιακά όργανα (πρυτανεία, σύγκλητος κ.λπ.). Θα δέχονταν οι ιδιώτες κάποιον με ιδέες ανταγωνιστικές για τα συμφέροντά τους, να διοικεί το εκπαιδευτικό ίδρυμα που επιχορηγούν;
Ο πολιτικός επιστήμονας στο δημόσιο πανεπιστήμιο μπορεί κατά τη διδασκαλία του να αναπτύσσει κριτικό λόγο για την κρατική εξουσία. Θα μπορούσε ο καθηγητής ιδιωτικού πανεπιστημίου να ασκήσει κριτική κατά των συμφερόντων του εργοδότη του; Θα μπορούσε άραγε να διδάξει ότι τα κινητά τηλέφωνα έχουν επικίνδυνη ακτινοβολία, σε ένα τμήμα που θα λειτουργεί με χορηγίες της κινητής τηλεφωνίας;
Το ίδιο πνεύμα εξάρτησης από την αγορά έχει ήδη οδηγήσει στον περιορισμό των μαθημάτων ανθρωπιστικού χαρακτήρα από τα προγράμματα των Πολυτεχνείων. Σχετική έρευνα έχει δείξει ότι στα αμερικάνικα και στα ευρωπαϊκά Πολυτεχνεία το ποσοστό των υποχρεωτικών μαθημάτων ανθρωπιστικού χαρακτήρα ανέρχεται σε 6% έως 17%, ενώ στη χώρα μας μόλις σε 1,5%.2 Η καθιέρωση της ιδιωτικής πανεπιστημιακής παιδείας δεν θα εισαγάγει επομένως εδώ κάτι εξωτικό, αλλά θα θεσμοποιήσει και θα ενισχύσει καταχρηστικά μια υποδόρεια τάση, που ήδη ταράζει τα πανεπιστήμια.
Στο πεδίο της έρευνας τα πράγματα είναι ακόμη καθαρότερα. Το ιδιωτικό ίδρυμα δεν θα μπορούσε π.χ. να εκπονήσει έρευνες ρύπων, με πορίσματα που να προκαλούν δαπάνες στους χορηγούς (π.χ. για ακριβά φίλτρα). Επίσης, ο ιδιωτικός χώρος δεν έχει κίνητρα για να χρηματοδοτεί έρευνες με μακροπρόθεσμα κοινωνικό ή οικονομικό όφελος, ή επωφελείς για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Η στρέβλωση άλλωστε είναι γενικότερη: σε όλες π.χ. τις βιομηχανικές χώρες (στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία) κυκλοφορούν άνετοι και μεγάλης ταχύτητας σιδηρόδρομοι, που έχουν αναπτυχθεί με δημόσιες δαπάνες και εξυπηρετούν ιδανικά το κοινό. Στις ΗΠΑ των ιδιωτικών επενδύσεων, όμως, ανάλογοι σιδηρόδρομοι λείπουν.3 Η επένδυση σε σιδηροδρόμους είναι ασύμφορη, αφού καθυστερεί να αποδώσει κέρδη, ξεπερνώντας κατά πολύ τον ορίζοντα των οικονομικών συμφερόντων (8-10 χρόνια). Το κοινωνικό όφελος της λειτουργίας τους, άλλωστε, αφορά τους πάντες κι όχι κάποιους μετόχους της αγοράς.
Το ίδιο είδος αγκύλωσης δεσμεύει και την έρευνα στο πανεπιστήμιο. Οσο η δημόσια επιχορήγηση ελαχιστοποιείται, ιδίως η βασική έρευνα φθίνει. Δεν ενδιαφέρει την αγορά, αφού η εκμετάλλευση των ευρημάτων της αφορά το μακρινό μέλλον και όλες τις κοινωνικές τάξεις αδιακρίτως. Οι ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις προωθούν αποκλειστικά την εφαρμοσμένη έρευνα που εξυπηρετεί τις επιχειρήσεις των χορηγών. Δεν στηρίζουν π.χ. έρευνες για θεσμούς του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, για μια ενδεχόμενη διακρίνουσα μεταχείριση σε δικαστικές αποφάσεις, για τη φτώχεια κ.λπ.
Οι συνενοχές από την πλευρά των διδασκόντων (αρκετοί έχουν στρέψει αλλού τα κύρια ενδιαφέροντά τους) και των φοιτητών (όσων νοιάζονται για ένα άκοπο πτυχίο) για τη σημερινή κρίση είναι δεδομένες. Τώρα όμως ο μεγάλος κίνδυνος για τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων εκπορεύεται άνωθεν, ιδίως με τη μορφή μιας συνταγματικής μεταρρύθμισης. Για τον λόγο αυτόν η θετική έκβαση των κινητοποιήσεων θα είναι μακροπρόθεσμα επωφελής για το μέλλον του τόπου.
* Καθηγητής Νομικής στο ΑΠΘ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 βλ. Π. Μαντζούφα, Ακαδημαϊκή ελευθερία (εκδ. «Σάκκουλα», 1997), 381 κ.ε., Ι. Καμτσίδου, Αρθρο, στα 5 χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (εκδ. «Α. Σάκκουλα», 2006) 381 κ.ε. 2. Ερευνα του καθηγητή στο Μετσόβιο κ. Π. Παρασκευόπουλου, η οποία κοινοποιήθηκε σε όλα τα τμήματα (17-1-2006). 3 L. Thurow, Το μέλλον του καπιταλισμού (μτφρ. Ε. Αστερίου, εκδ. «Λιβάνη», 1997) 420.