Το ερώτημα συνέχει, όχι πάντα οι απαντήσεις
Δημήτρης Σεβαστάκης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2021-11-07
Η σχέση με τον «λόγο», την κεντρική άποψη του κόμματος, διαταράσσεται από πολλές αιτίες. Πρώτον, δεν υπάρχει κομματικός λόγος ενιαίος και συμπαγής με τους όρους της μεταδικτατορικής Αριστεράς και των πειθαρχιών της και, δεύτερον, δεν υπάρχει κοινό, παραλήπτες με ισχυρή ενοποιητική βάση, όπως, σε ένα βαθμό, ήταν το κοινό της Αριστεράς της ίδιας περιόδου. Υπάρχει και μια σημαντική τρίτη αιτία. Επειδή -ευτυχώς- υπάρχουν πολλές πηγές (όμιλοι προβληματισμού, Ινστιτούτο Πουλαντζά, ΕΝΑ, ΑΣΚΙ, εργασίες διανοουμένων του χώρου, ευρεία αρθρογραφία σε αριστερά έντυπα), κατά κάποιο τρόπο έχει αποκεντρωθεί η πληροφόρηση, η ανάλυση. Εκπονείται και εκφέρεται από πολλά παράλληλα και, φυσικά, ελεύθερης άρθρωσης κέντρα. Σε σχέση με παλαιότερες εποχές που είχαμε «μια γραμμή», μια έκδοση, μια εκφώνηση, έναν «καθοδηγητή», αυτή η ευρύτητα, νομίζω, και εμπλουτίζει και συγκεφαλαιώνει πολύ πιο αξιόπιστα και πάντως δίνει μερικά πολύ ενδιαφέρονται κείμενα.
Εντούτοις, έρχεται σε μια συνθήκη πολιτιστικής παράλυσης, όπου το κοινό μπερδεύεται, συχνά θέλει μια φωνή, μια διατύπωση, θέλει μια απλή συμπύκνωση, ένα σύνθημα. Πολλές δεκαετίες κυριαρχίας στον δημόσιο χώρο ενός διαφημιστικού και εξόχως μονοσήμαντου λόγου, αλλά και το χάος των social media, έχουν δημιουργήσει μια ανάγκη άμεσης πρόσληψης ενός νοήματος. Τρέχει με εκατό χιλιόμετρα και το μάτι πρέπει να δει κάτι αδρό, ένα οδόσημο, ακαριαία κατανοητό. Δεν έχει θέση σε μια τέτοια συνθήκη ένας περίπλοκος πίνακας ζωγραφικής χρωματικών ευαισθησιών και ημιτονίων.
Άλλωστε ποιος διαβάζει μια εκτενή εργασία, ακόμα κι ένα άρθρο με αναπτυγμένη και οργανωμένη επιχειρηματολογία; Υπό τους όρους μιας δομικής, «πολιτιστικής» αδυναμίας πρόσληψης, συχνά ο λόγος του κόμματος γίνεται ο λόγος εκδοχών του κόμματος, εκδοχών της Αριστεράς, εκδοχών της μνήμης κ.λπ. Αυτό εκλαμβάνεται ως απειθαρχία και χάος. Σίγουρα, επικοινωνιακά, διʼ αυτού του δρόμου υπονομεύεται συστηματικά η συμβολική οντότητα του κόμματος και των παραμέτρων που το συστήνουν, αλλά, όντως, αυτό είναι το πρόβλημα; «Ένα χωριό», όπως λένε ειρωνικά για τον ΣΥΡΙΖΑ αντίπαλοι; Και τι χρειάζεται; Μια εικόνα, μια φωνή (μια γροθιά;).
Δεν έχω εύκολη απάντηση, πέραν τού ότι υψηλής στάθμης ιδεολογικό επίπεδο, η παιδεία του αναγνώστη, διακρίνει και τους ενοποιητικούς κώδικες, αλλά και τις λογικές αποκλίσεις, στον πλατιά εκδηλωμένο και παραγόμενο αριστερό λόγο. Όμως μια τέτοια απάντηση δεν περιλαμβάνει το επίδικο. Πώς φτάνει στον πολίτη ο κομματικός λόγος ως κάτι το συμπαγές, συνεκτικό και, κυρίως, διαφορετικό;
Πριν από αρκετά χρόνια (σε ένα από τα κόμματα της Αριστεράς), κατέβηκε από την καθοδήγηση μια άποψη (στο ξεκούδουνο), υποτίθεται του Λένιν, για την ύπαρξη δύο πολιτισμών. Αφού έχουμε δύο τάξεις, δύο ανταγωνιστικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα, άρα δεν μπορεί παρά να έχουμε και δύο πολιτισμούς. Πέραν του απλοϊκού σχήματος, που παρέλειπε π.χ. τη γλώσσα, ανοιγόταν ένα ευρύτατο πεδίο προκρούστειας λογικής. Ο τάδε καλλιτέχνης από ʼδώ, ο δείνα από ʼκεί. Επομένως, η ανεξιχνίαστης διαδικασίας και αλλοπρόσαλλης λογικής άποψη της καθοδήγησης θα εξελισσόταν σε ένα λογοκριτικό μαχαίρι, αναβιώνοντας τις προδικτατορικές περιόδους του ενδοκομματικού αυταρχισμού με τα γνωστά περιστατικά στην «Επιθεώρηση Τέχνης» κ.λπ. «Δικός μας» και από «τους άλλους». Κάποιοι διαφωνήσαμε και απομακρυνθήκαμε (1982-1983).
Εκείνο όμως στο οποίο θέλω να επιμείνω είναι ότι σήμερα δεν θα ετίθετο ένα τέτοιο πρόβλημα. Μια λάθος άποψη να κατέβει ως υποχρεωτική. Πώς, όμως, η ευρυχωρία δεν θα εκλαμβάνεται ως ανταγωνισμός ιδεολογικών τάσεων (και ενίοτε διαγκωνισμός ομάδων ισχύος); Φαίνεται ότι η δουλειά, όχι, κυρίως, παραγωγής λόγου, αλλά ενοποίησης, σύνθεσης, ακριβούς ανάλυσης και συμπύκνωσης, είναι και εκκρεμής, αλλά και επείγουσα. Και δεν είναι ψιλά γράμματα. Το βαθύ αίτημα ταυτότητας υπήρξε κεντρικό όχημα συνοχής. Γιατί το ερώτημα συνέχει. Πολύ λιγότερο οι απαντήσεις.