Η δύσκολη επάνοδος της Σοσιαλδημοκρατίας
Σωτήρης Βαλντέν, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-11-16
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία εξακολουθεί να βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Στη Γαλλία, οι Σοσιαλιστές είναι σχεδόν υπό διάλυση, χωρίς ελπίδα να «παίξουν» στις εκλογές του Μαΐου. Στην Ιταλία, παρά τις δημοτικές εκλογές, δυο ακροδεξιά κόμματα κυριαρχούν πάντα στις δημοσκοπήσεις. Στην Πορτογαλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση έπεσε και στην Ισπανία το ρεύμα είναι υπέρ της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Σε παρακμή και αμήχανοι φαίνονται και οι Βρετανοί Εργατικοί. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη, σοσιαλιστικά κόμματα, που παλαιότερα πλησίαζαν την πλειοψηφία, σήμερα αγωνίζονται να κρατηθούν πάνω από το 20%, ενώ στα πρώην κομμουνιστικά κράτη-μέλη της Ε.Ε. η Αριστερά είναι σχεδόν ανύπαρκτη (όταν δεν είναι απόλυτα διεφθαρμένη, βλ. Ρουμανία, Βουλγαρία).
Αλλά και η εικόνα τής πέραν των σοσιαλδημοκρατών Αριστεράς δεν είναι καλύτερη, με εξαίρεση τον ΣΥΡΙΖΑ (που πάντως δεν ανακάμπτει από την ήττα του 2019), και στις χώρες του Βορρά: καταποντισμός στη Γερμανία, απόλυτη ανευθυνότητα στη Γαλλία, περιθωριακή θέση ή και ανυπαρξία σε πολλές άλλες. Αν σε αυτά προσθέσουμε τις μεγάλες δυσκολίες του Μπάιντεν (ήττα στη Δυτική Βιργινία, κάθετη πτώση της δημοτικότητάς του), συμπεραίνουμε πως πόρρω απέχουμε από μια επάνοδο εν θριάμβω των προοδευτικών.
Εξ ίσου σημαντικό είναι και με ποιους όρους οι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται ή επανέρχονται στην εξουσία. Ως αποτέλεσμα των συσχετισμών και των εκλογικών συστημάτων, οι αυτοδύναμες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ή και τα αριστερά μέτωπα δίνουν συχνά τη θέση τους σε συνεργασίες με κεντρώα, δεξιά (ακόμη και ακροδεξιά –Ιταλία) κόμματα που αποκλείουν ριζικές μεταρρυθμίσεις. Στη Γερμανία η αναγκαστική συμμετοχή του FDP (πιθανότατα και στο υπουργείο Οικονομικών) καθιστά αδύνατη την εγκατάλειψη της άκαμπτης δημοσιονομικής πολιτικής και θέτει σε κίνδυνο τη συνέχιση της κεϊνσιανής πολιτικής στην Ευρώπη μετά την πανδημία.
Στη Σουηδία, οι σοσιαλδημοκράτες έχουν δώσει γην και ύδωρ στο φιλελεύθερο κόμμα του Κέντρου για κρίσιμα ζητήματα της κοινωνικής ατζέντας. Σοσιαλιστικά κόμματα εξακολουθούν να αρνούνται τη συνεργασία με την πέραν αυτών Αριστερά. Στη Δανία, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει (με τη στήριξη μάλιστα της Αριστεράς) μια ακραία αντιμεταναστευτική πολιτική στο όνομα της καταπολέμησης της Ακροδεξιάς. Και βέβαια, ένα μεγάλο μέρος των επαναστατικών μεταρρυθμίσεων που είχε εξαγγείλει ο Μπάιντεν εγκαταλείπονται υπό την πίεση των λόμπι και των «εντός των τειχών» οργάνων τους.
Ακούγεται συχνά πως, σε κάθε περίπτωση, κυβερνήσεις με σοσιαλδημοκρατική ηγεσία ή συμμετοχή είναι καλύτερες από συντηρητικές ή και ακροδεξιές που αποτελούν το μόνο ρεαλιστικό εναλλακτικό σχήμα. Επισημαίνεται, ακόμη, πως η γραμμή που αποδίδει για τους σοσιαλιστές είναι η μετριοπαθής, «κεντρώα». Τα αριστερά πειράματα τους οδηγούν στο περιθώριο (βλέπε Κόρμπιν). Ο εχθρός του Μπάιντεν είναι η Αριστερά του κόμματός του, όχι ο Τραμπ, έγραφε έγκυρη εφημερίδα.
Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε πραγματικότητες, υποτιμά όμως, κατά τη γνώμη μου, το βάθος της κρίσης της Αριστεράς και παραγνωρίζει τα αίτιά της. Η παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται εν πολλοίς στη μακρόχρονη προγραμματική και κυβερνητική προσέγγιση με τον νεοφιλελευθερισμό. Η πολιτική αυτή χάρισε μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης της Αριστεράς, ενίοτε και της κοινωνικής της ατζέντας, στην Ακροδεξιά. Η διαφορά ανάμεσα σε Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά έγινε δυσδιάκριτη. Αν η επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας γίνεται στο ίδιο πλαίσιο, κινδυνεύει να έχει την ίδια κατάληξη. Στο όνομα του ρεαλισμού διατηρούνται πολιτικές που αναπαράγουν τη νεοφιλελεύθερη δυστοπία και ακριβώς γεννούν και ενισχύουν την Ακροδεξιά και ενσωματώνουν τις ιδέες της.
Τα διλήμματα για την Αριστερά ασφαλώς δεν είναι απλά. Η επιλογή ανάμεσα σε δεξιά ή (κεντρο)αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορα τα προοδευτικά κόμματα και τους πολίτες. Πολλώ μάλλον όταν μαζί ή πίσω από τη Δεξιά παραμονεύει ο εφιάλτης της Ακροδεξιάς και των πολιτικών της. Απέναντι στην Ακροδεξιά επιβάλλεται η ενότητα όλων των δημοκρατών. Επίσης, είναι αλήθεια πως με το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις κοινωνίες μας, πολύ συχνά μια αριστερή ατζέντα είναι συνταγή ήττας.
Οσον αφορά την ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης, το καλύτερο είναι πράγματι συχνά εχθρός του καλού και βέβαια οι καιροί όπου οι επαναστάτες περίμεναν την ευκαιρία για την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων έχουν παρέλθει. Από την άλλη πλευρά, όμως, η θεωρία πως η Αριστερά πρέπει να είναι «κυβερνώσα» υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, με οποιουσδήποτε συμμάχους και με οποιαδήποτε «ρεαλιστική» γραμμή, δεν ευσταθεί. Χωρίς ένα προγραμματικό μίνιμουμ και τους συσχετισμούς για την υλοποίησή του, η κυβερνητική συμμετοχή αποδυναμώνει κάθε προοπτική αλλαγής, σπρώχνει τη δυσαρέσκεια και την αμφισβήτηση σε έναν αδιέξοδο και κατά κανόνα ακροδεξιό «αντισυστημισμό», και τελικά αποβαίνει αυτοκαταστροφική για την Αριστερά. Ο «κυβερνητισμός» ηγεσιών και στελεχών που εθίστηκαν επί μακρόν στην εξουσία μπορεί να είναι κακός οδηγός.
Πίσω από τις δυσκολίες και τα διλήμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς βρίσκεται το γεγονός της συνολικής μετατόπισης των κοινωνιών προς τα δεξιά, με αιχμή του δόρατος τα ταυτοτικά ζητήματα και ιδίως το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Για τη μετατόπιση αυτή φέρει ευθύνη όλο το δημοκρατικό φάσμα που, στο όνομα του πολιτικού κόστους, ελάχιστα έδωσε και δίνει στη μάχη των ιδεών. Οι κοινωνίες μας βυθίζονται έτσι όλο και περισσότερο στην ξενοφοβία και στον εθνικισμό, τα ταυτοτικά επιβάλλονται στα κοινωνικά και οι δημοκρατικές δυνάμεις δυσκολεύονται να σπάσουν τον φαύλο κύκλο.
Κατά τη γνώμη μου, όρος για μια βιώσιμη ανάκαμψη είναι η Αριστερά να δώσει τη μάχη των ιδεών πιο επιθετικά, ακόμη και με πρόσκαιρο πολιτικό κόστος. Η πολιτική κατευνασμού της ξενοφοβίας και του εθνικισμού είναι αυτοκτονική γι’ αυτήν και για τη δημοκρατία. Εξάλλου, οι εμπειρίες της οικονομικής κρίσης, της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας ευνοούν τη διάδοση των βασικών αξιών και προγραμματικών θέσεων της Αριστεράς, την ανάδειξη μιας ριζοσπαστικής αριστερής κοινωνικής και πράσινης ατζέντας που θα οδηγεί στην υπέρβαση του σημερινού καπιταλισμού. Οταν η Αριστερά εγκαταλείπει αυτό το πεδίο προς όφελος ενός κοντόφθαλμου ρεαλισμού, στην πραγματικότητα χάνει μια ιστορική, ίσως την τελευταία, ευκαιρία της.