Κάτι τρέχει με το ΠΑΣΟΚ
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-12-11
Και ξαφνικά όλοι μιλούν για το ΠΑΣΟΚ. Η εντυπωσιακά μεγάλη- κι όχι μόνον με τα ελληνικά μέτρα- συμμετοχή στις εκλογές, την περασμένη Κυριακή, φούσκωσε τα πανιά- ίσως και τα μυαλά- ενός πολιτικού οργανισμού που σε λίγο συμπληρώνει δέκα χρόνια από την στιγμή της συντριβής του, στον μεγάλο σεισμό του 2012. Η συζήτηση άνοιξε σε ένα κλίμα ευφορίας, που ευνοεί τα όνειρα: Πώς θα επιστρέψουν οι ψηφοφόροι που έφυγαν θυμωμένοι την τελευταία δεκαετία; Πώς θα γυρίσουν μαζί τους και οι παλιές ωραίες ημέρες; Πώς θα αλλάξει ο συσχετισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ (ή όπως θα λέγεται το κόμμα αύριο) από το ένα προς τέσσερα των εκλογών στο ένα προς δύο κι από εκεί στην πλήρη αναστροφή του ισοζυγίου;
Όπως έγραψε ένας εκ των πρωταγωνιστών της προσπάθειας γεφύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ με την κεντροαριστερά (Αντώνης Λιάκος στην Εφ Συν, 9.12), το ερώτημα αν μπορεί να ανασυγκροτηθεί ένας σοσιαλδημοκρατικός πόλος δεν μπορεί να τεθεί «χωρίς παράλληλα να τεθεί το ζήτημα γιατί δεν επιτεύχθηκε ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν προοδευτικό πόλο Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στο προηγούμενο διάστημα». Έχει δίκιο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε ως πειστικός διεκδικητής της εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ κι αν η προσπάθεια μετασχηματισμού του, που με τόσες φιλοδοξίες είχε εξαγγελθεί, δεν είχε οδηγήσει σε τόσο «πενιχρά αποτελέσματα» (όπως γράφει ο Λιάκος), δεν θα είχαν σηκωθεί 270.000 πολίτες κυριακάτικα να στηθούν στις ουρές για την πράσινη κάλπη, ούτε η συμμετοχή τους θα είχε ανοίξει τέτοια συζήτηση για την «επιστροφή του ΠΑΣΟΚ».
Αλλά γιατί δεν κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει; Η συνηθισμένη απάντηση είναι ότι φταίει «το DNA του 3%». Ότι ένας μικρός και μικρόψυχος κομματικός μηχανισμός αντιστέκεται και σαμποτάρει την διεύρυνση στο όνομα της αριστερής καθαρότητας. Αλλά η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Ένα κόμμα που συνδέθηκε με ενα ορισμένο κοινωνικό ακροατήριο στα χρόνια της μνημονιακής δυστυχίας, δεσμεύεται από αυτό. Δεν είναι εύκολο να μετακινηθεί σε ένα λόγο και μια θεματολογία «πιο κεντροαριστερή», με την οποία το ακροατήριο που στην προηγούμενη φάση κέρδισε δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Θα έπρεπε να ανασυγκροτηθεί η κοινωνική συμμαχία του αντι-μνημονίου, σε εντελώς νέα βάση, με νέο, αντεστραμμένο πρόσημο, κι αυτό απαιτεί ένα πολιτικό και προγραμματικό ταλέντο, που δεν έχει φανερωθεί.
Κι έπειτα, είναι οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί του παρελθόντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει το άλμα προς την κυβερνητική πλειοψηφία, διέπραξε μια «πνευματική προδοσία». Υιοθέτησε- προδίδοντας την καταγωγή του από τον κόσμο των φώτων- τις πιο ανορθολογικές θεωρίες συνομωσίας για τις αιτίες και τις συνθήκες της χρεοκοπίας, συνεργάστηκε με τον- πολιτικά και πολιτιστικά- απεχθέστερο εχθρό των ιδεών του, μετήλθε κάθε μέσο προκειμένου να συντρίψει το ΠΑΣΟΚ, ως κυρίαρχο εκφραστή του χρεοκοπημένου κοινωνικού συμβολαίου, για να το υποκαταστήσει με μια ανέφικτη υπόσχεση αναβίωσης του ίδιου συμβολαίου. Κι έπειτα υποχρεώθηκε να προδώσει την υπόσχεσή του, κυβερνώντας ως αποτελεσματικό κόμμα του τρίτου μνημονίου και προβάλοντας ως μόνη εξήγηση για την στροφή τις περίφημες «αυταπάτες». Πως θα μπορούσε, λοιπόν, να περάσει στη νέα εποχή, χωρίς να αναμετρηθεί, πολιτικά και πνευματικά, με την ίδια του την εμπειρία; Και πως θα μπορούσε να υποσχεθεί ένα μέλλον, κρύβοντας κάτω από το χαλί το παρελθόν;
Θα μπορούσε, ίσως, να δοκιμάσει τώρα, υπό πίεση, ότι δεν έκανε τα προηγούμενα χρόνια. Η απειλή ανόδου του ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε να ξεκουνήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από την μακάρια βεβαιότητα πως, αφού η θέση του ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν απειλείται, δεν χρειάζεται να κάνει πολλά. Πως, χωρίς πνευματική προσπάθεια, χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική, χωρίς πολιτικό ρίσκο, αρκεί να ασκεί εύκολη «δομική αντιπολίτευση» και να περιμένει τον ευλογημένο νόμο της βαρύτητας να λειτουργήσει για να κάνει τον δεύτερο, πρώτο. Δεν μοιάζει εύκολο. Αλλά θα ήταν λάθος να υποτιμήσει κανείς την δυνατότητα ενός κόμματος που έχει δείξει μεγάλη προσαρμοστικότητα και δεν έχει χάσει την φιλοδοξία του, να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον αλλαγμένων συσχετισμών.
Με αυτήν την υποσημείωση, μπορεί τώρα να τεθεί ξανά το ερώτημα: Και πώς θα μπορούσε το ΚΙΝΑΛ να τα μετατρέψει όλα αυτά- την συγκίνηση για την Φώφη, την νοσταλγία για τον πράσινο ήλιο, το ότι το ΠΑΣΟΚ έγινε, ίσως, και πάλι μόδα, το μομέντουμ της μεγάλης συμμετοχής και την εύνοια μιας συγκυρίας όπου η φθορά της κυβέρνησης χάνεται στον αέρα και δεν «εισπράττεται» από μια ατελή αντιπολίτευση και όπου μια αίσθηση κενού κινεί τα βήματα των πολιτών προς την εσωκομματική του κάλπη- σε μια πραγματική επιχείρηση ανασυγκρότησής του;
Προφανώς όχι νοσταλγώντας απλώς περασμένα μεγαλεία. Η παράταξη της οποίας προβάλει ως κληρονόμος έγραψε την ιστορία της χτίζοντας, σε διαφορετικές εποχές, μεγάλες κοινωνικές, λαϊκές συμμαχίες που είχαν στον πυρήνα τους ένα προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό, μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Μπορεί να επαναλάβει, στις νέες συνθήκες, το παλιό εγχείρημα;
Όπως έγραψε ένας εκ των πρωταγωνιστών της προσπάθειας γεφύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ με την κεντροαριστερά (Αντώνης Λιάκος στην Εφ Συν, 9.12), το ερώτημα αν μπορεί να ανασυγκροτηθεί ένας σοσιαλδημοκρατικός πόλος δεν μπορεί να τεθεί «χωρίς παράλληλα να τεθεί το ζήτημα γιατί δεν επιτεύχθηκε ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν προοδευτικό πόλο Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στο προηγούμενο διάστημα». Έχει δίκιο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε ως πειστικός διεκδικητής της εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ κι αν η προσπάθεια μετασχηματισμού του, που με τόσες φιλοδοξίες είχε εξαγγελθεί, δεν είχε οδηγήσει σε τόσο «πενιχρά αποτελέσματα» (όπως γράφει ο Λιάκος), δεν θα είχαν σηκωθεί 270.000 πολίτες κυριακάτικα να στηθούν στις ουρές για την πράσινη κάλπη, ούτε η συμμετοχή τους θα είχε ανοίξει τέτοια συζήτηση για την «επιστροφή του ΠΑΣΟΚ».
Αλλά γιατί δεν κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξει; Η συνηθισμένη απάντηση είναι ότι φταίει «το DNA του 3%». Ότι ένας μικρός και μικρόψυχος κομματικός μηχανισμός αντιστέκεται και σαμποτάρει την διεύρυνση στο όνομα της αριστερής καθαρότητας. Αλλά η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Ένα κόμμα που συνδέθηκε με ενα ορισμένο κοινωνικό ακροατήριο στα χρόνια της μνημονιακής δυστυχίας, δεσμεύεται από αυτό. Δεν είναι εύκολο να μετακινηθεί σε ένα λόγο και μια θεματολογία «πιο κεντροαριστερή», με την οποία το ακροατήριο που στην προηγούμενη φάση κέρδισε δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Θα έπρεπε να ανασυγκροτηθεί η κοινωνική συμμαχία του αντι-μνημονίου, σε εντελώς νέα βάση, με νέο, αντεστραμμένο πρόσημο, κι αυτό απαιτεί ένα πολιτικό και προγραμματικό ταλέντο, που δεν έχει φανερωθεί.
Κι έπειτα, είναι οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί του παρελθόντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει το άλμα προς την κυβερνητική πλειοψηφία, διέπραξε μια «πνευματική προδοσία». Υιοθέτησε- προδίδοντας την καταγωγή του από τον κόσμο των φώτων- τις πιο ανορθολογικές θεωρίες συνομωσίας για τις αιτίες και τις συνθήκες της χρεοκοπίας, συνεργάστηκε με τον- πολιτικά και πολιτιστικά- απεχθέστερο εχθρό των ιδεών του, μετήλθε κάθε μέσο προκειμένου να συντρίψει το ΠΑΣΟΚ, ως κυρίαρχο εκφραστή του χρεοκοπημένου κοινωνικού συμβολαίου, για να το υποκαταστήσει με μια ανέφικτη υπόσχεση αναβίωσης του ίδιου συμβολαίου. Κι έπειτα υποχρεώθηκε να προδώσει την υπόσχεσή του, κυβερνώντας ως αποτελεσματικό κόμμα του τρίτου μνημονίου και προβάλοντας ως μόνη εξήγηση για την στροφή τις περίφημες «αυταπάτες». Πως θα μπορούσε, λοιπόν, να περάσει στη νέα εποχή, χωρίς να αναμετρηθεί, πολιτικά και πνευματικά, με την ίδια του την εμπειρία; Και πως θα μπορούσε να υποσχεθεί ένα μέλλον, κρύβοντας κάτω από το χαλί το παρελθόν;
Θα μπορούσε, ίσως, να δοκιμάσει τώρα, υπό πίεση, ότι δεν έκανε τα προηγούμενα χρόνια. Η απειλή ανόδου του ΚΙΝΑΛ θα μπορούσε να ξεκουνήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από την μακάρια βεβαιότητα πως, αφού η θέση του ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν απειλείται, δεν χρειάζεται να κάνει πολλά. Πως, χωρίς πνευματική προσπάθεια, χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική, χωρίς πολιτικό ρίσκο, αρκεί να ασκεί εύκολη «δομική αντιπολίτευση» και να περιμένει τον ευλογημένο νόμο της βαρύτητας να λειτουργήσει για να κάνει τον δεύτερο, πρώτο. Δεν μοιάζει εύκολο. Αλλά θα ήταν λάθος να υποτιμήσει κανείς την δυνατότητα ενός κόμματος που έχει δείξει μεγάλη προσαρμοστικότητα και δεν έχει χάσει την φιλοδοξία του, να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον αλλαγμένων συσχετισμών.
Με αυτήν την υποσημείωση, μπορεί τώρα να τεθεί ξανά το ερώτημα: Και πώς θα μπορούσε το ΚΙΝΑΛ να τα μετατρέψει όλα αυτά- την συγκίνηση για την Φώφη, την νοσταλγία για τον πράσινο ήλιο, το ότι το ΠΑΣΟΚ έγινε, ίσως, και πάλι μόδα, το μομέντουμ της μεγάλης συμμετοχής και την εύνοια μιας συγκυρίας όπου η φθορά της κυβέρνησης χάνεται στον αέρα και δεν «εισπράττεται» από μια ατελή αντιπολίτευση και όπου μια αίσθηση κενού κινεί τα βήματα των πολιτών προς την εσωκομματική του κάλπη- σε μια πραγματική επιχείρηση ανασυγκρότησής του;
Προφανώς όχι νοσταλγώντας απλώς περασμένα μεγαλεία. Η παράταξη της οποίας προβάλει ως κληρονόμος έγραψε την ιστορία της χτίζοντας, σε διαφορετικές εποχές, μεγάλες κοινωνικές, λαϊκές συμμαχίες που είχαν στον πυρήνα τους ένα προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό, μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Μπορεί να επαναλάβει, στις νέες συνθήκες, το παλιό εγχείρημα;