Η δικαστική ανεξαρτησία
Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-12-18
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έγκειται στην απαγόρευση κάθε αναμείξεως άλλων κρατικών οργάνων και κάθε αθέμιτη παρέμβαση τρίτων στην άσκηση του έργου της, που αποτελεί το «σοβαρότερο και σπουδαιότερο από όσα εκτελούνται στην πολιτεία».1 Διότι στα δικαστήρια ανατίθεται η τήρηση της νομιμότητας και η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. Ιδιαίτερα στις ποινικές δίκες η δικαστική ανεξαρτησία συνέχεται με τη συνειδητή δέσμευση του δικαστή στον νόμο, αφού οι αποφάσεις που εκδίδονται αφορούν το υπέρτατο αγαθό της προσωπικής ελευθερίας.2
2. Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων χαρακτηρίζονται ως «τόλμημα της συνείδησης του δικαστή».3 Απαιτούν την πνευματική και ηθική έξαρσή του και την αντίστασή του απέναντι στην επιβουλή της πολιτικής εξουσίας (του «ενιαίου κέντρου», που απαρτίζουν οι δύο άλλες κρατικές εξουσίες, η νομοθετική και η εκτελεστική - κυβερνητική), όσο και των «ιδιωτικών εξουσιών», που κινούνται από έναν απροκάλυπτο εγωισμό που αγνοεί το χρέος της αλληλεγγύης. Η δικαστική εξουσία, όμως, δεν ασκεί πολιτική, δεν επιδιώκει δικούς της υποκειμενικούς σκοπούς. Ο δικαστής έχει ελευθερία γνώμης, αλλά μόνο στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τελολογίας, όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος. Οποιαδήποτε άλλη «σκοπιμότητα» όπως και οι προσωπικές πεποιθήσεις ή προκαταλήψεις του δικαστή είναι ασύμβατες με την ασφάλεια που οφείλει να παρέχει το δίκαιο, το οποίο λειτουργεί με «αντίληψη ισότητας και δικαιοσύνης» απέναντι σε όλους και χάριν της ειρηνικής συμβίωσης ελεύθερων πολιτών.
3. Ο δικαστικός θεσµός είναι τόσο αναγκαίος, ώστε πρέπει να είναι και να φαίνεται υπεύθυνος, αμερόληπτος και αδέκαστος. Διότι έχει ανάγκη από την κοινωνική νομιμοποίηση, την εμπιστοσύνη των πολιτών. Οι κατά παράδοση προσπάθειες χειραγώγησης της Δικαιοσύνης, είτε από τις απαιτήσεις της «κοινής γνώμης» είτε σύμφωνα με πολιτικές «εντολές», είναι απαράδεκτες όσο και οι απόπειρες αθέμιτου επηρεασμού των λειτουργών της. Ο δικαστής έχει συνείδηση ότι ασκεί ένα κοινωνικά κρίσιμο λειτούργημα με προσωπική αξιοπρέπεια και «βασανιζόμενη συνείδηση» και γιʼ αυτό οφείλει να υπερβεί τις προδιαθέσεις του και να πλεύσει αντίθετα προς τα εκάστοτε «ρεύματα».4 Καλείται, όμως, να αξιοποιήσει το «απόθεμα κοινωνικής συναίνεσης που βρίσκεται θησαυρισμένο στο Σύνταγμα».5 Η δικαιοκρατική αρχή απορρίπτει τόσο τον δικαστικό «ακτιβισμό» που εκφράζει εξουσιαστική διάθεση και θεσμική υπέρβαση όσο και τον ελλιπή ή άτολμο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
4. Η δικαστική λειτουργία αποτελεί θεσμικό αντίβαρο στην πολιτική εξουσία. Το Σύνταγμα αντιτάσσει απέναντι στην πολιτική κυριαρχία της πλειοψηφίας ένα σύστημα ορίων και εγγυήσεων και έτσι προσφέρει στη σφαίρα της πολιτικής έναν άνετο χώρο έκφρασης και διαμόρφωσης κυβερνητικών πολιτικών στο όνομα της δημοκρατικής αρχής.6 Ταυτόχρονα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ακρόασης και ισηγορίας ενισχύει τα ουσιαστικά δικαιώματα και επιβάλλει μια δίκαιη και ασφαλή έννομη τάξη.
5. Η ανεξαρτησία της δικαιοδοτικής εξουσίας αποτελεί προϋπόθεση έλλογης και σύννομης λειτουργίας της. Η υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και το σύστημα των ενδίκων μέσων αποτελούν εσωτερικά μέσα ορθότητας των δικανικών κρίσεων. Η κριτική που ασκείται από τη νομική επιστήμη, αλλά και τους ενδιαφερόμενους, αλλά «ενήμερους», πολίτες, είναι θεμιτή και κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Απορρέει από την αρχή της νομιμότητας. Στο κράτος δικαίου «δεν χρειάζεται περισσότερη εξουσία απʼ όσο είναι απαραίτητη, ούτε λιγότερη ελευθερία απʼ όσο είναι εφικτή».7