Καταπολέμηση ανισοτήτων – πεδίο διαμόρφωσης ενός σύγχρονου προοδευτικού σχεδίου
Αλέξης Χαρίτσης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-12-18
Η μισή χώρα κατέχει -2% του πλούτου. Δεν είναι παραδοξολογία. Είναι το κεντρικό συμπέρασμα σε ό,τι αφορά τη χώρα μας της παγκόσμιας έρευνας του World Inequality Lab: ο μισός πληθυσμός έχει κατά μέσο όρο περισσότερο χρέος από ό,τι πλούτο/περιουσία. Δηλαδή χρωστάει περισσότερα από όσα κατέχει! Στον αντίποδα, το ανώτατο 10% κατέχει κάτι περισσότερο από το 50% του εθνικού πλούτου. Οι δείκτες αποτυπώνουν την όξυνση της κοινωνικής ανισότητας μέσα στη μετασχηματιστική εμπειρία της οικονομικής κρίσης και της σύγχρονης πανδημίας. Υποδεικνύουν όμως και κάτι άλλο: το κοινωνικό ζήτημα είναι ο κρίσιμος καταλύτης (και) της εποχής μας. Στο πρόσφατο παρελθόν, η υποτίμηση της σημασίας του από τις συγκλίνουσες δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς και της συστημικής σοσιαλδημοκρατίας είχε καταστροφικές συνέπειες: οι ανισότητες έθρεψαν τον πολιτικό αυταρχισμό, την αναζήτηση του ισχυρού ηγέτη, τη νοσταλγία για την εποχή του περίκλειστου έθνους - κράτους.
Σήμερα, η παγκόσμια συζήτηση αφορά την καταπολέμηση των ανισοτήτων μέσα από τη διαμόρφωση μιας νέας πολυεπίπεδης κοινωνικής και πολιτικής συμφωνίας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης που μας οδήγησε σε αυτό το σημείο. Αυτή η συζήτηση - και οι πολιτικές που παράγει, όπως στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης - φαίνεται να μην αφορά την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Στον προϋπολογισμό του 2022 όσο και να ψάχνει κανείς δεν θα βρει ένα σχέδιο αντιμετώπισης των δύο βασικών προκλήσεων: της πανδημίας και της ακρίβειας - δύο φαινόμενα που παροξύνουν τις ανισότητες. Για τη ΝΔ είναι σαν να μην υπάρχουν. Δεν είναι θέμα αντιληπτικό με τη στενή έννοια. Είναι μια πολιτική επιλογή. Με το να υποβαθμίζει τις κρίσεις που μας απειλούν, θεωρεί ότι μπορεί να προχωρήσει άνετα στην αναπαραγωγή ενός αποτυχημένου μοντέλου ανάπτυξης και να αποφύγει μέτρα κοινωνικής και οικονομικής θωράκισης σε μια επισφαλή συνθήκη. Η ανισότητα δεν απασχολεί την κυβέρνηση. Ή, ακριβέστερα, δεν τη θεωρεί πρόβλημα. Το αντίθετο. Συχνά τη θεωρεί - μέσα από το σχήμα της εσωτερικής υποτίμησης - ως αναγκαία προϋπόθεση ανάπτυξης και επενδύσεων.
Αν δεν θέλουμε η επόμενη έκθεση να παρουσιάζει ακόμα βαθύτερο το χάσμα μεταξύ των πολλών και των λίγων, η καταπολέμηση των ανισοτήτων μπορεί και πρέπει να αποτελέσει πεδίο προγραμματικής διαμόρφωσης ενός σύγχρονου προοδευτικού σχεδίου. Η παγκόσμια συζήτηση και οι πιο πρόσφατες αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ενεργοποίηση ρήτρας διαφυγής στο Σύμφωνο Σταθερότητας, δημιουργία Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) προσφέρουν δυνατότητες για ακόμα περισσότερα βήματα προς τη ριζική μεταβολή του αναποτελεσματικού παραγωγικού μοντέλου της χώρας μας που οδηγεί τόσο στη διαιώνιση των ανισοτήτων όσο και στην όξυνσή τους σε στιγμές κρίσης. Εδώ θα κριθούμε όλοι. Αν θα προσπεράσουμε την ιστορική αυτή δυνατότητα ή αν θα εργαστούμε προκειμένου να συγχρονιστεί η χώρα με αυτήν και ταυτόχρονα να αναδειχθεί σε υπόδειγμα βιώσιμης, συμπεριληπτικής και δίκαιης ανάπτυξης που εγγυάται την κοινωνική ευημερία.
Η συζήτηση ανάμεσα στην Αριστερά, στην πολιτική οικολογία και στη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη παράγει χειροπιαστά και ελπιδοφόρα αποτελέσματα - το παράδειγμα της Πορτογαλίας στη διαχείριση της πανδημίας μέσα από την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και το επιτυχημένο εμβολιαστικό πρόγραμμα είναι ένα από αυτά. Είναι καιρός και στη χώρα μας να διαμορφωθεί κάτι ανάλογο. Η προοδευτική πολιτική δεν είναι υπόθεση γενικόλογων διακηρύξεων. Είναι ζήτημα προγραμματικών δεσμεύσεων, ρητών στόχων και ριζοσπαστικών μεταβολών. Οποιος θεωρεί - όπως είχε πει ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ - τις ανισότητες ως κάτι το «φυσικό», τότε έχει ήδη διαλέξει πλευρά. Οσοι όμως έχουμε θέσει ως στρατηγικό στόχο τη ριζική καταπολέμησή τους πρέπει να εργαστούμε από κοινού πάνω σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την ελληνική νέα αρχή.