Πώς μπορούν να φορολογηθούν τα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας
Gabriel Zuchman, Παναγιώτης Νικολαϊδης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2023-02-22
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 και ο πόλεμος που επακολούθησε προκάλεσαν δυσχέρειες στην παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα σε αυτήν της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η άνοδος των τιμών της ενέργειας -με τις τιμές του πετρελαίου να εκτοξεύονται από περίπου 70 δολάρια το 2021, στα 120 δολάρια τον Ιούνιο του 2022- αύξησε κατακόρυφα το κόστος εισροών των επιχειρήσεων και τις ενεργειακές δαπάνες των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για τις τιμές της ενέργειας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες τιμές ρεύματος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., τόσο για τους οικιακούς όσο και για τους μη οικιακούς καταναλωτές, με 0,332 €/kWh και 0,353 €/kWh, αντίστοιχα. Οι επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών είναι ακόμη σοβαρότερες αν λάβουμε υπόψη την αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα, η οποία παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Οι υψηλότερες τιμές αυξάνουν τις ανισότητες, υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών και επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Για ορισμένες εταιρείες, ωστόσο, η πολεμική αυτή σύρραξη αποτέλεσε ευκαιρία. Ενώ η παραγωγικότητα παρέμεινε η ίδια, πολλές εταιρείες ενέργειας είδαν τα κέρδη τους και τις τιμές των μετοχών τους να αυξάνονται, αποκομίζοντας κέρδη από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι μια αναδιανομή του πλούτου από τον γενικό πληθυσμό σε λίγους τυχερούς επενδυτές και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων.
Προκειμένου να μετριαστεί το ενεργειακό σοκ, προτείνουμε να φορολογηθεί η αύξηση της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης των εταιρειών ενέργειας. Αυτός ο σύγχρονος φόρος υπερκερδών θα αναδιανέμει αποτελεσματικά τα έκτακτα κέρδη από τον πόλεμο με απλό τρόπο. Με βάση τους υπολογισμούς μας, ένας φόρος 33% επί της αύξησης της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης των ενεργειακών εταιρειών με έδρα (ή με πωλήσεις) στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2022 θα απέφερε έσοδα ύψους περίπου 80 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ευρωπαϊκή Ενωση, που αντιστοιχούν στο 0,4% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Εάν μοιραζόταν πλήρως και ισόποσα σε όλα τα νοικοκυριά της Ε.Ε., αυτός ο εφάπαξ φόρος θα μπορούσε να ισοδυναμεί με 180 ευρώ ανά άτομο, δηλαδή πάνω από 700 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Με φορολογικό συντελεστή 50%, το ποσό αυτό θα ξεπερνούσε τα 1.000 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
Η πρότασή μας επιχειρεί να εκσυγχρονίσει τους καθιερωμένους/παραδοσιακούς φόρους υπερκερδών και να τους προσαρμόσει στις οικονομικές συνθήκες του 21ου αιώνα. Οι φόροι υπερκερδών εφαρμόστηκαν με επιτυχία στο παρελθόν, ιδίως σε καιρό πολέμου. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήγαγαν έναν φόρο υπερκερδών το 1940, ο οποίος ίσχυσε μέχρι το 1950, που φορολογούνταν με συντελεστή 95%.
Ωστόσο, η οργάνωση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας έχει αλλάξει σημαντικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις μέρες μας, ένα μεγάλο μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος παράγεται από πολυεθνικές εταιρείες που μπορούν να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε θυγατρικές τους, σε χώρες με χαμηλή φορολόγηση. Μια πρόσφατη μελέτη κατέδειξε ότι το 36% των κερδών των επιχειρήσεων από δραστηριότητες σε χώρες εκτός της έδρας τους μεταφέρεται σε φορολογικούς παραδείσους. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει αυξηθεί δραματικά από τη δεκαετία του 1970 και καθιστά τη φορολόγηση των κερδών πιο περίπλοκη.
Το πρόβλημα του καθορισμού των κερδών που θα πρέπει να φορολογηθούν καθώς και ο συντελεστής φορολόγησής τους αφορούν και τις μικρότερες χώρες που βασίζονται λιγότερο στις πολυεθνικές και περισσότερο στις εγχώριες εταιρείες ενέργειας. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, τα διυλιστήρια πετρελαίου και οι εταιρείες ενέργειας έχουν επωφεληθεί σημαντικά από τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας. Ως απάντηση, η κυβέρνηση εισήγαγε φόρο 90% επί των υπερκερδών τους. Ωστόσο, η εκτίμηση της φορολογικής βάσης επί της οποίας θα πρέπει να εφαρμοστεί αυτός ο φόρος παραμένει ένα φλέγον θέμα: περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ αναμένεται να καταλήξουν στα δημόσια ταμεία, ενώ τα πραγματικά κέρδη θα μπορούσαν να φτάσουν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εν τω μεταξύ, οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αναπτυχθεί. Ο λόγος της κεφαλαιοποίησης του χρηματιστηρίου προς το ΑΕΠ υπερβαίνει το 100% σε πολλές χώρες. Παρ’ όλο που ορισμένες εξακολουθούν να βρίσκονται σε στενή ιδιοκτησία (δηλαδή να έχουν έναν μικρό/κλειστό αριθμό μετόχων), η συντριπτική πλειονότητα των μεγάλων εταιρειών ενέργειας είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Αυτό καθιστά την πρότασή μας για στόχευση στη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση ελκυστική.
Η πρότασή μας έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους παραδοσιακούς φόρους υπερκερδών. Πρώτον, δεδομένου ότι η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση είναι μετρήσιμη και δύσκολα παραποιείται, ο φόρος που προτείνουμε θα είναι εύκολο να επιβληθεί. Οι εταιρείες δεν θα μπορούσαν να τον αποφύγουν μεταφέροντας τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους ή παραποιώντας στοιχεία σχετικά με τυχόν ζημίες.
Δεύτερον, ο φόρος αυτός θα συλλάμβανε όλα τα κέρδη των εταιρειών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των κερδών από την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου (upstream δραστηριότητες), αντί μόνο των κερδών από τη διύλιση και άλλες downstream δραστηριότητες. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους φόρους υπερκερδών που συζητούνται στην παρούσα φάση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως η προσωρινή εισφορά αλληλεγγύης που συμφωνήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022, οι οποίες εστιάζουν αποκλειστικά σε downstream δραστηριότητες.
Ο φόρος που προτείνουμε είναι πολύ πιο περιεκτικός ως προς το εύρος του και ως εκ τούτου θα απέφερε περίπου τα τριπλάσια έσοδα σε σχέση με την προσωρινή εισφορά αλληλεγγύης: 80 δισ. αντί για 25 δισ. ευρώ με φορολογικό συντελεστή 33%.
Ας δούμε πώς θα λειτουργούσε ο φόρος στην πράξη: Για τις εταιρείες ενέργειας που έχουν την έδρα τους στην Ε.Ε., προτείνουμε η Ευρωπαϊκή Ενωση να φορολογήσει το 100% της αύξησης της χρηματιστηριακής τους κεφαλαιοποίησης από την 1η Ιανουαρίου 2022 έως την 31η Δεκεμβρίου 2022.
Για εταιρείες ενέργειας με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η αύξηση της χρηματιστηριακής τους κεφαλαιοποίησης θα επιμερίζεται στην Ε.Ε. αναλογικά με το ποσοστό των παγκόσμιων πωλήσεων που πραγματοποιούνται σ’ αυτήν. Για παράδειγμα, εάν η χρηματιστηριακή αποτίμηση ενός παραγωγού φυσικού αερίου εκτός Ε.Ε. αυξηθεί κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 και η εταιρεία πραγματοποιεί το 20% των πωλήσεών της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τότε 20 δισεκατομμύρια ευρώ θα φορολογηθούν στην Ε.Ε.
Ετσι, ο φόρος δεν θα εφαρμοζόταν μόνο σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά και σε εταιρείες που εξορύσσουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης και πωλούν σε καταναλωτές εντός Ε.Ε. Αυτό είναι καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική αναδιανομή των έκτακτων κερδών και την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκαλούνται λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας.
Ελλείψει πανευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, οι χώρες μπορούν επίσης να επιβάλουν μονομερώς τον φόρο στις τοπικές αγορές ενέργειας.
Ο φόρος που προτείνουμε είναι απλός στη διαχείρισή του. Θα μπορούσε να εισπράττεται από τις Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς της κάθε χώρας, οι οποίες ήδη εισπράττουν τέλη από τις εισηγμένες εταιρείες. Είναι δύσκολο να αποφευχθεί, επειδή η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση είναι εύκολα παρατηρήσιμη και δεν μπορεί να παραποιηθεί. Συχνά σε καιρό πολέμου αναπτύσσονται καινοτόμα φορολογικά εργαλεία. Ο φόρος που προτείνουμε ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες της τρέχουσας κρίσης και στις πρακτικές προκλήσεις της φορολόγησης των εταιρειών σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για τις τιμές της ενέργειας κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες τιμές ρεύματος μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., τόσο για τους οικιακούς όσο και για τους μη οικιακούς καταναλωτές, με 0,332 €/kWh και 0,353 €/kWh, αντίστοιχα. Οι επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών είναι ακόμη σοβαρότερες αν λάβουμε υπόψη την αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα, η οποία παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Οι υψηλότερες τιμές αυξάνουν τις ανισότητες, υποβαθμίζουν το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών και επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Για ορισμένες εταιρείες, ωστόσο, η πολεμική αυτή σύρραξη αποτέλεσε ευκαιρία. Ενώ η παραγωγικότητα παρέμεινε η ίδια, πολλές εταιρείες ενέργειας είδαν τα κέρδη τους και τις τιμές των μετοχών τους να αυξάνονται, αποκομίζοντας κέρδη από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι μια αναδιανομή του πλούτου από τον γενικό πληθυσμό σε λίγους τυχερούς επενδυτές και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων.
Προκειμένου να μετριαστεί το ενεργειακό σοκ, προτείνουμε να φορολογηθεί η αύξηση της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης των εταιρειών ενέργειας. Αυτός ο σύγχρονος φόρος υπερκερδών θα αναδιανέμει αποτελεσματικά τα έκτακτα κέρδη από τον πόλεμο με απλό τρόπο. Με βάση τους υπολογισμούς μας, ένας φόρος 33% επί της αύξησης της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης των ενεργειακών εταιρειών με έδρα (ή με πωλήσεις) στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2022 θα απέφερε έσοδα ύψους περίπου 80 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ευρωπαϊκή Ενωση, που αντιστοιχούν στο 0,4% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Εάν μοιραζόταν πλήρως και ισόποσα σε όλα τα νοικοκυριά της Ε.Ε., αυτός ο εφάπαξ φόρος θα μπορούσε να ισοδυναμεί με 180 ευρώ ανά άτομο, δηλαδή πάνω από 700 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Με φορολογικό συντελεστή 50%, το ποσό αυτό θα ξεπερνούσε τα 1.000 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
Η πρότασή μας επιχειρεί να εκσυγχρονίσει τους καθιερωμένους/παραδοσιακούς φόρους υπερκερδών και να τους προσαρμόσει στις οικονομικές συνθήκες του 21ου αιώνα. Οι φόροι υπερκερδών εφαρμόστηκαν με επιτυχία στο παρελθόν, ιδίως σε καιρό πολέμου. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήγαγαν έναν φόρο υπερκερδών το 1940, ο οποίος ίσχυσε μέχρι το 1950, που φορολογούνταν με συντελεστή 95%.
Ωστόσο, η οργάνωση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας έχει αλλάξει σημαντικά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις μέρες μας, ένα μεγάλο μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος παράγεται από πολυεθνικές εταιρείες που μπορούν να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε θυγατρικές τους, σε χώρες με χαμηλή φορολόγηση. Μια πρόσφατη μελέτη κατέδειξε ότι το 36% των κερδών των επιχειρήσεων από δραστηριότητες σε χώρες εκτός της έδρας τους μεταφέρεται σε φορολογικούς παραδείσους. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει αυξηθεί δραματικά από τη δεκαετία του 1970 και καθιστά τη φορολόγηση των κερδών πιο περίπλοκη.
Το πρόβλημα του καθορισμού των κερδών που θα πρέπει να φορολογηθούν καθώς και ο συντελεστής φορολόγησής τους αφορούν και τις μικρότερες χώρες που βασίζονται λιγότερο στις πολυεθνικές και περισσότερο στις εγχώριες εταιρείες ενέργειας. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, τα διυλιστήρια πετρελαίου και οι εταιρείες ενέργειας έχουν επωφεληθεί σημαντικά από τις υψηλότερες τιμές της ενέργειας. Ως απάντηση, η κυβέρνηση εισήγαγε φόρο 90% επί των υπερκερδών τους. Ωστόσο, η εκτίμηση της φορολογικής βάσης επί της οποίας θα πρέπει να εφαρμοστεί αυτός ο φόρος παραμένει ένα φλέγον θέμα: περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ αναμένεται να καταλήξουν στα δημόσια ταμεία, ενώ τα πραγματικά κέρδη θα μπορούσαν να φτάσουν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Εν τω μεταξύ, οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν αναπτυχθεί. Ο λόγος της κεφαλαιοποίησης του χρηματιστηρίου προς το ΑΕΠ υπερβαίνει το 100% σε πολλές χώρες. Παρ’ όλο που ορισμένες εξακολουθούν να βρίσκονται σε στενή ιδιοκτησία (δηλαδή να έχουν έναν μικρό/κλειστό αριθμό μετόχων), η συντριπτική πλειονότητα των μεγάλων εταιρειών ενέργειας είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Αυτό καθιστά την πρότασή μας για στόχευση στη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση ελκυστική.
Η πρότασή μας έχει δύο βασικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους παραδοσιακούς φόρους υπερκερδών. Πρώτον, δεδομένου ότι η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση είναι μετρήσιμη και δύσκολα παραποιείται, ο φόρος που προτείνουμε θα είναι εύκολο να επιβληθεί. Οι εταιρείες δεν θα μπορούσαν να τον αποφύγουν μεταφέροντας τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους ή παραποιώντας στοιχεία σχετικά με τυχόν ζημίες.
Δεύτερον, ο φόρος αυτός θα συλλάμβανε όλα τα κέρδη των εταιρειών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των κερδών από την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου (upstream δραστηριότητες), αντί μόνο των κερδών από τη διύλιση και άλλες downstream δραστηριότητες. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους φόρους υπερκερδών που συζητούνται στην παρούσα φάση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως η προσωρινή εισφορά αλληλεγγύης που συμφωνήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2022, οι οποίες εστιάζουν αποκλειστικά σε downstream δραστηριότητες.
Ο φόρος που προτείνουμε είναι πολύ πιο περιεκτικός ως προς το εύρος του και ως εκ τούτου θα απέφερε περίπου τα τριπλάσια έσοδα σε σχέση με την προσωρινή εισφορά αλληλεγγύης: 80 δισ. αντί για 25 δισ. ευρώ με φορολογικό συντελεστή 33%.
Ας δούμε πώς θα λειτουργούσε ο φόρος στην πράξη: Για τις εταιρείες ενέργειας που έχουν την έδρα τους στην Ε.Ε., προτείνουμε η Ευρωπαϊκή Ενωση να φορολογήσει το 100% της αύξησης της χρηματιστηριακής τους κεφαλαιοποίησης από την 1η Ιανουαρίου 2022 έως την 31η Δεκεμβρίου 2022.
Για εταιρείες ενέργειας με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η αύξηση της χρηματιστηριακής τους κεφαλαιοποίησης θα επιμερίζεται στην Ε.Ε. αναλογικά με το ποσοστό των παγκόσμιων πωλήσεων που πραγματοποιούνται σ’ αυτήν. Για παράδειγμα, εάν η χρηματιστηριακή αποτίμηση ενός παραγωγού φυσικού αερίου εκτός Ε.Ε. αυξηθεί κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 και η εταιρεία πραγματοποιεί το 20% των πωλήσεών της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τότε 20 δισεκατομμύρια ευρώ θα φορολογηθούν στην Ε.Ε.
Ετσι, ο φόρος δεν θα εφαρμοζόταν μόνο σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά και σε εταιρείες που εξορύσσουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης και πωλούν σε καταναλωτές εντός Ε.Ε. Αυτό είναι καθοριστικής σημασίας για την αποτελεσματική αναδιανομή των έκτακτων κερδών και την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκαλούνται λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας.
Ελλείψει πανευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, οι χώρες μπορούν επίσης να επιβάλουν μονομερώς τον φόρο στις τοπικές αγορές ενέργειας.
Ο φόρος που προτείνουμε είναι απλός στη διαχείρισή του. Θα μπορούσε να εισπράττεται από τις Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς της κάθε χώρας, οι οποίες ήδη εισπράττουν τέλη από τις εισηγμένες εταιρείες. Είναι δύσκολο να αποφευχθεί, επειδή η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση είναι εύκολα παρατηρήσιμη και δεν μπορεί να παραποιηθεί. Συχνά σε καιρό πολέμου αναπτύσσονται καινοτόμα φορολογικά εργαλεία. Ο φόρος που προτείνουμε ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες της τρέχουσας κρίσης και στις πρακτικές προκλήσεις της φορολόγησης των εταιρειών σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.