Χωρίς το «μαξιλάρι» δεν θα είχαμε ανάκαμψη
Γιώργος Χουλιαράκης, Συνέντευξη στον Παύλο Παπαδόπουλο, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2023-03-26
– Ας ξεκινήσουμε με μια αναδρομή στο παρελθόν. Τελικά ήταν αχρείαστο το περίφημο τρίτο μνημόνιο;
– Πριν απ’ όλα θα ήθελα να αποσαφηνίσω ότι οι θέσεις μου για την οικονομία δεν ταυτίζονται πάντα με τις θέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Σας μιλώ λοιπόν με την ιδιότητά μου ως οικονομολόγου. Η επιτυχής ολοκλήρωση ενός προγράμματος διάσωσης –όπως το 2ο πρόγραμμα της χώρας μεταξύ 2012-15– προϋποθέτει την ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές. Και η πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές προϋποθέτει με τη σειρά της τη διατηρήσιμη αποκλιμάκωση των επιτοκίων αναχρηματοδότησης σε επίπεδα συμβατά με τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Παρά την πρόσκαιρη μείωση την άνοιξη του 2014, τα επιτόκια αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του ίδιου έτους σταθεροποιήθηκαν σε επίπεδα απαγορευτικά για την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές.
– Aρα ήταν περίπου νομοτελειακό ένα τρίτο πρόγραμμα;
– Ναι, γιατί επιπλέον η ασφαλής έξοδος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ταμειακού αποθεματικού ικανού να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, τουλάχιστον για τους πρώτους 18-24 μήνες μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος διάσωσης. Το αποθεματικό αυτό προσφέρει ασφάλεια στη χώρα έναντι ενδεχόμενων αναταράξεων των χρηματαγορών το πρώτο διάστημα μετά την έξοδο, αλλά επίσης λειτουργεί ως σήμα προς τις αγορές πως, σε κάθε περίπτωση, η χώρα μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις. Τόσο η Ιρλανδία όσο και η Πορτογαλία είχαν δημιουργήσει ικανά ταμειακά αποθέματα στη διάρκεια των δικών τους προγραμμάτων. Η Ελλάδα όχι. Με απαγορευτικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης, χωρίς ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, και συνεπώς χωρίς πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, ο μόνος τρόπος κάλυψης του μεγάλου χρηματοδοτικού κενού της χώρας ήταν η νέα δανειακή σύμβαση με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Συνεπώς, όχι μόνο δεν ήταν αχρείαστο, αλλά ήταν αναγκαίο για να αποφύγει η χώρα τις δραματικές συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας.
– Παρ’ όλα αυτά, ασκήσατε μια πολιτική υπερφορολόγησης που έπληξε μεγάλες παραγωγικές κατηγορίες.
– Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι συνεπείς φορολογούμενοι των μεσαίων στρωμάτων σήκωσαν δυσανάλογα μεγάλα φορολογικά βάρη, σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, στην προσπάθεια διάσωσης της χώρας από την οικονομική κατάρρευση. Μία έγκυρη εκτίμηση της de facto απόδοσης των παραμετρικών μέτρων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών στη διάρκεια και των 3 προγραμμάτων διάσωσης υπολογίζει τα καθαρά έσοδα στην περιοχή των 24,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 4,1 δισ., ή 17% του συνόλου, αφορούν την περίοδο 2015-18. Η επιβάρυνση είναι αναλογικά μικρότερη σε σχέση με την περίοδο 2010-14, αλλά η σωρευτική εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των μεσαίων στρωμάτων δημιούργησε, οφείλω να πω, απολύτως δικαιολογημένα το αίσθημα της υπερφορολόγησης. Αξίζει να σημειωθεί πως το μερίδιο της αναγκαίας προσαρμογής από την πλευρά των πρωτογενών δαπανών δεν ήταν μικρό και αντιστοιχούσε στο 43% των μέτρων.
– Αποτελεί κοινή ομολογία ότι η οικονομική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης δεν στηριζόταν σε κάποιο στιβαρό πρόγραμμα. Ηταν μια πολιτική που επιβλήθηκε από την ανάγκη…
– Αντιθέτως, η μακροοικονομική στρατηγική που υιοθετήθηκε το καλοκαίρι του 2015 ήταν μελετημένη και είχε 3 βασικούς πυλώνες. Πρώτον, την ανάκτηση της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεύτερον, την οικονομική στήριξη των ευάλωτων εισοδηματικών στρωμάτων. Ο στόχος αυτός υπηρετήθηκε με την ανάπτυξη νέων στοχευμένων εργαλείων κοινωνικής πολιτικής, όπως το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, το νέο οικογενειακό επίδομα και το επίδομα στέγασης, αλλά και με τις έκτακτες κοινωνικές μεταβιβάσεις στο τέλος του έτους. Τρίτον, την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους που, αν και υλοποιήθηκε σταδιακά από το 2017 και μετά, είχε ήδη εγγραφεί στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής μέσω των σημαντικά χαμηλότερων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που αυτό προέβλεπε.
– Η πιο έντονη κριτική που ασκείται και μάλιστα από όλες τις πλευρές αφορά την εμμονή στα υπερπλεονάσματα. Γιατί χρειαζόμασταν αυτή την υπεραπόδοση;
– Η δημοσιονομική υπεραπόδοση των ετών 2016-18 είχε, σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία καθώς έπειτα από δύο ατελέσφορα προγράμματα διάσωσης, οι διεθνείς αγορές παρέμεναν επιφυλακτικές για την ικανότητα της χώρας να επιτυγχάνει και να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. Την επιφυλακτικότητα των αγορών ενέτεινε και η πεποίθηση στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου πως η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να επιτύχει πλεονάσματα υψηλότερα του 1,5%. Αν οι διεθνείς αγορές διατηρούσαν τις επιφυλάξεις αυτές απέναντι στη χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, το κόστος αναχρηματοδότησης δεν θα αποκλιμακωνόταν εγκαίρως και το πρόγραμμα προσαρμογής θα κινδύνευε με αποτυχία. Στο περιβάλλον αυτό, η δημοσιονομική υπεραπόδοση λειτούργησε ως έγκαιρο «σήμα» της ικανότητας της Ελλάδας να επιτυγχάνει ικανά πρωτογενή πλεονάσματα και συνέβαλε με τρόπο κρίσιμο στην αναστροφή των αρνητικών προσδοκιών απέναντι στη χώρα και στη συνακόλουθη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού χρέους από το 2017 και μετά. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η δημοσιονομική υπεραπόδοση είχε στρατηγική σημασία είναι βέβαια η συμβολή της στη δημιουργία του ταμειακού αποθεματικού, που επέτρεψε στη χώρα να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές με ασφάλεια, αλλά και συνεχίζει να μας προστατεύει, όπως άλλωστε αναγνωρίζουν στις εκθέσεις τους οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης.
– Σήμερα η οικονομία σημειώνει από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, οι αγορές εμπιστεύονται τη χώρα, ενώ η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους. Η σύγκριση των οικονομικών επιδόσεων της περιόδου 2019-2022 με αυτές της περιόδου 2015-2018 είναι συντριπτική υπέρ της πρώτης. Διαφωνείτε;
– Νομίζω πως η σύγκριση είναι αδόκιμη. Είναι βεβαίως αλήθεια πως ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου 2019-22 κινείται στην περιοχή του 1,8%, ενώ αντίθετα αυτός της περιόδου 2015-18 στην περιοχή του 0,5%. Η οικονομική όμως μεγέθυνση της περιόδου 2019-22 υποστηρίχθηκε από μία πρωτοφανή σε μέγεθος δημοσιονομική επέκταση, που σωρευτικά άγγιξε το 8,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, χωρίς να υπολογίζουμε στο μέγεθος αυτό την επίδραση των αυτόματων σταθεροποιητών. Αντίθετα, την περίοδο 2016-18 η δημοσιονομική πολιτική ήταν αναγκαστικά και ορθώς περιοριστική, με στόχο την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και την ανάκτηση της πρόσβασης της χώρας στις διεθνείς αγορές. Οι διαφορές αυτές στη δημοσιονομική πολιτική εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τις διαφορές των οικονομικών επιδόσεων των δύο περιόδων.
– Σε κάθε περίπτωση η σύγκριση δεν είναι υπέρ της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ…
– Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως χωρίς τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών κατά τα προηγούμενα έτη, χωρίς τη μείωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας μέσω της ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους τον Ιούνιο του 2018 και χωρίς τη δημιουργία ενός σημαντικού ταμειακού αποθέματος το 2016-18, δεν θα υπήρχαν προϋποθέσεις οικονομικής ανάκαμψης μετά το 2019 και η χώρα θα βρισκόταν στη δίνη των συνεπειών της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Το ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο θα υποστηριχθεί ένας εύρωστος και βιώσιμος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης όταν ανασταλεί πλήρως η δημοσιονομική στήριξη των νοικοκυριών, που μέχρι τώρα υποστηρίζει την ιδιωτική κατανάλωση. Η απάντηση βρίσκεται στη θεσμική αναβάθμιση της χώρας, που ακόμη εκκρεμεί.
H οικονομία είναι ανθεκτικότερη, αλλά τα εισοδήματα δεν συγκλίνουν
– Ολα τα κόμματα διαχρονικά ομνύουν στη θεσμική αναβάθμιση της χώρας. Αλλά το πρακτικό ερώτημα είναι πόσο θωρακισμένη είναι η ελληνική οικονομία μπροστά στις προκλήσεις των επόμενων ετών. Διαφωνείτε ότι η οικονομία είναι σε καλύτερη θέση από αυτή που ήταν στην αρχή της κρίσης το 2010;
– Η ελληνική οικονομία είναι αναμφίβολα ανθεκτικότερη από ό,τι ήταν στο κατώφλι της κρίσης χρέους. Oμως, παρά τη σταθεροποίηση, τα τραύματα που άφησε η πολυετής κρίση στο σώμα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν εν πολλοίς ανεπούλωτα και δεν δικαιολογούν εφησυχασμό.
– Σε ποια «τραύματα» αναφέρεστε;
– Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας το 2022 παραμένει κατά 16% χαμηλότερο αυτού του 2007 και βρίσκεται μόλις στο 59% του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος των χωρών της Ευρωζώνης, όταν το 2007 ήταν στο 77%. Χώρες με σημαντικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2007, μας έχουν ήδη ξεπεράσει, όπως η Πορτογαλία, ή φθάσει, όπως η Τσεχία. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, στο 28,3%, είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και υπολείπεται μόνο αυτών της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
– Γιατί δεν αναφέρεστε στην αναστροφή του brain drain; Πολλοί νέοι που έφυγαν από τη χώρα ακόμη και έως το 2019, επιστρέφουν τα τελευταία χρόνια.
– Η μετανάστευση νέων ανθρώπων με ταλέντο και γνώσεις δεν έχει ανασταλεί. Επιπλέον, η πραγματική αυτή απόκλιση των τελευταίων 15 ετών από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης καθρεφτίζεται στις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων, στη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και τη διεύρυνση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, αλλά και στην ποιότητα των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και την κατάσταση κρίσιμων υποδομών της χώρας.
– Η κριτική σας μπορεί να έχει κάποια βάση, αλλά το παραγωγικό κενό της οικονομίας που δημιουργήθηκε στα χρόνια της ύφεσης έχει ήδη κλείσει. Δεν είναι αυτό μια επιτυχία της κυβέρνησης;
– Το γεγονός πως το παραγωγικό κενό κλείνει, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας παραμένει σημαντικά χαμηλότερο αυτού του 2007, δείχνει την έκταση της καταστροφής της παραγωγικής δυναμικότητας της χώρας στη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η πραγματική σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης προϋποθέτει την αναπλήρωση των απωλειών αυτών, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν τα περιθώρια του προϋπολογισμού εξαντλούνται σε μειώσεις φόρων με μικρή κοινωνική αποδοτικότητα, όπως ο φόρος μεταβίβασης μεγάλης περιουσίας, και σε οριζόντιες επιδοτήσεις, όσο χρήσιμες κι αν ήταν πολλές από τις τελευταίες στη διάρκεια της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης.
– Ναι, αλλά στο μέλλον, μέσα στο δυσμενές διεθνές περιβάλλον που αναφέρατε, με ποιες δημόσιες πολιτικές θα μπορέσει να υποστηριχθεί ο στόχος της πραγματικής σύγκλισης;
– Είναι αναγκαία η αποτελεσματική κινητοποίηση των πόρων του τακτικού προϋπολογισμού και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με στόχο ένα πρόγραμμα επενδύσεων που θα ενισχύει τη μακροχρόνια μεγέθυνση μέσω της αναβάθμισης του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, της ανάταξης των υποδομών του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του δικτύου μεταφορών, της ενίσχυσης του δικτύου κοινωνικής προστασίας και της μετάβασης σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα με κέντρο την πράσινη οικονομία. Εξίσου επιτακτική είναι η ανάγκη θεσμικής αναβάθμισης της χώρας σε τομείς όπως η ανεξαρτησία και η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, η καταπολέμηση της διαφθοράς, η ποιότητα της διακυβέρνησης και η δημοσιονομική διαφάνεια, χωρίς τις οποίες η χώρα δεν μπορεί να αποτελεί ελκυστικό προορισμό μεγάλων επενδύσεων, με εξαίρεση ίσως την αγορά ακινήτων και τον τουρισμό. Προστασία της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, επένδυση στους παράγοντες που υποστηρίζουν τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης με κοινωνική συνοχή και θεσμική θωράκιση της χώρας από πρακτικές που την οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας τις προηγούμενες δεκαετίες θα πρέπει να αποτελέσουν το περίγραμμα ενός νέου οικονομικού παραδείγματος για τα επόμενα έτη. Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία της δημοσιονομικής αξιοπιστίας έχει βαρύνουσα σημασία. Η τήρηση του υπό διαμόρφωση πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα, συμβατό με τη βιωσιμότητα του χρέους, θα συμβάλει στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με ευεργετικά αποτελέσματα τόσο για τον δημόσιο, όσο και για τον ιδιωτικό τομέα.