Εχει ευθύνες το ΚΚΕ και ποιες;
Γιώργος Πετρόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2023-05-27
Την περασμένη Δευτέρα, μία ημέρα μετά τις εκλογές, η Κ.Ε. του ΚΚΕ κατέληξε στην πρώτη αποτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων, την οποία -όπως πάντα συμβαίνει- έδωσε στη δημοσιότητα. Για τα εκλογικά αποτελέσματα του κόμματος αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ με ποσοστό 7,23%, 425.000 ψήφους και 26 βουλευτές, άνοδος που έχει πανελλαδική γενική διάσταση, είναι το θετικό βήμα σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, μέσα στον -κατά τα άλλα- σημερινό αρνητικό συσχετισμό. Οι νέες δυνάμεις που συσπειρώνονται γύρω από το κόμμα μπορούν από σήμερα να τροφοδοτήσουν μια νέα δυναμική στον δρόμο της αντεπίθεσης, στον δρόμο της ταξικής μαζικής πάλης, της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, της προώθησης της αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής κοινωνικής συμμαχίας και της προσέλκυσης στο κίνημα πιο μαζικά των γυναικών και της νεολαίας».
Τέτοιες εκτιμήσεις, πάνω-κάτω, το ΚΚΕ κάνει πάντα έπειτα από κάθε εκλογική αναμέτρηση που φέρνει σε αυτό ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο θετικό αποτέλεσμα. Στον βαθμό που εξετάζει τα πράγματα στενά κομματικά και έξω από τη μεγάλη εικόνα, έχει λόγο να δηλώνει ικανοποιημένο. Το ερώτημα είναι αν αξιοποιεί, όπως λέει και υπόσχεται, τη δύναμη που λαμβάνει κάθε φορά.
Μόνο αντιπολίτευση: το κόστος
Είναι βεβαίως αλήθεια πως μετά τις διασπάσεις της διετίας 1989-1991 και τις συνταρακτικές αλλαγές που συνέβησαν παγκοσμίως με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, το ΚΚΕ έπαψε να ασχολείται με το ζήτημα της διακυβέρνησης της χώρας και να επιδιώκει να επηρεάσει τις εξελίξεις αναφορικά με το τι κυβέρνηση θα προκύψει στη χώρα. Κι έτσι αρκείται να ζητεί την ψήφο των πολιτών για να ασκήσει αντιπολίτευση. Την τακτική αυτή τη συμπύκνωσε πρόσφατα ο Δημήτρης Κουτσούμπας με τον ισχυρισμό πως κάθε νέα κυβέρνηση -του ιδίου ή άλλου κόμματος- είναι χειρότερη από την προηγούμενη.
Πρόκειται για έναν απλοϊκό αφορισμό τον οποίο το ΚΚΕ τον έχει πληρώσει ακριβά το 2012, σε συνθήκες μεγάλης ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό όπου οι πολίτες ήταν μαζικά στους δρόμους και είχαν την ελπίδα πως το ΚΚΕ θα συνέβαλλε στην αναζήτηση κυβερνητικών λύσεων ενάντια στη μνημονιακή πολιτική. Κι όταν αυτή η ελπίδα διαψεύστηκε με κατηγορηματικό τρόπο από το ίδιο το κόμμα και την ηγεσία του, μέσα σε έναν μήνα, από τις εκλογές του Μαΐου ώς τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 το ΚΚΕ έχασε σχεδόν τη μισή εκλογική του δύναμη και από το 8,48% βρέθηκε στο 4,51%. Στο μικρότερο δηλαδή ποσοστό της μεταπολιτευτικής ιστορίας του.
Αναμφίβολα δεν μπορεί να ζητήσει κανείς από το ΚΚΕ να μετατραπεί σε μια κυβερνητική συμπληρωματική δύναμη. Αυτό θα αναιρούσε εντελώς την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του. Ομως είναι άλλο αυτό κι άλλο η πλήρης αδιαφορία για την κυβέρνηση και η παραχώρηση αυτού του πεδίου στην αποκλειστικότητα των άλλων κομμάτων και δη των πιο ισχυρών, ενίοτε και των πιο αντιλαϊκών. Κι ούτε είναι απάντηση αυτό που λέγεται τελευταία, ότι το ΚΚΕ ενδιαφέρεται και μπορεί να κυβερνήσει, αύριο κιόλας, αν ο λαός το θελήσει. Γιατί η ανάπτυξη αυτής της θέσης, από αυτούς που τη λένε, παραπέμπει στην επανάσταση και στον σοσιαλισμό. Τότε θα κυβερνήσει. Αλλά μέχρι τότε τι γίνεται;
Αναχωρητισμός ή κάτι άλλο;
Σε πολλούς εκτός κόμματος έχει σχηματιστεί η άποψη πως το ΚΚΕ ακολουθεί αυτή την τακτική για λόγους αυτοσυντήρησης. «Οποιος δεν παίζει δεν χάνει. Δεν ενοχλεί για να μην το ενοχλούν. Αρκείται στη διοργάνωση διαδηλώσεων και πορειών, σε καταγγελτικές ομιλίες στη Βουλή κι αυτό είναι όλο», λένε.
Δόσεις αλήθειας σε αυτή την εκτίμηση υπάρχουν πολλές. Αλλά η αλήθεια είναι πιο σύνθετη και πιο οδυνηρή. Το ΚΚΕ δεν είναι ανεύθυνο για όσα έχουν συμβεί στη χώρα. Εχει μεγάλες ευθύνες για όσα έχει υποστεί ο ελληνικός λαός την περίοδο των μνημονίων. Κι αυτό όχι γιατί δεν διοργάνωσε πορείες και διαδηλώσεις. Διοργάνωσε. Ταυτόχρονα όμως έβαλε πλάτη στην κυρίαρχη πολιτική που εφαρμόστηκε.
Τα γεγονότα είναι αμείλικτα. Σε όλη τη διάρκεια των μνημονίων βρέθηκε απέναντι στο αυθόρμητο ξέσπασμα των λαϊκών μαζών. Ηταν έξω από το κίνημα των πλατειών και υποστήριξε σθεναρά την παραμονή στο ευρώ, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τη μνημονιακή πολιτική και αποσιωπώντας πλήρως το γεγονός ότι η παραμονή στην ΟΝΕ, τότε, χωρίς εφαρμογή μνημονίων ήταν αδύνατη.
Είναι χαρακτηριστικές δύο περιπτώσεις από τις πολλές που υπάρχουν και αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 κάλεσε τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν άκυρο, ρίχνοντας στην κάλπη ένα ψηφοδέλτιο φτιαγμένο από το ίδιο το κόμμα που δεν ήταν έγκυρο στην εκλογική διαδικασία και δεν καταμετριόταν. Ετσι τους απέτρεψε να ψηφίσουν «όχι» καθώς οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ δεν θα ψήφιζαν ποτέ «ναι».
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Ιουλίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας κατέληξε σε συμφωνία με τους δανειστές στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. Παραμονές Δεκαπενταύγουστου του ιδίου έτους η ελληνική Βουλή ψήφισε αυτή τη συμφωνία ως τρίτο Μνημόνιο. Στο ενδιάμεσο και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου ο Δ. Κουτσούμπας ξεκαθάριζε από τη Σύρο ότι ως ΚΚΕ «ξεκάθαρα είμαστε ενάντια σε οποιαδήποτε συμφωνία-μνημόνιο υπογραφεί, όπως και η τελευταία αλλά και οι προηγούμενες… Είμαστε επίσης κάθετα αντίθετοι, και δεν είναι αντίφαση αυτό, με το να φύγει η Ελλάδα από το ευρώ αυτή τη στιγμή και να επιστρέψει σε ένα εθνικό νόμισμα».
«Δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη δεν χωράνε», λέει ο λαός. Κι αν ο κ. Κουτσούμπας θεωρεί πως τα χώρεσε, είναι γιατί κανένας δεν του είπε πως το ένα τού έπεσε. Ενάντια σε κάθε συμφωνία, τότε, δηλαδή ενάντια σε κάθε μνημόνιο, σήμαινε έξοδο από το ευρώ. Και παραμονή στο ευρώ, δηλαδή στην ΟΝΕ, σήμαινε μνημόνιο. Η επιθυμία του για παραμονή στο ευρώ ήταν μία ακόμη πίεση προς τις κυβερνήσεις για υπογραφή μνημονίων. Μια επιθυμία που έγινε απολύτως σεβαστή απ’ όλες τις κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής. Από κυβερνήσεις που κατά τη νέα ρήση Κουτσούμπα, «η επόμενη είναι χειρότερη από την προηγούμενη». Συνέβαλε και το ΚΚΕ σε αυτό στηρίζοντας αποτελεσματικά με τον δικό του τρόπο.