Κοινωνική πολιτική ή φόροι;
Ποια πολιτική πρέπει να ακολουθηθεί για καλύτερες μέρες
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2006-09-07
Η μείωση του φόρου εισοδήματος έχει προετοιμασθεί ως κεντρική οικονομική εξαγγελία του Πρωθυπουργού από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης αυτό το Σάββατο. Όσον αφορά την κριτική της αντιπολίτευσης, μέχρι τώρα έχει προσπαθήσει να δείξει ότι δεν πρόκειται διόλου για τόσο μεγάλη μείωση όσο παρουσιάζεται. Είναι όμως η ελαφρύτερη φορολόγηση των εισοδημάτων το κεντρικό ζητούμενο στην ελληνική οικονομία σήμερα;
Ο κ. Καραμανλής θα διαβεβαιώσει επίσης ότι θα συνεχισθεί σταθερά η προσπάθεια για τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ώστε από φέτος να πέσει κάτω από το 3% του ΑΕΠ, τον επόμενο χρόνο ακόμα χαμηλότερα, και να τερματισθεί η περιπέτεια της ευρωπαϊκής επιτήρησης, ενώ παράλληλα θα εξαγγείλει ένα μέρος των αυξήσεων του ΕΚΑΣ και των αγροτικών συντάξεων που είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Με την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος αφενός των ευπορότερων στρωμάτων, που θα ωφεληθούν από τους νέους συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, αφετέρου των χαμηλοσυνταξιούχων, που δεν πληρώνουν φόρους αλλά εξαρτώνται από τις μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού, ελπίζει να τονώσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του.
Όσο ευχάριστες και αν ακούγονται όμως οι φορολογικές ελαφρύνσεις σε όσους, μισθωτούς κυρίως, αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες, δηλώνουν ετήσιο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ και εμπίπτουν στους υψηλότερους συντελεστές, και όσο επιβεβλημένη και αν είναι η ενίσχυση των πολύ χαμηλών συντάξεων που λαμβάνει η πλειονότητα των συνταξιούχων, μεγάλες ανάγκες της κοινωνίας που απαιτούν ενεργητικές δημόσιες πολιτικές και γενναία δημόσια χρηματοδότηση φαίνεται να παραμένουν έξω από τη δημοσιονομική προβληματική της κυβέρνησης, αλλά και από τη γενικότερη σχετική πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας. Σε κάθε ευκαιρία, βέβαια, και ιδίως τις τελευταίες μέρες, κόμματα και συνδικάτα τονίζουν ότι χρειάζεται σημαντική ενίσχυση των πόρων που διατίθενται για την παιδεία, προσλήψεις για να καλυφθούν τα μεγάλα κενά στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και σε πλήθος φορέων κοινωνικής πολιτικής, πολύ περισσότεροι πόροι για τις συντάξεις, για την απασχόληση, την κατάρτιση και την καταπολέμηση της ανεργίας, για το περιβάλλον, για τον πολιτισμό κ.ο.κ. Αλλά όλα αυτά τα αιτήματα δεν συνδέονται με τα δημόσια έσοδα που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί η ικανοποίησή τους. Δεν τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: ποιες είναι οι προτεραιότητές μας, να πληρώνουμε λιγότερους φόρους ή να ενισχύσουμε τις δημόσιες πολιτικές;
Με μεγάλη ευκολία παρακάμφθηκε την περασμένη άνοιξη, πριν καν ανοίξει, η συζήτηση για το σκανδιναβικό μοντέλο που εξασφαλίζει εκεί όπου εφαρμόζεται ανάπτυξη με υψηλή απασχόληση, καλή παιδεία και κοινωνικές πολιτικές που κρατούν χαμηλά τις ανισότητες, και όλα αυτά με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ως πολύ «εξωτική» για την ελληνική πραγματικότητα κρίθηκε οπωσδήποτε η υψηλή φορολογία στην οποία βασίζεται για τη χρηματοδότηση των σημαντικών δημοσίων δαπανών. Οι κοινωνίες που το έχουν υιοθετήσει έχουν ξεκαθαρίσει εκείνες ακριβώς τις προτεραιότητες που εμείς δεν εξετάζουμε.
Μια δεύτερη, εξίσου σημαντική διάσταση είναι ωστόσο η αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών, οι πόροι που πληρώνονται δηλαδή από τον κρατικό προϋπολογισμό για την παιδεία, την υγεία, τις κοινωνικές πολιτικές να «πιάνουν τόπο», να φέρνουν τα αποτελέσματα για τα οποία διατίθενται. Αλλά και αυτή, με όλη την κυβερνητική συνθηματολογία περί «μεταρρυθμίσεων» και «επανίδρυσης του κράτους», είναι παντελώς απούσα από τη δημόσια αντιπαράθεση στη χώρα μας. Βρίσκεται όμως στο επίκεντρο της συζήτησης στην Ιταλία, και τη συζήτηση αυτή θα άξιζε να την παρακολουθήσουμε: πέρα από τις άλλες μεσογειακές ομοιότητες, ακόμα και λογιστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η γειτονική μας χώρα, το ύψος του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, είναι παραπλήσιο με το δικό μας, αν η σουηδική ή η δανική κοινωνία μας φαίνονται τόσο μακρινές.
Το σχέδιο οικονομικού και δημοσιονομικού προγραμματισμού (αντίστοιχο με το δικό μας προσχέδιο προϋπολογισμού) που παρουσίασε ο υπουργός Οικονομικών Τομάσο Πάντοα-Σκιόπα μόλις τρεις μήνες μετά τον σχηματισμό της κεντροαριστερής κυβέρνησης του Ρομάνο Πρόντι, αξιολογήθηκε από σημαντικούς Ιταλούς οικονομικούς παράγοντες ως το «καλύτερο και τολμηρότερο της τελευταίας εικοσαετίας», επισύροντας ταυτόχρονα τη νεοφιλελεύθερη κριτική, με προεξάρχοντα τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι και αρθρογράφο στην «Coriere della Sera» Φραντσέκο Τζιαβάτσι, γιατί δεν προχωρεί σε δραστικές περικοπές δαπανών. Αλλά τις προτάσεις για περικοπές θεωρεί δημαγωγικές ο Πάντοα-Σκιόπα. Επιμένει στη μεταρρύθμιση των δαπανών σε τέσσερες μεγάλους τομείς - τη λειτουργία της κεντρικής κυβέρνησης, τις χρηματοοικονομικές της σχέσεις με την τοπική αυτοδιοίκηση, την πρόνοια και την υγεία - και θα την εντάξει στο σχέδιο προϋπολογισμού που θα παρουσιάσει αυτό τον μήνα. Πολιτικά δύσκολο εγχείρημα, που ενσωματώνει όμως ένα όραμα επιθυμητής κοινωνίας, σχολίαζε η «Repubblica».
Ο κ. Καραμανλής θα διαβεβαιώσει επίσης ότι θα συνεχισθεί σταθερά η προσπάθεια για τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ώστε από φέτος να πέσει κάτω από το 3% του ΑΕΠ, τον επόμενο χρόνο ακόμα χαμηλότερα, και να τερματισθεί η περιπέτεια της ευρωπαϊκής επιτήρησης, ενώ παράλληλα θα εξαγγείλει ένα μέρος των αυξήσεων του ΕΚΑΣ και των αγροτικών συντάξεων που είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Με την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος αφενός των ευπορότερων στρωμάτων, που θα ωφεληθούν από τους νέους συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, αφετέρου των χαμηλοσυνταξιούχων, που δεν πληρώνουν φόρους αλλά εξαρτώνται από τις μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού, ελπίζει να τονώσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του.
Όσο ευχάριστες και αν ακούγονται όμως οι φορολογικές ελαφρύνσεις σε όσους, μισθωτούς κυρίως, αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες, δηλώνουν ετήσιο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ και εμπίπτουν στους υψηλότερους συντελεστές, και όσο επιβεβλημένη και αν είναι η ενίσχυση των πολύ χαμηλών συντάξεων που λαμβάνει η πλειονότητα των συνταξιούχων, μεγάλες ανάγκες της κοινωνίας που απαιτούν ενεργητικές δημόσιες πολιτικές και γενναία δημόσια χρηματοδότηση φαίνεται να παραμένουν έξω από τη δημοσιονομική προβληματική της κυβέρνησης, αλλά και από τη γενικότερη σχετική πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας. Σε κάθε ευκαιρία, βέβαια, και ιδίως τις τελευταίες μέρες, κόμματα και συνδικάτα τονίζουν ότι χρειάζεται σημαντική ενίσχυση των πόρων που διατίθενται για την παιδεία, προσλήψεις για να καλυφθούν τα μεγάλα κενά στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και σε πλήθος φορέων κοινωνικής πολιτικής, πολύ περισσότεροι πόροι για τις συντάξεις, για την απασχόληση, την κατάρτιση και την καταπολέμηση της ανεργίας, για το περιβάλλον, για τον πολιτισμό κ.ο.κ. Αλλά όλα αυτά τα αιτήματα δεν συνδέονται με τα δημόσια έσοδα που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθεί η ικανοποίησή τους. Δεν τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: ποιες είναι οι προτεραιότητές μας, να πληρώνουμε λιγότερους φόρους ή να ενισχύσουμε τις δημόσιες πολιτικές;
Με μεγάλη ευκολία παρακάμφθηκε την περασμένη άνοιξη, πριν καν ανοίξει, η συζήτηση για το σκανδιναβικό μοντέλο που εξασφαλίζει εκεί όπου εφαρμόζεται ανάπτυξη με υψηλή απασχόληση, καλή παιδεία και κοινωνικές πολιτικές που κρατούν χαμηλά τις ανισότητες, και όλα αυτά με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ως πολύ «εξωτική» για την ελληνική πραγματικότητα κρίθηκε οπωσδήποτε η υψηλή φορολογία στην οποία βασίζεται για τη χρηματοδότηση των σημαντικών δημοσίων δαπανών. Οι κοινωνίες που το έχουν υιοθετήσει έχουν ξεκαθαρίσει εκείνες ακριβώς τις προτεραιότητες που εμείς δεν εξετάζουμε.
Μια δεύτερη, εξίσου σημαντική διάσταση είναι ωστόσο η αποτελεσματικότητα των δημοσίων δαπανών, οι πόροι που πληρώνονται δηλαδή από τον κρατικό προϋπολογισμό για την παιδεία, την υγεία, τις κοινωνικές πολιτικές να «πιάνουν τόπο», να φέρνουν τα αποτελέσματα για τα οποία διατίθενται. Αλλά και αυτή, με όλη την κυβερνητική συνθηματολογία περί «μεταρρυθμίσεων» και «επανίδρυσης του κράτους», είναι παντελώς απούσα από τη δημόσια αντιπαράθεση στη χώρα μας. Βρίσκεται όμως στο επίκεντρο της συζήτησης στην Ιταλία, και τη συζήτηση αυτή θα άξιζε να την παρακολουθήσουμε: πέρα από τις άλλες μεσογειακές ομοιότητες, ακόμα και λογιστικά το δημοσιονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η γειτονική μας χώρα, το ύψος του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, είναι παραπλήσιο με το δικό μας, αν η σουηδική ή η δανική κοινωνία μας φαίνονται τόσο μακρινές.
Το σχέδιο οικονομικού και δημοσιονομικού προγραμματισμού (αντίστοιχο με το δικό μας προσχέδιο προϋπολογισμού) που παρουσίασε ο υπουργός Οικονομικών Τομάσο Πάντοα-Σκιόπα μόλις τρεις μήνες μετά τον σχηματισμό της κεντροαριστερής κυβέρνησης του Ρομάνο Πρόντι, αξιολογήθηκε από σημαντικούς Ιταλούς οικονομικούς παράγοντες ως το «καλύτερο και τολμηρότερο της τελευταίας εικοσαετίας», επισύροντας ταυτόχρονα τη νεοφιλελεύθερη κριτική, με προεξάρχοντα τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι και αρθρογράφο στην «Coriere della Sera» Φραντσέκο Τζιαβάτσι, γιατί δεν προχωρεί σε δραστικές περικοπές δαπανών. Αλλά τις προτάσεις για περικοπές θεωρεί δημαγωγικές ο Πάντοα-Σκιόπα. Επιμένει στη μεταρρύθμιση των δαπανών σε τέσσερες μεγάλους τομείς - τη λειτουργία της κεντρικής κυβέρνησης, τις χρηματοοικονομικές της σχέσεις με την τοπική αυτοδιοίκηση, την πρόνοια και την υγεία - και θα την εντάξει στο σχέδιο προϋπολογισμού που θα παρουσιάσει αυτό τον μήνα. Πολιτικά δύσκολο εγχείρημα, που ενσωματώνει όμως ένα όραμα επιθυμητής κοινωνίας, σχολίαζε η «Repubblica».