Σπάζοντας τον φαύλο κύκλο
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2023-10-14
Είναι μια ιστορία που διαρκεί πάνω από εκατό χρόνια, αν τοποθετήσουμε την αρχή της, κάπως αυθαίρετα, στο 1917. Έχουν χυθεί γι’ αυτήν ποταμοί αίματος κι έχουν ξοδευτεί τόνοι μελάνι. Είναι μια διαμάχη που έχει απασχολήσει τον κόσμο περισσότερο από κάθε άλλη, για την οποία χιλιάδες άνθρωποι είναι ακόμη έτοιμοι να δώσουν την ζωή τους (και ακόμη πιο πρόθυμοι, όπως αποδείχθηκε, να αφαιρέσουν ζωές άλλων) και για την οποία έχουν γραφτεί βιβλιοθήκες ολόκληρες. Είναι μια ιστορία που έχουμε ακούσει τόσες φορές ώστε νομίζουμε πως την ξέρουμε. Κι όμως πάντα μας ξαφνιάζει. Όλο νομίζουμε πως τελείωσε κι όλο ξεκινά πάλι από την αρχή, ένας εφιάλτης δίχως τέλος.
Την έχω ακούσει την ιστορία αυτή σε κάθε πιθανή εκδοχή της, συνήθως με πάθος, σπανιότερα με απαισιόδοξη ψυχραιμία, με οργή ή απελπισία, με φανατισμένο μίσος ή θλιμμένη συμπόνοια. Την έχω ακούσει από βασανισμένους Παλαιστίνιους στους καταυλισμούς του Λιβάνου, ανθρώπους που επέζησαν της μεγάλης σφαγής στην Σάμπρα και την Σατίλα, που έφυγαν παιδιά το 1948 από τα χωριά τους και πέρασαν όλη τη ζωή τους από τον ένα προσφυγικό καταυλισμό στον άλλον, διωγμένοι από τον τόπο τους, ανεπιθύμητοι από τους Άραβες αδελφούς, αποσυνάγωγοι. Την έχω ακούσει σ’ ένα κιμπούτς του Ισραηλινού νότου- εκεί όπου χτύπησε η βαρβαρότητα της Χαμάς τώρα, σε εδάφη που ανήκουν στο πριν το 1967 Ισραήλ- από παιδιά ανθρώπων που επέζησαν του ολοκαυτώματος και ήρθαν στην υπό βρετανική κατοχή Παλαιστίνη με τα πλοία των καταραμένων. Την έχω ακούσει από την γενναία Γιαέλ Νταγιάν, την κόρη του ένδοξου στρατηγού, η οποία δεχόταν καθημερινά απειλές για την ζωή της από ακραίους συμπατριώτες της, που δεν της συγχωρούσαν ότι έδινε το κύρος του ονόματός της στα ειρηνιστικά κινήματα. Την έχω ακούσει από τον παλαιστίνιο διανοούμενο Έντουαρντ Σαϊντ, στο λόμπι ενός ξενοδοχείου στην Βηρυτό, όταν έκανε παθιασμένη καμπάνια εναντίον των ειρηνευτικών συμφωνιών του Όσλο. Την έχω ακούσει από εκπαιδευτικούς και ιστορικούς που προσπάθησαν κάποτε να γράψουν μια κοινά αποδεκτή ιστορία που να γεφυρώνει την παλαιστινιακή και την ισραηλινή εκδοχή της και να αποτυπώνεται στα εκπαιδευτικά βιβλία, μα τα παράτησαν γρήγορα γιατί διαπίστωσαν πως το μίσος και η καχυποψία έχουν τόσο δηλητηριάσει τις δύο πλευρές, ώστε καμιά κοινή αφήγηση δεν μπορούσε να προκύψει.
Την έχω ακούσει και από τον Άμος Οζ, τον αγαπημένο συγγραφέα, ένα βράδυ, στο σπίτι του στο Τελ Αβίβ, το 2004, όταν ακόμη είχε την ελπίδα ότι ένας δύσκολος συμβιβασμός ήταν εφικτός. Την δική του αφήγηση κράτησα μέσα μου ως πιο πειστική. Όλοι σας, μου είχε πει, ψάχνετε να βρείτε ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός σε αυτην την ιστορία. Αλλά στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει δίκιο εναντίον άδικου, υπάρχει δίκιο εναντίον δίκιου. Είναι η σύγκρουση δύο λαών για την μοιρασιά ενός πολύ μικρού τόπου που είναι η μοναδική πατρίδα στην οποία και οι δύο μπορούν να ελπίζουν, μα αποδεικνύεται ξανά και ξανά αδύνατο να συμβιβαστούν ώστε να την μοιράσουν μεταξύ τους. Αυτή η διαμάχη δεν είναι γουέστερν, έλεγε. Είναι αρχαία ελληνική τραγωδία.
Στην εξέλιξη αυτής της τραγωδίας ίσως η βαρβαρότητα του περασμένου Σαββάτου να άλλαξε τα δεδομένα. Η φρίκη της σφαγής των αμάχων από την Χαμάς στιγμάτισε και απονομιμοποίησε ηθικά το δίκαιο αίτημα της δημιουργίας ανεξάρτητου και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Και όπως οι πιο φωτισμένοι εκπρόσωποι της παλαιστινιακής διασποράς αναγνωρίζουν, αυτή η νομιμοποίηση δεν μπορεί να επιστρέψει παρά μόνον αν η Χαμάς πάψει να έχει την δύναμη να ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τους Παλαιστίνιους. Όπως οι φωτισμένοι της άλλης πλευράς, ζητούν από την κυβέρνηση Νετανιάχου να μην υπονομεύσει, με μια υπερβολική βίαια αντίδραση, την ηθική νομιμοποίηση και της δικής τους δίκαιης υπόθεσης, της ύπαρξης ενός ασφαλούς κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Κανείς δεν είναι αισιόδοξος. Ίσως η τελευταία ελπίδα για ειρήνη να χάθηκε το 1995, με την δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν (από εξτρεμιστή Ισραηλινό, όχι Άραβα τρομοκράτη) μετά τις συμφωνίες του Όσλο. Ίσως λίγο αργότερα, με την αποτυχία των συνομιλιών στο Καμπ Ντέιβιντ το 2000. Το βέβαιο είναι πως από τότε οι δύο πλευρές έχουν πιαστεί αιχμάλωτες σ’ έναν φαύλο κύκλο, όπου οι πιο ακραίοι της μιας πλευράς πριμοδοτούν τους ακραίους της άλλης. Από την πλευρά των Παλαιστινίων αξιοποιήθηκε κάθε ευκαιρία ώστε να αχρηστευθεί, δια της τρομοκρατίας, κάθε μετριοπαθής φωνή στο Τελ Αβίβ και να τιναχτεί στον αέρα κάθε βήμα προσέγγισης. Και το Ισραήλ έκανε ότι μπορούσε, ιδίως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, για να συκοφαντήσει και να καταστήσει διακοσμητική την παλαιστινιακή ηγεσία στην δυτική όχθη. Κι έτσι στην μία πλευρά του φράχτη κυριάρχησαν ο Νετανιάχου και οι ακραίοι σύμμαχοί του και στην άλλη περιθωριοποιήθηκαν οι επίγονοι του Αραφάτ και παραδόθηκε όχι μόνον η Γάζα, μα ολόκληρη η υπόθεση της Παλαιστίνης στα χέρια της Χαμάς. Ώστε να είναι αδύνατη πια όχι μόνον κάποια προσπάθεια προσέγγισης, μα ακόμη και ο απλός, στοιχειώδης διάλογος.
Και τώρα; Η τελευταία, αμερικανικής έμπνευσης, προσπάθεια να ειρηνεύσει η Μέση Ανατολή με την προσέγγιση του Ισραήλ με τις αραβικές χώρες, ερήμην των Παλαιστινίων, αποδείχθηκε σχέδιο πολύ ωραίο ώστε να είναι αληθινό. Και ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους αρχικούς πρωταγωνιστές της τραγωδίας, δύσκολος ήδη θα γίνει ίσως εντελώς αδύνατος μετά την καταιγίδα της βίας αυτών των ημερών. Άλλη λύση, όμως, δεν δίδεται. Ο συμβιβασμός, είχε πει κάποτε ο Άμος Οζ , είναι μια «κακή λέξη», ένας ηθικά στιγματισμένος όρος- ιδίως στην Μέση Ανατολή. «Αλλά για μένα, συμβιβασμός σημαίνει ζωή. Το αντίθετο του συμβιβασμού δεν είναι ο ιδεαλισμός, η συνέπεια ή η αφοσίωση. Το αντίθετο του συμβιβασμού είναι ο φανατισμός και ο θάνατος. Χρειαζόμαστε συμβιβασμό». Το μάθημα έχει αξία και πέραν των συνόρων της Παλαιστίνης.