Ποιόν συμφέρει;
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2024-09-22
Οι τιμές τροφίμων και άλλων ειδών λαϊκής κατανάλωσης ήταν συγκριτικά πολύ υψηλότερες απ΄ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήδη πριν το κύμα ακρίβειας της τελευταίας διετίας. Διασφαλίσαμε αυτήν την πρωτιά με τις εν συνεχεία επιδόσεις του πληθωρισμού. Τον Αύγουστο, λένε τα τελευταία στοιχεία, στην Ευρωζώνη έπεσε στο 2,2% από 2,6% τον Ιούλιο, στη χώρα μας ανέβηκε στο 3,2% από 3% κι έτσι τρέχει με την τέταρτη μεγαλύτερη ταχύτητα μεταξύ των 20 της Ευρωζώνης. Μια μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος εξελίσσεται σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των μη εχόντων, υπέρ των εχόντων και του σπάταλου, μη φιλικού κράτους.
Παράδειγμα, το στεγαστικό. Αυτό που γίνεται επί της ουσίας, είναι η τόνωση της ζήτησης κατοικίας με επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια από τις αρχές του 2025. Επειδή η προσφορά είναι ελλειμματική, οι μεσίτες αναμένουν να προκαλέσει άνοδο τιμών στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας κατά 10% - 15% με αποτέλεσμα να τείνει να μηδενιστεί το όφελος από την επιδότηση του στεγαστικού σε πολλές περιοχές και να ακριβαίνουν τα νοίκια. Γίνεται μια μεγάλη αναδιανομή από εκείνους που δεν έχουν στέγη σε εκείνους που κατέχουν και εκμεταλλεύονται αστικά ακίνητα -ως παρότρυνση, δε, για να τα εκμεταλλευτούν κι όσοι διστάζουν, θα απαλλάσσονται από τους σχετικούς φόρους επί τρία χρόνια.
Η αναδιανομή γίνεται σε πολλαπλά πεδία.
Πρωτογενώς, υπέρ των κερδών και σε βάρος της μισθωτής εργασίας, με συνέπεια η χώρα μας να βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 με κριτήριο το μέσο ωρομίσθιο σε όρους αγοραστικής δύναμης -κάτω και από τη Βουλγαρία. Σε άλλο επίπεδο, με την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους: Έχουμε, πχ, τη μεγαλύτερη αναλογία ιδιωτικών δαπανών για την υγεία από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (γύρω στα 4,5 δισ.) κι αυτή γίνεται πιο δυσβάστακτη καθώς το ΕΣΥ αποδυναμώνεται υπέρ του ιδιωτικού τομέα. Έχουμε μια κατ’ όνομα δωρεάν παιδεία, που στα αλήθεια είναι πανάκριβη -σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, που νοιάζονται για τα παιδιά και την πολύπλευρη ανάπτυξή τους. Σε ένα άλλο επίπεδο, σε βάρος των καταθετών, υπέρ των μετόχων των τραπεζών. Σε ένα τέταρτο, με την άμεση φορολογία: Στην 4ετία 2020-23, οι ονομαστικές αποδοχές αυξήθηκαν 11% κι ο φόρος εισοδήματος 41% -τέσσερις φορές πάνω, λόγω μη τιμαριθμοποίησης της κλίμακας. Και ούτω καθεξής.
Τα αποτελέσματα της ασκούμενης πολιτικής, δικαιώνουν μια τέτοια αναδιανομή;
Αν κρίνουμε με τους συνήθεις δείκτες, η οριακή βελτίωσή τους δεν την δικαιολογεί: Το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό της τάξης του 2% παρά την ισχυρή ένεση από ευρωπαϊκούς πόρους, όπερ προοιωνίζεται ότι ceteris paribus θα ξαναπέσει στην περιοχή του 1% μετά το 2027. Οι ιδιωτικές επενδύσεις βρίσκονται στο 1/3 του στόχου, παρότι στο πολύ μεγάλο μέρος τους γίνονται με δημόσιο χρήμα, εκείνες δε που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας είναι μικρό ποσοστό τους. Παραμένουμε ουραγοί στην παραγωγικότητα και το έλλειμμα του ισοζυγίου υπενθυμίζει ότι δεν έχουμε αλλάξει το οικονομικό μοντέλο. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται ως απόλυτο μέγεθος –το ακολουθεί και το ιδιωτικό.
Η εικόνα είναι χειρότερη με άλλα, πιο «πεζά» κριτήρια. Όπως το διεθνώς αποδεκτό κριτήριο για τη δύναμη μιας οικονομίας, η ποιότητα και η ποσότητα των θέσεων εργασίας που παράγει.
Στην ποσότητα, καθ’ ημάς η απασχόληση είχε αρχίσει να βελτιώνεται σιγά σιγά μετά το 2012 και τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκαν περίπου 500.000 θέσεις εργασίας, αλλά παραμένει το χάσμα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχουμε τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία στους 27. Όσον αφορά την ποιότητα, το 70% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα έχουν μεικτό μισθό κάτω από 1200 ευρώ/μήνα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, κι αν αφαιρεθούν κρατήσεις και το 24% της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ), προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία παράγει μαζικά νεόπτωχους –ανθρώπους που είναι φτωχοί, χωρίς να είναι άνεργοι, ενώ έχουν εργασία.
Η αναδιανομή δεν δικαιώνεται. Μπορεί, μάλιστα, να υποστηριχτεί το αντίθετο. Ότι ευθύνεται για τα πενιχρά αποτελέσματα.