Οι τράπεζες ορίζουν τα επιτόκια, καταναλωτές- καταθέτες δεν αντιστέκονται
Ελίζα Παπαδάκη, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-09-24
Το υψηλότερο, με απόσταση, επιτόκιο 5,96% παίρνουν οι ελληνικές τράπεζες κατά μέσο όρο από τα δάνεια που χορηγούν, 1,8 μονάδες πάνω από το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο στην Ευρωζώνη (4,15%), σύμφωνα με την έκθεση που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες δίνουν το τέταρτο χαμηλότερο μέσο επιτόκιο στους καταθέτες τους, 1,26%, έναντι 1,57% στην Ευρωζώνη. Φαίνεται έτσι να καρπώνονται μια πολύ μεγαλύτερη διαφορά, 4,7 μονάδες, ανάμεσα στις δύο κατηγορίες επιτοκίων, έναντι 2,58 μονάδων του μέσου όρου της Ευρωζώνης, με τις αμέσως επόμενες πορτογαλικές τράπεζες να περιορίζονται σε μια διαφορά 3,56%.
Μάλιστα, τα επιτόκια αυτά αναφέρονται στις νέες χορηγήσεις και καταθέσεις της περιόδου Ιανουαρίου 2003 - Μαϊου 2006, που εξετάζει η έκθεση. Εφόσον συμπεριληφθούν όλα τα δάνεια και οι καταθέσεις, τα αντίστοιχα μέσα επιτόκια είναι 6,39 και 1,27 στην Ελλάδα (5% και 1,73% στην Ευρωζώνη) και η διαφορά μεταξύ τους (spread) 5,12 μονάδες (3,27 στην Ευρωζώνη). Στα νέα δάνεια και καταθέσεις δηλαδή η απόσταση από το μέσο spread της Ευρωζώνης διευρύνεται (στο σύνολο ήταν 1,85 μονάδες, στα νέα γίνεται 2,12).
Η διατήρηση μεγάλων διαφορών προς όφελος των ελληνικών τραπεζών υποδηλώνει οπωσδήποτε τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης της ελληνικής αγοράς (εκτιμάται ο υψηλότερος της Ευρώπης): Οι τρεις ή τέσσερες τράπεζες που κυριαρχούν δεν πιέζονται από τον ανταγωνισμό στη διαμόρφωση των επιτοκίων τους. Εμπλεκόμενοι στον κλάδο με μακρά εμπειρία ομολογούν άλλωστε ανεπίσημα ότι η Ένωση των Ελληνικών Τραπεζών λειτουργεί ως "άτυπο καρτέλ".
Ως ένα σημείο, οι διαφορές στο μέσο ύψος των επιτοκίων εξηγούνται με τις διαφορές στη διάρθρωση τόσο των δανείων, όσο και των καταθέσεων στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως τονίζει υπεύθυνος παράγων της Τράπεζας της Ελλάδος, τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών δανείων, με ένα πολύ μεγάλο μέρος τους να χορηγείται μέσω πιστωτικών καρτών. Αλλά τα δάνεια μέσω καρτών παντού έχουν υψηλότερα επιτόκια, επειδή παρουσιάζουν μεγαλύτερες επισφάλειες, οπότε, λόγω της μεγάλης συμμετοχής τους στο σύνολο των δανείων, διαμορφώνεται υψηλότερα το μέσο επιτόκιο. Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΚΤ, αυτά τα δάνεια "υπερανάληψης", ή ανάληψης χωρίς αντίκρυσμα, έφθαναν στην Ελλάδα την περίοδο 2003-2006 το 53% του συνόλου των καταναλωτικών δανείων, έναντι μόλις 15% στην Ευρωζώνη συνολικά.
Για την αφειδή επέκταση των δανείων μέσω καρτών, και του καταναλωτικού δανεισμού γενικότερα, πρώτιστα ευθύνονται οι ίδιες οι τράπεζες, που ασκούν ασφυκτική πίεση στο κοινό να δανείζεται διαρκώς περισσότερο, προφανώς επειδή από τη δραστηριότητα αυτή αντλούν τα ευκολότερα κέρδη. Δεν αρκούνται στις διαφημιστικές καμπάνιες, χρησιμοποιούν μέχρι και τον τηλεφωνικό κατάλογο για να ενοχλούν όλον το κόσμο, προσπαθώντας να πουλήσουν νέα δάνεια και κάρτες. Καθώς δεν εξετάζουν τη δυνατότητα όποιου ενδίδει στις πιέσεις τους να αποπληρώσει τα δάνειά του, αντιμετωπίζουν και τις υψηλότερες επισφάλειες, της τάξης του 8% έναντι 4% που συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτό δεν τις πτοεί, αφού κανείς δεν τις εμποδίζει να αυξάνουν το επιτόκιο που πληρώνουν οι συνεπείς δανειολήπτες, τόσο ώστε να ενσωματώνουν την απώλεια από εκείνους που δεν μπορούν να πληρώσουν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος
Ως εποπτεύουσα αρχή, η Τράπεζα Ελλάδος υποδεικνύει στις τράπεζες ότι πρέπει να αξιολογούν καλύτερα τις αιτήσεις για δάνεια. Ελέγχει πόσες αιτήσεις απορρίπτονται, και κάποτε επιβάλλει κυρώσεις, αν κρίνει τις απορρίψεις πολύ λίγες. Παράλληλα ωστόσο εντοπίζει μεγάλο πρόβλημα και στη νοοτροπία που επικρατεί στη χώρα: Ο ίδιος πελάτης που παραπονείται για το ύψος του επιτοκίου, θα διαμαρτυρόταν αν η τράπεζα ερευνούσε το εισόδημά του και αποφάσιζε να μην τον δανείσει, έλεγε χαρακτηριστικά ηγετικό στέλεχος της Τράπεζας Ελλάδος, καυτηριάζοντας μια καταναλωτική συμπεριφορά που προσφεύγει απερίσκεπτα στα εύκολα δάνεια - και τα ευκολότερα είναι με τις κάρτες - όσο υψηλότοκα και αν είναι.
Μιαν εξίσου κοντόφθαλμη νοοτροπία βλέπει άλλωστε να εκδηλώνεται και στα στεγαστικά δάνεια, όπου το 84% έχουν ληφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο την περίοδο 2003-2006, έναντι του 51% στην Ευρωζώνη. Εδώ οι Έλληνες δεν είναι μόνοι, ανάλογα υψηλά είναι τα ποσοστά των Ιταλών και των Ισπανών, ενώ των Πορτογάλων φθάνουν το 98%. Όλοι μαζί όμως θα αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες, εφόσον τα επιτόκια θα ανεβαίνουν, σε αντίθεση με τους Γερμανούς ή τους Γάλλους, που σε ποσοστό 60% και πλέον έχουν δανεισθεί με σταθερό επιτόκιο για πάνω από πέντε ή και δέκα χρόνια.
Στα επιχειρηματικά δάνεια, αντίθετα, δεν παρουσιάζονται αντίστοιχα προβλήματα. Οι διαφορές από το μέσο όρο της Ευρωζώνης που καταγράφει στη διάρθρωσή τους η έκθεση της ΕΚΤ είναι εδώ πολύ μικρότερες, στα δε δάνεια άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ φαίνονται αμελητέες, καθώς οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εύκολα δανείζονται απευθείας από ξένες τράπεζες.
Καταθέσεις
Ένας δεύτερος παράγων που εξηγεί εν μέρει τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών είναι ο τρόπος που χρηματοδοτούν τα δάνειά τους. Ενώ σε άλλες χώρες οι πόροι για τα δάνεια αντλούνται κυρίως από τις καταθέσεις, σε μας οι τράπεζες καταφεύγουν περισσότερο στη χρηματαγορά, αλλά εκεί τα επιτόκια είναι υψηλότερα, παρατηρούσε το ίδιο στέλεχος. Στο ερώτημα, γιατί τότε οι τράπεζες διατηρούν τόσο χαμηλό το μέσο επιτόκιο των καταθέσεών τους, απαντούσε και πάλι με τη διάρθρωση των καταθέσεων και τη νοοτροπία που αντανακλά. Το 76% των καταθέσεων είναι άμεσα αναληπτές (ταμιευτηρίου), έναντι 35% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, ενώ μόλις 2% είναι οι καταθέσεις προθεσμίας άνω των δύο ετών (Ευρωζώνη 15%). Περισσότερες άμεσα αναληπτές καταθέσεις έχει μόνον η Ιταλία (79%), που παρουσιάζει και το χαμηλότερο μέσο επιτόκιο: 0,95%. Η προσφορά υψηλότερων επιτοκίων εκμέρους μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που ήθελαν να προσελκύσουν περισσότερες καταθέσεις, δεν επηρέασε συνολικά την αγορά. Η Εθνική, με το μεγάλο της όγκο, εξακολουθεί να υπαγορεύει τους όρους.
Στις συνθήκες απελευθέρωσης του πιστωτικού συστήματος, την αγορά δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει καν η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, ούτε μέσα από την εποπτική της λειτουργία, ούτε με τις συστάσεις που απευθύνει κάθε τόσο η διοίκησή της στην κοινή γνώμη. Συστάσεις άλλωστε ιδιαίτερα ήπιες, για να μη διαταραχθεί προφανώς το πλέγμα των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων, που τροφοδοτούν στη φάση αυτή την οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Τη βελτίωση της κατάστασης προσδοκά από την έλευση νέων παικτών στην αγορά, όπως της Credit Agricole, με την ελπίδα ότι θα εισαχθεί έτσι ο ανταγωνισμός που λείπει.
Πρώτες στα κέρδη από τόκους οι ελληνικές τράπεζες
Το πόσο επικερδές για τις ελληνικές τράπεζες είναι αυτό το μεγάλο άνοιγμα μεταξύ των επιτοκίων δανείων και καταθέσεων το επιβεβαιώνουν και οι δείκτες αποδοτικότητας στην έκθεση για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα που δημοσίευσε τον περασμένο Οκτώβριο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα:
Τα καθαρά τους έσοδα από τόκους φθάνουν στο 2,75% των συνολικών τους κεφαλαίων, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου (1,21%). Ελαφρά υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,08%) είναι τα καθαρά τους έσοδα εκτός τόκων: 1,22% των συνολικών τους κεφαλαίων.
Εντούτοις, στα κέρδη, όπως μετρούνται με την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (ROE) μετά τους φόρους και τα έκτακτα, οι ελληνικές τράπεζες είναι ελαφρά κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης: 10,11% έναντι 10,54%. Ο λόγος είναι ότι και στο σύνολο των εξόδων (αμοιβές προσωπικού, διοίκηση κ.ά.) επί των συνολικών τους κεφαλαίων 2,48%, οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν επίσης το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, όπου ο μέσος όρος είναι 1,46%.
Τα συγκριτικά αυτά στοιχεία αναφέρονται στο έτος 2004, όταν δεν είχε ακόμα προχωρήσει η λεγόμενη εξυγίανση της Εμπορικής. Σύντομα αναμένεται η επόμενη έκθεση με στοιχεία για το 2005
Μάλιστα, τα επιτόκια αυτά αναφέρονται στις νέες χορηγήσεις και καταθέσεις της περιόδου Ιανουαρίου 2003 - Μαϊου 2006, που εξετάζει η έκθεση. Εφόσον συμπεριληφθούν όλα τα δάνεια και οι καταθέσεις, τα αντίστοιχα μέσα επιτόκια είναι 6,39 και 1,27 στην Ελλάδα (5% και 1,73% στην Ευρωζώνη) και η διαφορά μεταξύ τους (spread) 5,12 μονάδες (3,27 στην Ευρωζώνη). Στα νέα δάνεια και καταθέσεις δηλαδή η απόσταση από το μέσο spread της Ευρωζώνης διευρύνεται (στο σύνολο ήταν 1,85 μονάδες, στα νέα γίνεται 2,12).
Η διατήρηση μεγάλων διαφορών προς όφελος των ελληνικών τραπεζών υποδηλώνει οπωσδήποτε τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης της ελληνικής αγοράς (εκτιμάται ο υψηλότερος της Ευρώπης): Οι τρεις ή τέσσερες τράπεζες που κυριαρχούν δεν πιέζονται από τον ανταγωνισμό στη διαμόρφωση των επιτοκίων τους. Εμπλεκόμενοι στον κλάδο με μακρά εμπειρία ομολογούν άλλωστε ανεπίσημα ότι η Ένωση των Ελληνικών Τραπεζών λειτουργεί ως "άτυπο καρτέλ".
Ως ένα σημείο, οι διαφορές στο μέσο ύψος των επιτοκίων εξηγούνται με τις διαφορές στη διάρθρωση τόσο των δανείων, όσο και των καταθέσεων στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όπως τονίζει υπεύθυνος παράγων της Τράπεζας της Ελλάδος, τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών δανείων, με ένα πολύ μεγάλο μέρος τους να χορηγείται μέσω πιστωτικών καρτών. Αλλά τα δάνεια μέσω καρτών παντού έχουν υψηλότερα επιτόκια, επειδή παρουσιάζουν μεγαλύτερες επισφάλειες, οπότε, λόγω της μεγάλης συμμετοχής τους στο σύνολο των δανείων, διαμορφώνεται υψηλότερα το μέσο επιτόκιο. Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΚΤ, αυτά τα δάνεια "υπερανάληψης", ή ανάληψης χωρίς αντίκρυσμα, έφθαναν στην Ελλάδα την περίοδο 2003-2006 το 53% του συνόλου των καταναλωτικών δανείων, έναντι μόλις 15% στην Ευρωζώνη συνολικά.
Για την αφειδή επέκταση των δανείων μέσω καρτών, και του καταναλωτικού δανεισμού γενικότερα, πρώτιστα ευθύνονται οι ίδιες οι τράπεζες, που ασκούν ασφυκτική πίεση στο κοινό να δανείζεται διαρκώς περισσότερο, προφανώς επειδή από τη δραστηριότητα αυτή αντλούν τα ευκολότερα κέρδη. Δεν αρκούνται στις διαφημιστικές καμπάνιες, χρησιμοποιούν μέχρι και τον τηλεφωνικό κατάλογο για να ενοχλούν όλον το κόσμο, προσπαθώντας να πουλήσουν νέα δάνεια και κάρτες. Καθώς δεν εξετάζουν τη δυνατότητα όποιου ενδίδει στις πιέσεις τους να αποπληρώσει τα δάνειά του, αντιμετωπίζουν και τις υψηλότερες επισφάλειες, της τάξης του 8% έναντι 4% που συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτό δεν τις πτοεί, αφού κανείς δεν τις εμποδίζει να αυξάνουν το επιτόκιο που πληρώνουν οι συνεπείς δανειολήπτες, τόσο ώστε να ενσωματώνουν την απώλεια από εκείνους που δεν μπορούν να πληρώσουν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος
Ως εποπτεύουσα αρχή, η Τράπεζα Ελλάδος υποδεικνύει στις τράπεζες ότι πρέπει να αξιολογούν καλύτερα τις αιτήσεις για δάνεια. Ελέγχει πόσες αιτήσεις απορρίπτονται, και κάποτε επιβάλλει κυρώσεις, αν κρίνει τις απορρίψεις πολύ λίγες. Παράλληλα ωστόσο εντοπίζει μεγάλο πρόβλημα και στη νοοτροπία που επικρατεί στη χώρα: Ο ίδιος πελάτης που παραπονείται για το ύψος του επιτοκίου, θα διαμαρτυρόταν αν η τράπεζα ερευνούσε το εισόδημά του και αποφάσιζε να μην τον δανείσει, έλεγε χαρακτηριστικά ηγετικό στέλεχος της Τράπεζας Ελλάδος, καυτηριάζοντας μια καταναλωτική συμπεριφορά που προσφεύγει απερίσκεπτα στα εύκολα δάνεια - και τα ευκολότερα είναι με τις κάρτες - όσο υψηλότοκα και αν είναι.
Μιαν εξίσου κοντόφθαλμη νοοτροπία βλέπει άλλωστε να εκδηλώνεται και στα στεγαστικά δάνεια, όπου το 84% έχουν ληφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο την περίοδο 2003-2006, έναντι του 51% στην Ευρωζώνη. Εδώ οι Έλληνες δεν είναι μόνοι, ανάλογα υψηλά είναι τα ποσοστά των Ιταλών και των Ισπανών, ενώ των Πορτογάλων φθάνουν το 98%. Όλοι μαζί όμως θα αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες, εφόσον τα επιτόκια θα ανεβαίνουν, σε αντίθεση με τους Γερμανούς ή τους Γάλλους, που σε ποσοστό 60% και πλέον έχουν δανεισθεί με σταθερό επιτόκιο για πάνω από πέντε ή και δέκα χρόνια.
Στα επιχειρηματικά δάνεια, αντίθετα, δεν παρουσιάζονται αντίστοιχα προβλήματα. Οι διαφορές από το μέσο όρο της Ευρωζώνης που καταγράφει στη διάρθρωσή τους η έκθεση της ΕΚΤ είναι εδώ πολύ μικρότερες, στα δε δάνεια άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ φαίνονται αμελητέες, καθώς οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εύκολα δανείζονται απευθείας από ξένες τράπεζες.
Καταθέσεις
Ένας δεύτερος παράγων που εξηγεί εν μέρει τα υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων των ελληνικών τραπεζών είναι ο τρόπος που χρηματοδοτούν τα δάνειά τους. Ενώ σε άλλες χώρες οι πόροι για τα δάνεια αντλούνται κυρίως από τις καταθέσεις, σε μας οι τράπεζες καταφεύγουν περισσότερο στη χρηματαγορά, αλλά εκεί τα επιτόκια είναι υψηλότερα, παρατηρούσε το ίδιο στέλεχος. Στο ερώτημα, γιατί τότε οι τράπεζες διατηρούν τόσο χαμηλό το μέσο επιτόκιο των καταθέσεών τους, απαντούσε και πάλι με τη διάρθρωση των καταθέσεων και τη νοοτροπία που αντανακλά. Το 76% των καταθέσεων είναι άμεσα αναληπτές (ταμιευτηρίου), έναντι 35% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, ενώ μόλις 2% είναι οι καταθέσεις προθεσμίας άνω των δύο ετών (Ευρωζώνη 15%). Περισσότερες άμεσα αναληπτές καταθέσεις έχει μόνον η Ιταλία (79%), που παρουσιάζει και το χαμηλότερο μέσο επιτόκιο: 0,95%. Η προσφορά υψηλότερων επιτοκίων εκμέρους μικρών πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που ήθελαν να προσελκύσουν περισσότερες καταθέσεις, δεν επηρέασε συνολικά την αγορά. Η Εθνική, με το μεγάλο της όγκο, εξακολουθεί να υπαγορεύει τους όρους.
Στις συνθήκες απελευθέρωσης του πιστωτικού συστήματος, την αγορά δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει καν η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, ούτε μέσα από την εποπτική της λειτουργία, ούτε με τις συστάσεις που απευθύνει κάθε τόσο η διοίκησή της στην κοινή γνώμη. Συστάσεις άλλωστε ιδιαίτερα ήπιες, για να μη διαταραχθεί προφανώς το πλέγμα των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων, που τροφοδοτούν στη φάση αυτή την οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Τη βελτίωση της κατάστασης προσδοκά από την έλευση νέων παικτών στην αγορά, όπως της Credit Agricole, με την ελπίδα ότι θα εισαχθεί έτσι ο ανταγωνισμός που λείπει.
Πρώτες στα κέρδη από τόκους οι ελληνικές τράπεζες
Το πόσο επικερδές για τις ελληνικές τράπεζες είναι αυτό το μεγάλο άνοιγμα μεταξύ των επιτοκίων δανείων και καταθέσεων το επιβεβαιώνουν και οι δείκτες αποδοτικότητας στην έκθεση για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα που δημοσίευσε τον περασμένο Οκτώβριο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα:
Τα καθαρά τους έσοδα από τόκους φθάνουν στο 2,75% των συνολικών τους κεφαλαίων, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου (1,21%). Ελαφρά υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,08%) είναι τα καθαρά τους έσοδα εκτός τόκων: 1,22% των συνολικών τους κεφαλαίων.
Εντούτοις, στα κέρδη, όπως μετρούνται με την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων (ROE) μετά τους φόρους και τα έκτακτα, οι ελληνικές τράπεζες είναι ελαφρά κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης: 10,11% έναντι 10,54%. Ο λόγος είναι ότι και στο σύνολο των εξόδων (αμοιβές προσωπικού, διοίκηση κ.ά.) επί των συνολικών τους κεφαλαίων 2,48%, οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν επίσης το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, όπου ο μέσος όρος είναι 1,46%.
Τα συγκριτικά αυτά στοιχεία αναφέρονται στο έτος 2004, όταν δεν είχε ακόμα προχωρήσει η λεγόμενη εξυγίανση της Εμπορικής. Σύντομα αναμένεται η επόμενη έκθεση με στοιχεία για το 2005