Στη μακρινή Ιταλία
Δημοψήφισμα εργαζομένων, συνταξιούχων, ανέργων για τις συντάξεις
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2007-10-18
Στο δημοψήφισμα υπερίσχυσαν με ένα συντριπτικό 82% τα «ναι». Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και οι άνεργοι της Ιταλίας ενέκριναν με μεγάλη πλειοψηφία τη συμφωνία για τις συντάξεις, την εργασία και την ανταγωνιστικότητα που είχαν διαπραγματευθεί εξαντλητικά τα συνδικάτα τους με τους υπουργούς Οικονομίας, Εργασίας και με τον ίδιο τον πρωθυπουργό, καθώς και με την εργοδοσία.
Η νίκη αυτή της κυβέρνησης Πρόντι και των εθνικών συνδικαλιστικών ηγεσιών δεν ήταν αυτονόητη. Η ιστορική Ομοσπονδία των Εργατών Μετάλλου, ισχυρή πάντα στη μεγάλη βιομηχανία του Βορρά της χώρας, αντιτάχθηκε στις παραχωρήσεις που έκαναν οι ηγεσίες των τριών εθνικών συνομοσπονδιών για να επιτύχουν τον τελικό συμβιβασμό, ιδίως στο ζήτημα της επισφαλούς εργασίας. Απαιτούσε ριζικότερα μέτρα για την εξάλειψή της και σε εργοστάσια όπως της FΙΑΤ το «όχι» επικράτησε. (Όμως εργαζόμενοι μικρών επιχειρήσεων σε καθεστώς πολύ λιγότερης προστασίας, καθώς και άνεργοι, φαίνεται ότι υπερψήφισαν τη συμφωνία.) Με ανάλογες επιφυλάξεις, δύο μέλη της κυβέρνησης από την Κομμουνιστική Αριστερά μαζί με έναν υπουργό των Πρασίνων απείχαν από την ψηφοφορία για το σχετικό νομοσχέδιο στο υπουργικό συμβούλιο. Η προθυμία του Ρομάνο Πρόντι να ανταποκριθεί σε τέτοιες ενστάσεις δεχόμενος να επανεξετασθούν κάποια εδάφια της συμφωνίας εξόργισε την Confindustria (ομόλογο του εδώ ΣΕΒ), που απαίτησε από την πλευρά της επανεξέταση στην αντίθετη κατεύθυνση.
Oι αψιμαχίες αυτές έχουν, βέβαια, τη σημασία τους σε μιαν εύθραυστη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ωστόσο το καθοριστικό γεγονός παραμένει η μαζική, ενεργητική και συνειδητή στήριξη εργαζομένων, συνταξιούχων και ανέργων στη συμφωνία που διαπραγματεύθηκαν οι εκπρόσωποί τους. Αυτά τα τέσσερα εκατομμύρια «ναι» απαντούν και στις επικρίσεις ειδημόνων για την ανεπάρκεια των ρυθμίσεων που αποφασίστηκαν απέναντι στα σοβαρά προβλήματα της ιταλικής οικονομίας. Συμβολικά, ο απερχόμενος γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ροντρίγο Ράτο έκανε λόγο για «βήμα πίσω», προβλέποντας δημοσιονομικούς κινδύνους και επιβράδυνση της ιταλικής ανάπτυξης το 2008. Ανάλογα σχόλια ακούστηκαν πολλά εντός και εκτός Ιταλίας, ιδίως στις Βρυξέλλες. Είναι αλήθεια ότι μόνον η Ιταλία και η Ελλάδα στην ευρωζώνη έχουν δημόσιο χρέος μεγαλύτερο από το 100% του ΑΕΠ, οι δημόσιες δαπάνες που διατίθενται για τις συντάξεις φθάνουν μάλιστα εκεί το 14% του ΑΕΠ, ακόμα υψηλότερα από το δικό μας 12,5%, τα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση διατηρούνται συγκριτικά χαμηλότερα και τα ποσοστά αναπλήρωσης υψηλότερα έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ταυτόχρονα, το ένα τέταρτο των συντάξεων στην Ιταλία είναι κάτω από 500 ευρώ τον μήνα.
Η δημοσιονομική διαχείριση του υπουργού Οικονομικών Τομάσο ΠάντοαΣκιόπα, συγκρατώντας δαπάνες και αυξάνοντας έσοδα, επανέφερε το έλλειμμα στα όρια του Μάαστριχτ, επικρίνεται εντούτοις για πολύ βραδείς ρυθμούς εξυγίανσης. Στο ερώτημα, αν μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα, απαντούσε στο άρθρο του της Κυριακής ο ιδρυτής της εφημερίδας «Repubblica» Εουτζένιο Σκάλφαρι: Αν είχε διαθέσει όλα όσα εξοικονόμησε για το δημόσιο χρέος, δεν θα είχε τίποτα να δώσει για την αύξηση των κατώτατων συντάξεων, για τις οικογένειες, τους νέους, τις επιχειρήσεις, την πρόνοια, τις υποδομές. Και με μια τέτοια συμπεριφορά, η κυβέρνηση θα είχε πέσει στους δρόμους και στη Βουλή μέσα στις επόμενες 24 ώρες. Το δημοψήφισμα δεν θα είχε γίνει ελλείψει αντικειμένου. Οι δημόσιες δαπάνες είναι όντως υψηλές και η κατανομή τους κακή, αλλά αυτό το αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στο τριετές δημοσιονομικό της πρόγραμμα, αφού αφοπλίσει πρώτα τις νάρκες της κοινωνικής αδικίας, υποστηρίζει ο Σκάλφαρι.
Σίγουρα, η συμφωνία που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα των συνδικάτων στην Ιταλία δεν αποτελεί οριστική λύση. Ανοίγει όμως τον δρόμο για λύσεις στηριγμένες στην κοινωνική διαπραγμάτευση και συμμετοχή.