Λύση τώρα στο Ασφαλιστικό
Με κατεύθυνση την αναζήτηση νέων πόρων
Σάββας Γ. Ρομπόλης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-01-09
Η αντικατάσταση του υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας που έγινε περισσότερο για λόγους ηθικής και δεοντολογικής τάξης παρά για λόγους προσανατολισμού και περιεχομένου του σχεδίου παρέμβασης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αναδεικνύει την πεποίθηση της ασφαλιστικής πολιτικής ότι ο πυρήνας του ασφαλιστικού προβλήματος στην Ελλάδα επικεντρώνεται στο σκέλος των εκροών (παροχές) και όχι στο σκέλος των εισροών (έσοδα) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η πεποίθηση αυτή της ασφαλιστικής πολιτικής στερείται τεκμηρίωσης και απόδειξης αφού δύο στους τρεις συνταξιούχους στη χώρα μας συνταξιοδοτούνται με ποσό μηνιαίας σύνταξης κάτω των 600 ευρώ, η αγοραστική δύναμη των οποίων μειώνεται σημαντικά λόγω της διαφοράς πληθωρισμού και ποσοστού αυξήσεων των συντάξεων στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Αντίθετα όμως, η άποψη των συνδικάτων που υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του ασφαλιστικού προβλήματος στην Ελλάδα επικεντρώνεται στο σκέλος των εισροών (έσοδα) και στη σταδιακή συρρίκνωση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης τεκμηριώνεται από την πραγματική οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία, ενώ θα έπρεπε να διαθέτουν σήμερα αποθεματικό 180 δισ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις συνταξιοδοτικές παροχές μέχρι το 2050, διαθέτουν μόνο 31 δισ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις μέχρι το 2015-2017.
Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι το εύρος της συρρίκνωσης του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης, που έχει συντελεσθεί με διάφορους τρόπους κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα, ελαχιστοποιεί τα αναμενόμενα δημοσιονομικά οφέλη ακόμη και στην περίπτωση κοινωνικά σκληρών και ανάλγητων προτάσεων ασφαλιστικής πολιτικής που πλήττουν τους συνταξιούχους, τους ασφαλισμένους και τους νέους.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η τροποποίηση των προτάσεων ασφαλιστικής πολιτικής, είτε με όρους επικοινωνιακής ηπιότητας της νέας υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας είτε με όρους κοινωνικής σκληρότητας, αδυνατεί να μετατοπίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης πέραν του 2020.
Κατά συνέπεια, με βάση αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται επιτακτικά λύση στο Ασφαλιστικό τώρα, στην κατεύθυνση της αναζήτησης νέων πόρων για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης και τη σταδιακή αποκατάσταση του απαιτούμενου αποθεματικού κεφαλαίου προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι συνταξιοδοτικές παροχές στο μεσομακροπρόθεσμο μέλλον, να βελτιωθούν τα επίπεδα των κατώτερων συντάξεων και να βελτιωθούν επίσης οι συνθήκες εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Πιο συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει: α) Την καταγραφή, τον χρονικό προσδιορισμό και τη μορφή εξόφλησης των υποχρεώσεων του κράτους προς τα ασφαλιστικά ταμεία (κυρίως προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), οι οποίες υποχρεώσεις ανέρχονται στο ποσό των 12,3 δισ. ευρώ. β) Την εξόφληση καθυστερούμενων εισφορών και παράλληλα την αποτελεσματική καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της εισφορο-αποφυγής. Πράγματι, από τα υφιστάμενα στοιχεία προκύπτει ότι το κράτος μαζί με τις δημόσιες επιχειρήσεις οφείλει σήμερα από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές 1,5 δισ. ευρώ και η απώλεια πόρων της κοινωνικής ασφάλισης από την εισφοροδιαφυγή ανέρχεται σε ετήσια βάση στο επίπεδο των 5,8 δισ. ευρώ. γ) Την εξεύρεση νέων πόρων για την αποκατάσταση του σπαταληθέντος αποθεματικού της κοινωνικής ασφάλισης από την κερδοφορία των δημόσιων επιχειρήσεων, την έκτακτη φορολογική επιβάρυνση στα υψηλά εισοδήματα, την έκτατη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών, ποσοστό επί των καταλογισθέντων πρόσθετων ποσών φόρων καθώς και επί των εκτός προϋπολογισμού εσόδων των ειδικών λογαριασμών, ποσοστό επί των υπεραξιών γης και γενικότερα της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, κ.λπ.
Είναι προφανές ότι η μακροχρόνια επίλυση του χρηματοδοτικού προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην με διάφορους τρόπους (κράτος, εργοδότες) υποχρηματοδότηση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, θα δημιουργήσει στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων «έτη ευκαιρίας», προκειμένου να ακολουθήσει με προγραμματισμένα, μεθοδικά και τεκμηριωμένα αναλογιστικά βήματα: α) η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 102 (άρθρο 71) που έχει επικυρωθεί με τον Ν. 3251/1955 από την Ελλάδα (αναγκαία προηγούμενη μέτρηση των συναφών συνεπειών με σχετική αναλογιστική μελέτη), β) η βελτίωση του επιπέδου των κατώτατων και μέσων συντάξεων, και γ) η βελτίωση της οργάνωσης, της διοίκησης και της δημοκρατικής λειτουργίας των κέντρων λήψης των αποφάσεων της κοινωνικής ασφάλισης.
Η λύση του Ασφαλιστικού τώρα, και προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί την μόνη ικανή και αναγκαία επιλογή που θα αντιμετωπίσει την ανησυχία των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και των νέων για τη μελλοντική οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα των ασφαλιστικών ταμείων.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η πεποίθηση αυτή της ασφαλιστικής πολιτικής στερείται τεκμηρίωσης και απόδειξης αφού δύο στους τρεις συνταξιούχους στη χώρα μας συνταξιοδοτούνται με ποσό μηνιαίας σύνταξης κάτω των 600 ευρώ, η αγοραστική δύναμη των οποίων μειώνεται σημαντικά λόγω της διαφοράς πληθωρισμού και ποσοστού αυξήσεων των συντάξεων στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Αντίθετα όμως, η άποψη των συνδικάτων που υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του ασφαλιστικού προβλήματος στην Ελλάδα επικεντρώνεται στο σκέλος των εισροών (έσοδα) και στη σταδιακή συρρίκνωση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης τεκμηριώνεται από την πραγματική οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία, ενώ θα έπρεπε να διαθέτουν σήμερα αποθεματικό 180 δισ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις συνταξιοδοτικές παροχές μέχρι το 2050, διαθέτουν μόνο 31 δισ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις μέχρι το 2015-2017.
Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι το εύρος της συρρίκνωσης του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης, που έχει συντελεσθεί με διάφορους τρόπους κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ελλάδα, ελαχιστοποιεί τα αναμενόμενα δημοσιονομικά οφέλη ακόμη και στην περίπτωση κοινωνικά σκληρών και ανάλγητων προτάσεων ασφαλιστικής πολιτικής που πλήττουν τους συνταξιούχους, τους ασφαλισμένους και τους νέους.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η τροποποίηση των προτάσεων ασφαλιστικής πολιτικής, είτε με όρους επικοινωνιακής ηπιότητας της νέας υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας είτε με όρους κοινωνικής σκληρότητας, αδυνατεί να μετατοπίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης πέραν του 2020.
Κατά συνέπεια, με βάση αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται επιτακτικά λύση στο Ασφαλιστικό τώρα, στην κατεύθυνση της αναζήτησης νέων πόρων για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης και τη σταδιακή αποκατάσταση του απαιτούμενου αποθεματικού κεφαλαίου προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι συνταξιοδοτικές παροχές στο μεσομακροπρόθεσμο μέλλον, να βελτιωθούν τα επίπεδα των κατώτερων συντάξεων και να βελτιωθούν επίσης οι συνθήκες εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Πιο συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει: α) Την καταγραφή, τον χρονικό προσδιορισμό και τη μορφή εξόφλησης των υποχρεώσεων του κράτους προς τα ασφαλιστικά ταμεία (κυρίως προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), οι οποίες υποχρεώσεις ανέρχονται στο ποσό των 12,3 δισ. ευρώ. β) Την εξόφληση καθυστερούμενων εισφορών και παράλληλα την αποτελεσματική καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της εισφορο-αποφυγής. Πράγματι, από τα υφιστάμενα στοιχεία προκύπτει ότι το κράτος μαζί με τις δημόσιες επιχειρήσεις οφείλει σήμερα από καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές 1,5 δισ. ευρώ και η απώλεια πόρων της κοινωνικής ασφάλισης από την εισφοροδιαφυγή ανέρχεται σε ετήσια βάση στο επίπεδο των 5,8 δισ. ευρώ. γ) Την εξεύρεση νέων πόρων για την αποκατάσταση του σπαταληθέντος αποθεματικού της κοινωνικής ασφάλισης από την κερδοφορία των δημόσιων επιχειρήσεων, την έκτακτη φορολογική επιβάρυνση στα υψηλά εισοδήματα, την έκτατη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών, ποσοστό επί των καταλογισθέντων πρόσθετων ποσών φόρων καθώς και επί των εκτός προϋπολογισμού εσόδων των ειδικών λογαριασμών, ποσοστό επί των υπεραξιών γης και γενικότερα της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, κ.λπ.
Είναι προφανές ότι η μακροχρόνια επίλυση του χρηματοδοτικού προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην με διάφορους τρόπους (κράτος, εργοδότες) υποχρηματοδότηση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος, θα δημιουργήσει στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων «έτη ευκαιρίας», προκειμένου να ακολουθήσει με προγραμματισμένα, μεθοδικά και τεκμηριωμένα αναλογιστικά βήματα: α) η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 102 (άρθρο 71) που έχει επικυρωθεί με τον Ν. 3251/1955 από την Ελλάδα (αναγκαία προηγούμενη μέτρηση των συναφών συνεπειών με σχετική αναλογιστική μελέτη), β) η βελτίωση του επιπέδου των κατώτατων και μέσων συντάξεων, και γ) η βελτίωση της οργάνωσης, της διοίκησης και της δημοκρατικής λειτουργίας των κέντρων λήψης των αποφάσεων της κοινωνικής ασφάλισης.
Η λύση του Ασφαλιστικού τώρα, και προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί την μόνη ικανή και αναγκαία επιλογή που θα αντιμετωπίσει την ανησυχία των ασφαλισμένων, των συνταξιούχων και των νέων για τη μελλοντική οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα των ασφαλιστικών ταμείων.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ