Διαψεύσθηκαν οι πιστοί των αγορών
Στις ΗΠΑ η όξυνση των ανισοτήτων ανακαλεί τη θεωρία του Μαρξ
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-02-13
Πόσοι στην Ευρώπη, ή και στην Ελλάδα ειδικότερα, μνημονεύουν σήμερα τον Καρλ Μαρξ; Οι πολλοί τον αγνοούν. Είτε έχουν πια ξεχάσει την τεράστια απήχηση των ιδεών του για μεγάλο μέρος του προηγούμενου αιώνα, είτε, όποτε τυχόν τη θυμούνται, θεωρούν ότι εκείνη η εποχή παρήλθε οριστικά. Οι λιγότεροι τον έχουν διαβάσει και έχουν βρει εκεί πράγματα που τους χρησιμεύουν και στη σημερινή τους προσπάθεια να καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Αλλά διστάζουν να τα επικαλεσθούν ρητά. Σαν να τους έχει επιβληθεί απαγόρευση ύστερα από όλα όσα μεσολάβησαν: «Ου λήψει το όνομα... επί ματαίω».
Στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ωστόσο, όπου δεν αναπτύχθηκαν αντίστοιχα μεγάλες προσδοκίες ούτε υπήρξαν μαζικές εμπειρίες αντίστοιχα τραυματικές, οι θεωρίες του Μαρξ πιο εύκολα επαναφέρονται στη συζήτηση. Αφετηρία είναι η διαπίστωση, ολοένα εντονότερη τα τελευταία χρόνια, ότι οι καθιερωμένες αντιλήψεις της οικονομικής επιστήμης, θεμελιωμένες στην εμπιστοσύνη στις ανταγωνιστικές αγορές, αδυνατούν να προαγάγουν τη συνολική ευημερία, ότι αντίθετα οδηγούν σε νέα όξυνση των ανισοτήτων. Και ότι χρειάζεται συνεπώς να αναζητηθούν νέα, διαφορετικά εργαλεία. «Στη σκιά του Μαρξ και πάλι» τιτλοφορεί άρθρο του ένας πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών των κυβερνήσεων Κλίντον, ο Τζ. Μπράντφορντ Ντελόνγκ, καθηγητής στο Μπέρκλεϊ σήμερα. Πριν από ενάμιση αιώνα, γράφει, ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός, όπως εξελισσόταν, θα αποδεικνυόταν ανίκανος να παραγάγει μιαν αποδεκτή κατανομή του εισοδήματος, και έκτοτε οι οικονομολόγοι του λεγόμενου κυρίου ρεύματος κέρδιζαν το ψωμί και το βούτυρό τους αντικρούοντάς τον: Οι δεξιότητες των εργατών και των μηχανικών, οι ικανότητες και η εμπειρία των επιχειρηματιών, οι μηχανές και τα κτίρια μπορούν να πολλαπλασιαστούν, επομένως και οι σχετικές τους τιμές θα πέφτουν. Επιπλέον, τα κράτη εκπαιδεύουν και επενδύουν, αυξάνοντας την προσφορά εξειδικευμένων εργαζομένων και μειώνοντας το ποσοστό κέρδους του φυσικού κεφαλαίου, παρέχουν κοινωνική ασφάλιση, φορολογούν τους πιο εύπορους και αναδιανέμουν τα οφέλη στους φτωχότερους. Οι αρχικά μεγάλες ανισότητες συνεπώς θα περιορίζονταν, δίδασκε το κύριο ρεύμα της οικονομικής σκέψης.
Εδώ και μια γενιά όμως, οι απόψεις αυτές δεν επαληθεύονται στην πράξη. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις βρέθηκαν στην άμυνα απέναντι σε όσους επέμεναν ότι η αναδιανομή του πλούτου έχει μεγάλο κόστος για την οικονομική μεγέθυνση και δυσκολεύονταν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους για νέες μεγάλες αυξήσεις των δαπανών για την ανώτατη παιδεία. Ούτε στην πλευρά της ιδιωτικής προσφοράς έφεραν τα υψηλότερα κέρδη αυξημένες επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό. Και οι εξαιρετικά υψηλές αμοιβές στην κορυφή τής ολοένα πιο απότομης εισοδηματικής κλίμακας δεν γέννησαν επιχειρηματικό ανταγωνισμό της αγοράς που θα τις χαμήλωνε. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουμε το ηθικό μας, όσοι είχαμε εμπιστευθεί τις δυνάμεις της αγοράς και τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις για να αποδείξουμε ότι ο Μαρξ είχε λάθος ως προς την κατανομή του εισοδήματος μακροπρόθεσμα, και να αρχίσουμε να αναζητούμε νέα, διαφορετικά εργαλεία οικονομικής διαχείρισης, ομολογεί ο Μπράντφορντ Ντελόνγκ.
O παραπάνω προβληματισμός δεν συνιστά ιδιοτροπία ενός Αμερικανού πανεπιστημιακού, έστω πρώην υπουργού. Η ανάλυση της όξυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, που δημοσιεύθηκε στην περυσινή έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποτυπώνει μιαν ευρύτερη ανησυχία για την προοπτική του συστήματος. Καίρια ερωτήματα τίθενται άλλωστε από πολλές πλευρές με αφορμή την τωρινή πιστωτική κρίση. Είναι η τρίτη που ξέσπασε στις ΗΠΑ τα είκοσι τελευταία χρόνια και δείχνει ότι η απορρύθμιση δεν απέδωσε, έγραψε συνοψίζοντας τα συμπεράσματά του από τις φετινές συζητήσεις στο Νταβός ο βραβευμένος με Νόμπελ Τζόζεφ Στίγκλιτς. Οι αχαλίνωτες αγορές μπορεί να παράγουν μεγάλες έξτρα αμοιβές για διευθύνοντες συμβούλους, δεν οδηγούν όμως σαν αόρατο χέρι στην κοινωνική ευημερία. Ώσπου να πετύχουμε μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στις αγορές και τις κυβερνήσεις, ο κόσμος θα εξακολουθήσει να πληρώνει υψηλό τίμημα, καταλήγει.
Αγωνία καταλαμβάνει πλέον και στυλοβάτες του συστήματος, όπως τους αποκαλεί ο Μπράντφορντ Ντελόνγκ. Ο αρθρογράφος των «Financial Τimes» Μάρτιν Γουλφ, οργισμένος με το ταλέντο του τραπεζικού τομέα να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και να κοινωνικοποιεί τις ζημίες, έχει εκφράσει τον φόβο ότι ο συνδυασμός του εύθραυστου χαρακτήρα του χρηματοοικονομικού συστήματος με τις πελώριες απολαυές που δημιουργεί για τους δικούς του θα καταστρέψει κάτι ακόμα πιο σημαντικό: τη νομιμοποίηση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς.
Με ανάλογο σκεπτικό, ο καθηγητής Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, συγγραφέας μιας έξοχης τρίτομης βιογραφίας του Κέινς, παρατηρούσε ότι ένα τραπεζικό σύστημα που χρειάζεται περιοδική ανακεφαλαιοποίηση από τον φορολογούμενο και μια οικονομία που χρειάζεται περιοδική δημοσιονομική τόνωση προφανώς και δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της υπόθεσης για τις αποτελεσματικές αγορές. Οπότε πώς πορευόμαστε παρακάτω; ρωτούσε.
Ύστερα από μακρά κυριαρχία της λογικής των αγορών, δηλαδή του κέρδους, στη θεωρία η συζήτηση ξανανοίγει. Ποια θα είναι τα νέα, διαφορετικά εργαλεία; Πώς θα διαμορφωθεί μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις αγορές και το δημόσιο συμφέρον; Πώς θα πάμε παρακάτω; Τα ερωτήματα είναι ανοικτά.
Στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ωστόσο, όπου δεν αναπτύχθηκαν αντίστοιχα μεγάλες προσδοκίες ούτε υπήρξαν μαζικές εμπειρίες αντίστοιχα τραυματικές, οι θεωρίες του Μαρξ πιο εύκολα επαναφέρονται στη συζήτηση. Αφετηρία είναι η διαπίστωση, ολοένα εντονότερη τα τελευταία χρόνια, ότι οι καθιερωμένες αντιλήψεις της οικονομικής επιστήμης, θεμελιωμένες στην εμπιστοσύνη στις ανταγωνιστικές αγορές, αδυνατούν να προαγάγουν τη συνολική ευημερία, ότι αντίθετα οδηγούν σε νέα όξυνση των ανισοτήτων. Και ότι χρειάζεται συνεπώς να αναζητηθούν νέα, διαφορετικά εργαλεία. «Στη σκιά του Μαρξ και πάλι» τιτλοφορεί άρθρο του ένας πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών των κυβερνήσεων Κλίντον, ο Τζ. Μπράντφορντ Ντελόνγκ, καθηγητής στο Μπέρκλεϊ σήμερα. Πριν από ενάμιση αιώνα, γράφει, ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός, όπως εξελισσόταν, θα αποδεικνυόταν ανίκανος να παραγάγει μιαν αποδεκτή κατανομή του εισοδήματος, και έκτοτε οι οικονομολόγοι του λεγόμενου κυρίου ρεύματος κέρδιζαν το ψωμί και το βούτυρό τους αντικρούοντάς τον: Οι δεξιότητες των εργατών και των μηχανικών, οι ικανότητες και η εμπειρία των επιχειρηματιών, οι μηχανές και τα κτίρια μπορούν να πολλαπλασιαστούν, επομένως και οι σχετικές τους τιμές θα πέφτουν. Επιπλέον, τα κράτη εκπαιδεύουν και επενδύουν, αυξάνοντας την προσφορά εξειδικευμένων εργαζομένων και μειώνοντας το ποσοστό κέρδους του φυσικού κεφαλαίου, παρέχουν κοινωνική ασφάλιση, φορολογούν τους πιο εύπορους και αναδιανέμουν τα οφέλη στους φτωχότερους. Οι αρχικά μεγάλες ανισότητες συνεπώς θα περιορίζονταν, δίδασκε το κύριο ρεύμα της οικονομικής σκέψης.
Εδώ και μια γενιά όμως, οι απόψεις αυτές δεν επαληθεύονται στην πράξη. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις βρέθηκαν στην άμυνα απέναντι σε όσους επέμεναν ότι η αναδιανομή του πλούτου έχει μεγάλο κόστος για την οικονομική μεγέθυνση και δυσκολεύονταν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους για νέες μεγάλες αυξήσεις των δαπανών για την ανώτατη παιδεία. Ούτε στην πλευρά της ιδιωτικής προσφοράς έφεραν τα υψηλότερα κέρδη αυξημένες επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό. Και οι εξαιρετικά υψηλές αμοιβές στην κορυφή τής ολοένα πιο απότομης εισοδηματικής κλίμακας δεν γέννησαν επιχειρηματικό ανταγωνισμό της αγοράς που θα τις χαμήλωνε. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουμε το ηθικό μας, όσοι είχαμε εμπιστευθεί τις δυνάμεις της αγοράς και τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις για να αποδείξουμε ότι ο Μαρξ είχε λάθος ως προς την κατανομή του εισοδήματος μακροπρόθεσμα, και να αρχίσουμε να αναζητούμε νέα, διαφορετικά εργαλεία οικονομικής διαχείρισης, ομολογεί ο Μπράντφορντ Ντελόνγκ.
O παραπάνω προβληματισμός δεν συνιστά ιδιοτροπία ενός Αμερικανού πανεπιστημιακού, έστω πρώην υπουργού. Η ανάλυση της όξυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων στις ανεπτυγμένες οικονομίες τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, που δημοσιεύθηκε στην περυσινή έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποτυπώνει μιαν ευρύτερη ανησυχία για την προοπτική του συστήματος. Καίρια ερωτήματα τίθενται άλλωστε από πολλές πλευρές με αφορμή την τωρινή πιστωτική κρίση. Είναι η τρίτη που ξέσπασε στις ΗΠΑ τα είκοσι τελευταία χρόνια και δείχνει ότι η απορρύθμιση δεν απέδωσε, έγραψε συνοψίζοντας τα συμπεράσματά του από τις φετινές συζητήσεις στο Νταβός ο βραβευμένος με Νόμπελ Τζόζεφ Στίγκλιτς. Οι αχαλίνωτες αγορές μπορεί να παράγουν μεγάλες έξτρα αμοιβές για διευθύνοντες συμβούλους, δεν οδηγούν όμως σαν αόρατο χέρι στην κοινωνική ευημερία. Ώσπου να πετύχουμε μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στις αγορές και τις κυβερνήσεις, ο κόσμος θα εξακολουθήσει να πληρώνει υψηλό τίμημα, καταλήγει.
Αγωνία καταλαμβάνει πλέον και στυλοβάτες του συστήματος, όπως τους αποκαλεί ο Μπράντφορντ Ντελόνγκ. Ο αρθρογράφος των «Financial Τimes» Μάρτιν Γουλφ, οργισμένος με το ταλέντο του τραπεζικού τομέα να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και να κοινωνικοποιεί τις ζημίες, έχει εκφράσει τον φόβο ότι ο συνδυασμός του εύθραυστου χαρακτήρα του χρηματοοικονομικού συστήματος με τις πελώριες απολαυές που δημιουργεί για τους δικούς του θα καταστρέψει κάτι ακόμα πιο σημαντικό: τη νομιμοποίηση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς.
Με ανάλογο σκεπτικό, ο καθηγητής Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, συγγραφέας μιας έξοχης τρίτομης βιογραφίας του Κέινς, παρατηρούσε ότι ένα τραπεζικό σύστημα που χρειάζεται περιοδική ανακεφαλαιοποίηση από τον φορολογούμενο και μια οικονομία που χρειάζεται περιοδική δημοσιονομική τόνωση προφανώς και δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της υπόθεσης για τις αποτελεσματικές αγορές. Οπότε πώς πορευόμαστε παρακάτω; ρωτούσε.
Ύστερα από μακρά κυριαρχία της λογικής των αγορών, δηλαδή του κέρδους, στη θεωρία η συζήτηση ξανανοίγει. Ποια θα είναι τα νέα, διαφορετικά εργαλεία; Πώς θα διαμορφωθεί μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις αγορές και το δημόσιο συμφέρον; Πώς θα πάμε παρακάτω; Τα ερωτήματα είναι ανοικτά.