«Τα 5 τρισ. δολάρια του Ιράκ οδήγησαν στην ύφεση»
Τζόζεφ Στίγκλιτς, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, GLOBAL VIEWPOINT, Δημοσιευμένο: 2008-03-07
ΤΖΟΖΕΦ ΣΤΙΓΚΛΙΤΣ Ο νομπελίστας οικονομολόγος αποκαθηλώνει ένα προς ένα τα «επιχειρήματα» για τον πλέον ιδιωτικοποιημένο πόλεμο στην παγκόσμια ιστορία, που χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από ελλείμματα.
Τα τουλάχιστον τρία τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν ξοδευτεί από τις ΗΠΑ για τον πόλεμο στο Ιράκ οδήγησαν σε επιδείνωση των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας, αλλά υπονόμευσαν και την αμερικανική ασφάλεια, υποστηρίζει σε συνέντευξή του στον Νέιθαν Γκάρντελς του «Global Viewpoint» ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
Ο Στίγκλιτς τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για την Οικονομία το 2001 και μαζί με τη Λίντα Μπάιλμς έχει συγγράψει το άρτι εκδοθέν στις ΗΠΑ «The Three Trillion Dollar War: The True Cost of The Iraq Conflict». Ακολουθεί η πλήρης συνέντευξη.
- Η αμερικανική οικονομία, παραπαίοντας προς την ύφεση ή και χειρότερα, αντικατέστησε τον πόλεμο του Ιράκ ως θέμα-κλειδί της προεδρικής καμπάνιας. Πώς συνδέεται ο πόλεμος στο Ιράκ με τα οικονομικά δεινά;
«Ο πόλεμος οδήγησε ευθέως στην επιβράδυνση των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας. Πρώτον, πριν οι ΗΠΑ πάνε στο Ιράκ, η τιμή του πετρελαίου ήταν 25 δολάρια το βαρέλι. Σήμερα 100. Μολονότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για την αύξηση της τιμής, ο πόλεμος στο Ιράκ συνιστά μείζονα παράγοντα. Πριν από τον πόλεμο, βασιζόμενες στην προοπτική για αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας από πλευράς Ινδίας και Κίνας, οι αγορές προέβλεπαν ότι η τιμή του πετρελαίου θα παραμείνει γύρω στα 23 δολάρια για τουλάχιστον μια δεκαετία. Ομως ο πόλεμος και η αστάθεια που προκάλεσε, σε συνδυασμό με την πτώση του δολαρίου εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων και του τεράστιου εμπορικού ελλείμματος, ευθύνεται για την πολύ μεγάλη απόκλιση. Υψηλότερες τιμές σημαίνει ότι τα δισεκατομμύρια που θα έμεναν στις τσέπες των Αμερικανών για να ξοδευτούν στην πατρίδα τους, πήγαιναν στη Σαουδική Αραβία και άλλους εξαγωγείς πετρελαίου. Δεύτερον, τα λεφτά που ξοδεύονται στο Ιράκ δεν αναζωογονούν την οικονομία στις ΗΠΑ. Αν πάρεις ένα Φιλιππινέζο εργολάβο για να σου κάνει δουλειά στο Ιράκ, δεν έχεις το ίδιο πολυεπίπεδο αποτέλεσμα που έχεις όταν κάποιος χτίζει ένα δρόμο ή μια γέφυρα στο Μισούρι.
«Οποιοσδήποτε λέει ότι οφείλουμε να μείνουμε στο Ιράκ για άλλα τέσσερα χρόνια, αν όχι για τα επόμενα 100..., πρέπει να πει με ειλικρίνεια στον αμερικανικό λαό πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός των 12 δισ. δολαρίων το μήνα...» (φωτ. Reuter)
Τρίτον, αυτός ο πόλεμος, σε αντίθεση με όλους τους άλλους στην αμερικανική ιστορία, χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από ελλείμματα. Τα ελλείμματα προκαλούν ανησυχία γιατί εν τέλει αποτρέπουν τις επενδύσεις και συσσωρεύουν το χρέος που κάποια στιγμή στο μέλλον θα πρέπει να πληρωθεί. Αυτό πλήττει την παραγωγικότητα, διότι ελάχιστα μένουν, είτε για επενδύσεις στην έρευνα, την εκπαίδευση και τις υποδομές του δημόσιου τομέα είτε για επενδύσεις σε μηχανήματα και εργοστάσια στον ιδιωτικό.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν αισθανθήκαμε με οξύτητα τον αρνητικό αντίκτυπο των τριών προαναφερθέντων παραγόντων, διότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ενήργησε προς την κατεύθυνση διατήρησης της πορείας της οικονομίας ανεξαρτήτως των δαπανών Μπους για τον πόλεμο στο Ιράκ. Αντιμέτωπη με μια αδύναμη οικονομία, διατήρησε χαμηλά τα επιτόκια, πλημμύρισε την οικονομία με ρευστότητα και έστρεψε αλλού τα μάτια, όταν οι κακές πρακτικές δανεισμού στην επικράτεια των ΗΠΑ έβγαζαν την οικονομία από το παράθυρο. Οι ρυθμιστικοί κανόνες ήταν χαλαροί. Η στρόφιγγα ήταν ορθάνοιχτη. Πάνω από 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια υφαρπάχτηκαν από τα νοικοκυριά, για την αποπληρωμή ενυπόθηκων δανείων τα τελευταία πέντε χρόνια! Μιλάμε για ένα τεράστιο ποσόν.
Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια καταθέσεων στις ΗΠΑ σχεδόν μηδενίστηκαν. Οπότε ό,τι ξοδευόταν, είτε για την ανοικοδόμηση του Ιράκ είτε για μια επισκευή στο σπίτι μας, προήλθε από δανεισμό. Με το δανεισμό, όλα τα προβλήματα μπήκαν κάτω από το χαλί. Εν τέλει η φούσκα έσπασε όταν η σχέση ανάμεσα στην τιμή των ακινήτων και το εισόδημα -δηλαδή η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών που μειώνονται τα εισοδήματά τους- δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί.
Τώρα που μπορούμε να δούμε μέσα από τη φούσκα, η αδυναμία της οικονομίας που προκλήθηκε από τον πόλεμο στο Ιράκ θα αποκαλυφθεί πλήρως. Και θα τη χρυσοπληρώσουμε με τόκο».
Ενας παράδοξος πόλεμος
- Μία από τις περίεργες εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης είναι ότι οι Κινέζοι, που τάχθηκαν κατά του πολέμου στο Ιράκ στα Ηνωμένα Εθνη, έγιναν τελικά ο μείζων χρηματοδότης αυτού του πολέμου αγοράζοντας χοντρικά ομόλογα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, εκμεταλλευόμενοι τα τεράστια αποθεματικά τους σε δολάρια, τα οποία κέρδισαν χάρη στο εμπορικό τους πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ. Συνεπώς, μια δημοκρατία καταναλωτών χωρίς αποταμιεύσεις, δανείζεται από ένα λενινιστικό κράτος της αγοράς, για να πατάξει την τρομοκρατία και να διεξαγάγει ελεύθερες εκλογές στην πρώτη σιιτική κυβέρνηση σε αραβικό έθνος τα τελευταία 800 χρόνια! Πώς θα τα ρυθμίσουμε όλα αυτά;
«Επιπλέον οι Αμερικανοί δεν έχουν ιδέα τι υποστηρίζουν, πράγμα που υπονομεύει τη δημοκρατία και εδώ. Τα παράδοξα όμως δεν σταματούν. Μιλάμε για τον πρώτο αμερικανικό πόλεμο, από την εποχή του πολέμου της Ανεξαρτησίας, που χρηματοδοτήθηκε από το εξωτερικό. Κατά την έναρξη όλων των πολέμων στην ιστορία, διεξαγόταν πάντα μια πραγματική δημόσια συζήτηση για το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν οι μελλοντικές γενιές, αλλά και εκείνα που θα βαρύνουν τους φορολογούμενους σήμερα. Αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος που έχουμε μειωμένους φόρους καθώς πάμε στη μάχη.
Ο πόλεμος στο Ιράκ όχι μόνο χρηματοδοτήθηκε από ξένους, αλλά είναι και ο πλέον ιδιωτικοποιημένος πόλεμος στην αμερικανική ιστορία. Και τα αποτελέσματα είναι οφθαλμοφανή. Για παράδειγμα, ένας εργολάβος παροχής υπηρεσιών ασφαλείας -δεν μιλώ για ειδικευμένους μηχανικούς εδώ- κερδίζει αρκετά πάνω από 1.000 δολάρια την ημέρα, συχνά περισσότερο από 400.000 δολάρια το χρόνο. Ενας Αμερικανός στρατιώτης πληρώνεται με ένα μέρος αυτού του ποσού -περίπου 40 χιλιάδες δολάρια ετησίως- έχοντας τις ίδιες αρμοδιότητες. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το να υπάρχει σε ένα χώρο ένα άτομο που πληρώνεται δέκα φορές περισσότερο από κάποιο άλλο για να κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά, αποτελεί συνταγή πρόκλησης δυσαρεσκειών. Ετσι, προκειμένου να προσελκύσει στρατιώτες, ο αμερικανικός στρατός έχει αυξήσει τα επιδόματα των συμβάσεων στρατολόγησης. Λειτουργούμε ανταγωνιστικά έναντι του εαυτού μας! Κι αυτό ανεβάζει γενικότερα το κόστος.
Δεν τελειώνει, όμως, εδώ ο παραλογισμός. Ως αποκορύφωμα, ο Αμερικανός φορολογούμενος πληρώνει ασφάλεια ανικανότητας ή θανάτου για τον εργολάβο, αλλά, από την άλλη, οι ασφαλιστικές εταιρείες ακολουθούν πολιτική εξαίρεσης της καταβολής των χρημάτων σε περίπτωση "εχθροπραξιών". Τότε για ποιον πληρώνουμε ασφαλιστική κάλυψη; Ουσιαστικά, ο φορολογούμενος πληρώνει τις ασφαλιστικές εταιρείες για το τίποτα. Μιλάμε για απάτη!».
- Ποια είναι χοντρικά η εικόνα όσον αφορά την οικονομική εκτίμηση του τι κοστίζει στην Αμερική ο πόλεμος στο Ιράκ;
«Σε γενικές γραμμές, με βάση τις πιο συντηρητικές μας εκτιμήσεις, αυτός ο πόλεμος έχει μέχρι τώρα το σχεδόν ασύλληπτο κόστος των 3 τρισ. δολαρίων. Μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση, ωστόσο, είναι πιο κοντά στα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, αν συνυπολογίσει κανείς τα "εκτός προϋπολογισμού κόστη" της μακροχρόνιας καταβολής επιδομάτων σε βετεράνους και της περίθαλψής τους, το κόστος αποκατάστασης του στρατού, προκειμένου να έλθει στην προ-πολεμική του κατάσταση, το αξιοσημείωτο κόστος της απόσυρσης των δυνάμεων από το Ιράκ και της ανακατάταξης δυνάμεων αλλού στην περιοχή.
Κι ύστερα έρχονται τα κόστη σε μικροκλίμακα. Για παράδειγμα, αν σκοτωθεί ένας στρατιώτης, η οικογένειά του λαμβάνει εφ’ όρου ζωής αποζημίωση 500.000 δολαρίων. Αυτά δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο προϋπολογισμό όταν υπολογίζουμε το κόστος του πολέμου.
Αυτά τα κόστη, όμως, είναι πραγματικά και δεν εξαφανίζονται. Δεν μπορείτε να εξακολουθήσετε να τα κρύβετε κάτω απ’ το χαλί. Οπως συμβαίνει και με την πιστωτική σας κάρτα, το οφειλόμενο ποσόν μεγαλώνει διαρκώς όσο το αγνοείτε.
Τελικά, οποιοσδήποτε λέει ότι οφείλουμε να μείνουμε στο Ιράκ για άλλα τέσσερα χρόνια, αν όχι για τα επόμενα 100, όπως πρότεινε ο Τζον ΜακΚέιν, πρέπει να πει με ειλικρίνεια στον αμερικανικό λαό πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων το μήνα. Πως θα καταφέρουμε να αντεπεξέλθουμε σε άλλο 1,2 τρισεκατομμύριο δολάρια; Και θα γίνει τελικά με αυτόν τον τρόπο η Αμερική πιο ασφαλής;
Καλύτερα να φύγουμε γρηγορότερα κι όχι αργότερα. Πάνω απ’ όλα, ας σταματήσουμε να φαντασιωνόμαστε. Είναι αυτές οι φαντασιώσεις μας που μας έβαλαν σε μπελάδες».
- Κατά την άποψή σας, είναι αυτό το οικονομικό αδιέξοδο αποτέλεσμα μιας νεο-συντηρητικής φαντασίωσης ή πρόκειται για συνειδητή απόκρυψη του κόστους από τον αμερικανικό λαό, που μεθοδεύτηκε από την κυβέρνηση Μπους;
«Και τα δύο. Ηταν νεο-συντηρητική φαντασίωση το ότι θα μας υποδέχονταν με στεφάνια κι εμείς θα έπρεπε μόνο να καθαρίσουμε τα ροδοπέταλα. Το ιρακινό πετρέλαιο θα πλήρωνε για όλα τα υπόλοιπα.
Ηταν επίσης και μια εσκεμμένη προσπάθεια απόκρυψης του κόστους από τον αμερικανικό λαό. Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς το γεγονός ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν είχαν τον εξοπλισμό που χρειάζονταν; Πώς αλλιώς μπορεί επίσης να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν δόθηκαν στη Διοίκηση των Βετεράνων όσα απαιτούνταν για να καλυφθούν οι ανάγκες των ηρωικών μας στρατιωτών, που σακατεύτηκαν σωματικά και ψυχολογικά από αυτόν τον πόλεμο; Αυτό μπορεί μόνο να ερμηνευθεί ως εσκεμμένη προσπάθεια απόκρυψης του πραγματικού κόστους του πολέμου και είχε αποτέλεσμα την εξασθένηση των ενόπλων μας δυνάμεων, που εξουθενώθηκαν. Η κυβέρνηση Μπους έβαλε το βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος πάνω από την ασφάλεια της χώρας».
Υπονόμευση ασφάλειας
- Το οικονομικό κόστος έφθασε να υπονομεύει ολόκληρη τη μετά την 11η Σεπτεμβρίου επιχείρηση ασφάλειας. Οταν ο Τζον ΜακΚέιν λέει ότι δεν ενδιαφέρεται και δεν καταλαβαίνει την οικονομική διάσταση των πραγμάτων και ξέρει μόνο πώς να διατηρήσει την ασφάλεια στην Αμερική, τι δείχνει αυτή η τοποθέτηση για τις ηγετικές του ικανότητες;
«Αν δεν καταλαβαίνει από οικονομία, δεν καταλαβαίνει και από ασφάλεια. Αν είχαμε απεριόριστα έσοδα, μπορεί να ήμασταν σε θέση να έχουμε την τέλεια ασφάλεια. Αλλά η Αμερική, όπως και κάθε άλλη χώρα, έχει περιορισμένες πηγές εσόδων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαχειριζόμαστε έξυπνα -αυτό είναι η οικονομία- τα διαθέσιμα χρήματα. Αν εξασθενήσουμε την αμερικανική οικονομία, δεν θα είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε όσα χρειαζόμαστε για την ασφάλεια. Αυτά τα δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν».
© GLOBAL VIEWPOINT - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Τα τουλάχιστον τρία τρισεκατομμύρια δολάρια που έχουν ξοδευτεί από τις ΗΠΑ για τον πόλεμο στο Ιράκ οδήγησαν σε επιδείνωση των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας, αλλά υπονόμευσαν και την αμερικανική ασφάλεια, υποστηρίζει σε συνέντευξή του στον Νέιθαν Γκάρντελς του «Global Viewpoint» ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς.
Ο Στίγκλιτς τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για την Οικονομία το 2001 και μαζί με τη Λίντα Μπάιλμς έχει συγγράψει το άρτι εκδοθέν στις ΗΠΑ «The Three Trillion Dollar War: The True Cost of The Iraq Conflict». Ακολουθεί η πλήρης συνέντευξη.
- Η αμερικανική οικονομία, παραπαίοντας προς την ύφεση ή και χειρότερα, αντικατέστησε τον πόλεμο του Ιράκ ως θέμα-κλειδί της προεδρικής καμπάνιας. Πώς συνδέεται ο πόλεμος στο Ιράκ με τα οικονομικά δεινά;
«Ο πόλεμος οδήγησε ευθέως στην επιβράδυνση των δεικτών της αμερικανικής οικονομίας. Πρώτον, πριν οι ΗΠΑ πάνε στο Ιράκ, η τιμή του πετρελαίου ήταν 25 δολάρια το βαρέλι. Σήμερα 100. Μολονότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ευθύνονται για την αύξηση της τιμής, ο πόλεμος στο Ιράκ συνιστά μείζονα παράγοντα. Πριν από τον πόλεμο, βασιζόμενες στην προοπτική για αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας από πλευράς Ινδίας και Κίνας, οι αγορές προέβλεπαν ότι η τιμή του πετρελαίου θα παραμείνει γύρω στα 23 δολάρια για τουλάχιστον μια δεκαετία. Ομως ο πόλεμος και η αστάθεια που προκάλεσε, σε συνδυασμό με την πτώση του δολαρίου εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων και του τεράστιου εμπορικού ελλείμματος, ευθύνεται για την πολύ μεγάλη απόκλιση. Υψηλότερες τιμές σημαίνει ότι τα δισεκατομμύρια που θα έμεναν στις τσέπες των Αμερικανών για να ξοδευτούν στην πατρίδα τους, πήγαιναν στη Σαουδική Αραβία και άλλους εξαγωγείς πετρελαίου. Δεύτερον, τα λεφτά που ξοδεύονται στο Ιράκ δεν αναζωογονούν την οικονομία στις ΗΠΑ. Αν πάρεις ένα Φιλιππινέζο εργολάβο για να σου κάνει δουλειά στο Ιράκ, δεν έχεις το ίδιο πολυεπίπεδο αποτέλεσμα που έχεις όταν κάποιος χτίζει ένα δρόμο ή μια γέφυρα στο Μισούρι.
«Οποιοσδήποτε λέει ότι οφείλουμε να μείνουμε στο Ιράκ για άλλα τέσσερα χρόνια, αν όχι για τα επόμενα 100..., πρέπει να πει με ειλικρίνεια στον αμερικανικό λαό πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός των 12 δισ. δολαρίων το μήνα...» (φωτ. Reuter)
Τρίτον, αυτός ο πόλεμος, σε αντίθεση με όλους τους άλλους στην αμερικανική ιστορία, χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από ελλείμματα. Τα ελλείμματα προκαλούν ανησυχία γιατί εν τέλει αποτρέπουν τις επενδύσεις και συσσωρεύουν το χρέος που κάποια στιγμή στο μέλλον θα πρέπει να πληρωθεί. Αυτό πλήττει την παραγωγικότητα, διότι ελάχιστα μένουν, είτε για επενδύσεις στην έρευνα, την εκπαίδευση και τις υποδομές του δημόσιου τομέα είτε για επενδύσεις σε μηχανήματα και εργοστάσια στον ιδιωτικό.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν αισθανθήκαμε με οξύτητα τον αρνητικό αντίκτυπο των τριών προαναφερθέντων παραγόντων, διότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ενήργησε προς την κατεύθυνση διατήρησης της πορείας της οικονομίας ανεξαρτήτως των δαπανών Μπους για τον πόλεμο στο Ιράκ. Αντιμέτωπη με μια αδύναμη οικονομία, διατήρησε χαμηλά τα επιτόκια, πλημμύρισε την οικονομία με ρευστότητα και έστρεψε αλλού τα μάτια, όταν οι κακές πρακτικές δανεισμού στην επικράτεια των ΗΠΑ έβγαζαν την οικονομία από το παράθυρο. Οι ρυθμιστικοί κανόνες ήταν χαλαροί. Η στρόφιγγα ήταν ορθάνοιχτη. Πάνω από 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια υφαρπάχτηκαν από τα νοικοκυριά, για την αποπληρωμή ενυπόθηκων δανείων τα τελευταία πέντε χρόνια! Μιλάμε για ένα τεράστιο ποσόν.
Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια καταθέσεων στις ΗΠΑ σχεδόν μηδενίστηκαν. Οπότε ό,τι ξοδευόταν, είτε για την ανοικοδόμηση του Ιράκ είτε για μια επισκευή στο σπίτι μας, προήλθε από δανεισμό. Με το δανεισμό, όλα τα προβλήματα μπήκαν κάτω από το χαλί. Εν τέλει η φούσκα έσπασε όταν η σχέση ανάμεσα στην τιμή των ακινήτων και το εισόδημα -δηλαδή η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών που μειώνονται τα εισοδήματά τους- δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί.
Τώρα που μπορούμε να δούμε μέσα από τη φούσκα, η αδυναμία της οικονομίας που προκλήθηκε από τον πόλεμο στο Ιράκ θα αποκαλυφθεί πλήρως. Και θα τη χρυσοπληρώσουμε με τόκο».
Ενας παράδοξος πόλεμος
- Μία από τις περίεργες εκφάνσεις της παγκοσμιοποίησης είναι ότι οι Κινέζοι, που τάχθηκαν κατά του πολέμου στο Ιράκ στα Ηνωμένα Εθνη, έγιναν τελικά ο μείζων χρηματοδότης αυτού του πολέμου αγοράζοντας χοντρικά ομόλογα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, εκμεταλλευόμενοι τα τεράστια αποθεματικά τους σε δολάρια, τα οποία κέρδισαν χάρη στο εμπορικό τους πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ. Συνεπώς, μια δημοκρατία καταναλωτών χωρίς αποταμιεύσεις, δανείζεται από ένα λενινιστικό κράτος της αγοράς, για να πατάξει την τρομοκρατία και να διεξαγάγει ελεύθερες εκλογές στην πρώτη σιιτική κυβέρνηση σε αραβικό έθνος τα τελευταία 800 χρόνια! Πώς θα τα ρυθμίσουμε όλα αυτά;
«Επιπλέον οι Αμερικανοί δεν έχουν ιδέα τι υποστηρίζουν, πράγμα που υπονομεύει τη δημοκρατία και εδώ. Τα παράδοξα όμως δεν σταματούν. Μιλάμε για τον πρώτο αμερικανικό πόλεμο, από την εποχή του πολέμου της Ανεξαρτησίας, που χρηματοδοτήθηκε από το εξωτερικό. Κατά την έναρξη όλων των πολέμων στην ιστορία, διεξαγόταν πάντα μια πραγματική δημόσια συζήτηση για το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν οι μελλοντικές γενιές, αλλά και εκείνα που θα βαρύνουν τους φορολογούμενους σήμερα. Αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος που έχουμε μειωμένους φόρους καθώς πάμε στη μάχη.
Ο πόλεμος στο Ιράκ όχι μόνο χρηματοδοτήθηκε από ξένους, αλλά είναι και ο πλέον ιδιωτικοποιημένος πόλεμος στην αμερικανική ιστορία. Και τα αποτελέσματα είναι οφθαλμοφανή. Για παράδειγμα, ένας εργολάβος παροχής υπηρεσιών ασφαλείας -δεν μιλώ για ειδικευμένους μηχανικούς εδώ- κερδίζει αρκετά πάνω από 1.000 δολάρια την ημέρα, συχνά περισσότερο από 400.000 δολάρια το χρόνο. Ενας Αμερικανός στρατιώτης πληρώνεται με ένα μέρος αυτού του ποσού -περίπου 40 χιλιάδες δολάρια ετησίως- έχοντας τις ίδιες αρμοδιότητες. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το να υπάρχει σε ένα χώρο ένα άτομο που πληρώνεται δέκα φορές περισσότερο από κάποιο άλλο για να κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά, αποτελεί συνταγή πρόκλησης δυσαρεσκειών. Ετσι, προκειμένου να προσελκύσει στρατιώτες, ο αμερικανικός στρατός έχει αυξήσει τα επιδόματα των συμβάσεων στρατολόγησης. Λειτουργούμε ανταγωνιστικά έναντι του εαυτού μας! Κι αυτό ανεβάζει γενικότερα το κόστος.
Δεν τελειώνει, όμως, εδώ ο παραλογισμός. Ως αποκορύφωμα, ο Αμερικανός φορολογούμενος πληρώνει ασφάλεια ανικανότητας ή θανάτου για τον εργολάβο, αλλά, από την άλλη, οι ασφαλιστικές εταιρείες ακολουθούν πολιτική εξαίρεσης της καταβολής των χρημάτων σε περίπτωση "εχθροπραξιών". Τότε για ποιον πληρώνουμε ασφαλιστική κάλυψη; Ουσιαστικά, ο φορολογούμενος πληρώνει τις ασφαλιστικές εταιρείες για το τίποτα. Μιλάμε για απάτη!».
- Ποια είναι χοντρικά η εικόνα όσον αφορά την οικονομική εκτίμηση του τι κοστίζει στην Αμερική ο πόλεμος στο Ιράκ;
«Σε γενικές γραμμές, με βάση τις πιο συντηρητικές μας εκτιμήσεις, αυτός ο πόλεμος έχει μέχρι τώρα το σχεδόν ασύλληπτο κόστος των 3 τρισ. δολαρίων. Μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση, ωστόσο, είναι πιο κοντά στα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια, αν συνυπολογίσει κανείς τα "εκτός προϋπολογισμού κόστη" της μακροχρόνιας καταβολής επιδομάτων σε βετεράνους και της περίθαλψής τους, το κόστος αποκατάστασης του στρατού, προκειμένου να έλθει στην προ-πολεμική του κατάσταση, το αξιοσημείωτο κόστος της απόσυρσης των δυνάμεων από το Ιράκ και της ανακατάταξης δυνάμεων αλλού στην περιοχή.
Κι ύστερα έρχονται τα κόστη σε μικροκλίμακα. Για παράδειγμα, αν σκοτωθεί ένας στρατιώτης, η οικογένειά του λαμβάνει εφ’ όρου ζωής αποζημίωση 500.000 δολαρίων. Αυτά δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο προϋπολογισμό όταν υπολογίζουμε το κόστος του πολέμου.
Αυτά τα κόστη, όμως, είναι πραγματικά και δεν εξαφανίζονται. Δεν μπορείτε να εξακολουθήσετε να τα κρύβετε κάτω απ’ το χαλί. Οπως συμβαίνει και με την πιστωτική σας κάρτα, το οφειλόμενο ποσόν μεγαλώνει διαρκώς όσο το αγνοείτε.
Τελικά, οποιοσδήποτε λέει ότι οφείλουμε να μείνουμε στο Ιράκ για άλλα τέσσερα χρόνια, αν όχι για τα επόμενα 100, όπως πρότεινε ο Τζον ΜακΚέιν, πρέπει να πει με ειλικρίνεια στον αμερικανικό λαό πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων το μήνα. Πως θα καταφέρουμε να αντεπεξέλθουμε σε άλλο 1,2 τρισεκατομμύριο δολάρια; Και θα γίνει τελικά με αυτόν τον τρόπο η Αμερική πιο ασφαλής;
Καλύτερα να φύγουμε γρηγορότερα κι όχι αργότερα. Πάνω απ’ όλα, ας σταματήσουμε να φαντασιωνόμαστε. Είναι αυτές οι φαντασιώσεις μας που μας έβαλαν σε μπελάδες».
- Κατά την άποψή σας, είναι αυτό το οικονομικό αδιέξοδο αποτέλεσμα μιας νεο-συντηρητικής φαντασίωσης ή πρόκειται για συνειδητή απόκρυψη του κόστους από τον αμερικανικό λαό, που μεθοδεύτηκε από την κυβέρνηση Μπους;
«Και τα δύο. Ηταν νεο-συντηρητική φαντασίωση το ότι θα μας υποδέχονταν με στεφάνια κι εμείς θα έπρεπε μόνο να καθαρίσουμε τα ροδοπέταλα. Το ιρακινό πετρέλαιο θα πλήρωνε για όλα τα υπόλοιπα.
Ηταν επίσης και μια εσκεμμένη προσπάθεια απόκρυψης του κόστους από τον αμερικανικό λαό. Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς το γεγονός ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν είχαν τον εξοπλισμό που χρειάζονταν; Πώς αλλιώς μπορεί επίσης να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν δόθηκαν στη Διοίκηση των Βετεράνων όσα απαιτούνταν για να καλυφθούν οι ανάγκες των ηρωικών μας στρατιωτών, που σακατεύτηκαν σωματικά και ψυχολογικά από αυτόν τον πόλεμο; Αυτό μπορεί μόνο να ερμηνευθεί ως εσκεμμένη προσπάθεια απόκρυψης του πραγματικού κόστους του πολέμου και είχε αποτέλεσμα την εξασθένηση των ενόπλων μας δυνάμεων, που εξουθενώθηκαν. Η κυβέρνηση Μπους έβαλε το βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος πάνω από την ασφάλεια της χώρας».
Υπονόμευση ασφάλειας
- Το οικονομικό κόστος έφθασε να υπονομεύει ολόκληρη τη μετά την 11η Σεπτεμβρίου επιχείρηση ασφάλειας. Οταν ο Τζον ΜακΚέιν λέει ότι δεν ενδιαφέρεται και δεν καταλαβαίνει την οικονομική διάσταση των πραγμάτων και ξέρει μόνο πώς να διατηρήσει την ασφάλεια στην Αμερική, τι δείχνει αυτή η τοποθέτηση για τις ηγετικές του ικανότητες;
«Αν δεν καταλαβαίνει από οικονομία, δεν καταλαβαίνει και από ασφάλεια. Αν είχαμε απεριόριστα έσοδα, μπορεί να ήμασταν σε θέση να έχουμε την τέλεια ασφάλεια. Αλλά η Αμερική, όπως και κάθε άλλη χώρα, έχει περιορισμένες πηγές εσόδων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαχειριζόμαστε έξυπνα -αυτό είναι η οικονομία- τα διαθέσιμα χρήματα. Αν εξασθενήσουμε την αμερικανική οικονομία, δεν θα είμαστε σε θέση να εξασφαλίσουμε όσα χρειαζόμαστε για την ασφάλεια. Αυτά τα δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν».
© GLOBAL VIEWPOINT - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ