Το Ιράν, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη
Joschka Fischer, Project Syndicate, Το Βήμα, Δημοσιευμένο: 2007-03-01
Η αμερικανική πρωτεύουσα βρίσκεται εκ νέου σε πυρετό πολεμικών συζητήσεων, με αντικείμενο όχι μόνο την πρόσφατη «στρατηγική νίκης» για το Ιράκ αλλά και ένα στρατιωτικό χτύπημα κατά του Ιράν. Οι φήμες γίνονται όλο και πιο έντονες όσο χάνεται κάθε ίχνος λογικής από τις ενέργειες της κυβέρνησης Mπους.
Θα διατάξει ο κ. Μπους αεροπορική επιδρομή κατά του Ιράν; Από την εφετινή ομιλία του Αμερικανού προέδρου για την κατάσταση του έθνους στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, δεν έχει παρέλθει σχεδόν ούτε μία ημέρα χωρίς να συμβεί κάτι που να έχει σχέση με το Ιράν ή χωρίς η αμερικανική κυβέρνηση να σκληραίνει τη ρητορική της. Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ πιέζουν επίσης για την προετοιμασία μιας αεροπορικής επιδρομής. (Μια πιο εκτεταμένη στρατιωτική εμπλοκή είναι σχεδόν αδύνατη, δεδομένων των αυξημένων απαιτήσεων που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός στρατός.)
Πράγματι είναι φανερό ότι η σύγκρουση με τους Ιρανούς στο Ιράκ κλιμακώνεται και ενδέχεται να κερδίσει έδαφος και αλλού: βόμβα η οποία είχε ως στόχο της την Ιρανική Επαναστατική Φρουρά εξερράγη στα σύνορα του Ιράν με το Αφγανιστάν. Υπάρχουν επίσης και οι νέες προσπάθειες των ΗΠΑ να εκμαιεύσουν «στοιχεία» για την ύπαρξη ιρανικής απειλής η οποία θα δικαιολογούσε μια επίθεση.
Όλα αυτά αποτελούν άραγε φάρσα; Ο κόσμος θα μπορούσε ίσως να περιμένει ήρεμα μια απάντηση, αν η πρόοδος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και η επικείμενη λήξη της θητείας του προέδρου Mπους δεν δημιουργούσαν μια αστάθμητη δυναμική.
Όπως συνέβη με το Ιράκ, η στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ είναι σε θέση να ξεκινήσει έναν πόλεμο. Όχι όμως και να τον κερδίσει. Οι συνέπειες όμως μιας στρατιωτικής περιπέτειας στο Ιράν θα ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές του πολέμου του Ιράκ. To να μείνει πάλι κάτι μισοτελειωμένο στη Μέση Ανατολή είναι η χειρότερη απ’ όλες τις επιλογές: είναι επικίνδυνο τόσο για την περιοχή όσο και για τους γείτονές της. Και ο πρώτος από αυτούς τους γείτονες που θα επηρεαστεί είναι η Ευρώπη.
Πώς λοιπόν αντιδρά η Ευρώπη σε αυτές τις εξελίξεις, τη στιγμή που διακυβεύονται βασικά συμφέροντα για την ασφάλειά της; Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ έχει προσαρμοστεί ήδη στη νέα ρητορική σύγκρουσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ πιθανολόγησε –κάπως απρόσεκτα- ότι ένα Ιράν με μία ή δύο πυρηνικές βόμβες μάλλον δεν αποτελεί σοβαρή απειλή, με δεδομένο το ενδεχόμενο των αντιποίνων. Η σκέψη του εξέπληξε σε τέτοιο βαθμό τους Γάλλους αξιωματούχους, ώστε να σπεύσουν να διορθώσουν τα σχόλια του προέδρου. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εκφωνεί λόγους σε συνέδρια για την ασφάλεια, οι οποίοι βρίσκουν μεν τη θετική ανταπόκριση της Αμερικής αλλά η Γερμανία προτιμά να μείνει στο περιθώριο.
Σε όλη την Ευρώπη η αποφυγή του ρίσκου φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο, ακόμη και εις βάρος των κοινών συμφερόντων και της νατοϊκής αλληλεγγύης. To γερμανικό ναυτικό υπερασπίζεται την ακτή του Λιβάνου κατά της Χεζμπολάχ, τη στιγμή που άλλα ευρωπαϊκά κράτη είναι επιφορτισμένα με την αστυνόμευση της χώρας στο έδαφος. Στο Αφγανιστάν η Γερμανία, με την ισχυρή στρατιωτική παρουσία της στον Βορρά, κωφεύει στις εκκλήσεις των Καναδών συμμάχων της για βοήθεια κατά της αναζωπυρωμένης απειλής των Ταλιμπάν στον Νότο. Η Γερμανία έχει εκφράσει την επιθυμία να στείλει στη χώρα μαχητικά αεροσκάφη Tornado - ενέργεια η οποία είναι καλύτερη από το τίποτε, αλλά όχι αρκετή.
Η Ευρώπη, όσον αφορά την πολιτική ασφαλείας της, για άλλη μία φορά βαλτώνει -αν δεν οπισθοδρομεί- τη στιγμή που η ενότητα είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ. Οι Τρεις Μεγάλοι της Ευρώπης - και η Γερμανία, ως ασκούσα την προεδρία της ΕΕ - πρέπει να βρουν τον τρόπο να δράσουν συλλογικά σε στρατηγικής σημασίας θέματα ασφαλείας. Αν δεν το πράξουν, η Ευρώπη θα πάψει να είναι υπολογίσιμη όταν τα πράγματα γίνουν δύσκολα. Και τα πράγματα έχουν ήδη γίνει αρκετά δύσκολα στο Ιράν και στον Περσικό Κόλπο.
Αν το Ιράν δεχθεί επίθεση εφέτος, οι συνέπειες θα πλήξουν σε μεγαλύτερο βαθμό την περιοχή, αλλά επίσης την Ευρώπη ως τον πιο κοντινό δυτικό γείτονα της Μέσης Ανατολής - και θα είναι αισθητές για πολύ καιρό. Πράγματι, η Ευρώπη θα πρέπει να μοιραστεί το κόστος αν το Ιράν επικρατήσει και γίνει πυρηνική δύναμη. Διακυβεύονται λοιπόν πολλά για τη Γηραιά Ήπειρο.
Για να είμαι ακριβής, δύο είναι τα αντικρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα της Ε.Ε.: η αποφυγή ενός πολέμου με το Ιράν και η αποτροπή μετατροπής της χώρας σε πυρηνική δύναμη. Αυτά τα δύο αντικρουόμενα, φαινομενικά, συμφέροντα μπορούν να συμβιβαστούν και να μετατραπούν σε κοινή στρατηγική με την υιοθέτηση μιας τριπλής προσέγγισης βασισμένης στην αποτελεσματική απομόνωση, στον δραστικό περιορισμό και τις απευθείας διαπραγματεύσεις.
Οι Ευρωπαίοι -με επικεφαλής τη Μέρκελ, τον Μπλερ και τον Σιράκ- οφείλουν να συμφωνήσουν ώστε να διαβεβαιώσουν τις ΗΠΑ ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να πληρώσει ένα πολύ υψηλό οικονομικό τίμημα λαμβάνοντας αποφασιστική δράση για τη διεύρυνση των κυρώσεων κατά του Ιράν. Η συγκεκριμένη προσφορά πρέπει να γίνει όμως με δύο αυστηρές προϋποθέσεις πρώτον, η στρατιωτική επιλογή να αποσυρθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και, δεύτερον, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη – ανάμεσά τους και οι ΗΠΑ - να εμπλακούν σε απευθείας διαπραγματεύσεις με το Ιράν.
Η πολιτική απομόνωσης, σε συνδυασμό με τις απευθείας διαπραγματεύσεις, θα ενισχυόταν περαιτέρω από μια κοινή στρατηγική απέναντι στη Συρία. Στρατηγική που θα έχει στόχο όχι την «αλλαγή καθεστώτος», αλλά την «αλλαγή συμμαχίας», δηλαδή να απομακρύνει τη Συρία από τη στενή συμμαχία της με το Ιράν.
Η συμφωνία του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της E.E. για την επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν ήταν τόσο σωστή όσο και σημαντική. Αντιμέτωπη με την απειλή οικονομικών κυρώσεων, η πολιτική ελίτ του Ιράν συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο το τίμημα της πορείας αντιπαράθεσης. Είναι επιτακτική η ανάγκη προώθησης αυτής της διαδικασίας με τρόπο αποφασιστικό, απορρίπτωντας ταυτοχρόνως τον στρατιωτικό οπορτουνισμό.
Η αποφυγή των δύο χειρότερων εξελίξεων στο Ιράν -τον πόλεμο και τον πυρηνικό εξοπλισμό- επαφίεται στην Ευρώπη, αν δράσει ενωμένη και με αποφασιστικότητα. Διακυβεύονται ζωτικά ευρωπαϊκά και διατλαντικά συμφέροντα. Αποτελεί λοιπόν ευθύνη της Eυρώπης - και ειδικά της Γερμανίας ως νυν προέδρου της ΕΕ - να δράσει τώρα.
Ο Joschka Fischer διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος από το 1998 ως το 2005. Ηγέτης του κόμματος των Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια είναι σήμερα επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Γούντροου Γουίλσον του Πανεπιστημίου του Πρινστον.
Θα διατάξει ο κ. Μπους αεροπορική επιδρομή κατά του Ιράν; Από την εφετινή ομιλία του Αμερικανού προέδρου για την κατάσταση του έθνους στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, δεν έχει παρέλθει σχεδόν ούτε μία ημέρα χωρίς να συμβεί κάτι που να έχει σχέση με το Ιράν ή χωρίς η αμερικανική κυβέρνηση να σκληραίνει τη ρητορική της. Είναι ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ πιέζουν επίσης για την προετοιμασία μιας αεροπορικής επιδρομής. (Μια πιο εκτεταμένη στρατιωτική εμπλοκή είναι σχεδόν αδύνατη, δεδομένων των αυξημένων απαιτήσεων που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός στρατός.)
Πράγματι είναι φανερό ότι η σύγκρουση με τους Ιρανούς στο Ιράκ κλιμακώνεται και ενδέχεται να κερδίσει έδαφος και αλλού: βόμβα η οποία είχε ως στόχο της την Ιρανική Επαναστατική Φρουρά εξερράγη στα σύνορα του Ιράν με το Αφγανιστάν. Υπάρχουν επίσης και οι νέες προσπάθειες των ΗΠΑ να εκμαιεύσουν «στοιχεία» για την ύπαρξη ιρανικής απειλής η οποία θα δικαιολογούσε μια επίθεση.
Όλα αυτά αποτελούν άραγε φάρσα; Ο κόσμος θα μπορούσε ίσως να περιμένει ήρεμα μια απάντηση, αν η πρόοδος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και η επικείμενη λήξη της θητείας του προέδρου Mπους δεν δημιουργούσαν μια αστάθμητη δυναμική.
Όπως συνέβη με το Ιράκ, η στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ είναι σε θέση να ξεκινήσει έναν πόλεμο. Όχι όμως και να τον κερδίσει. Οι συνέπειες όμως μιας στρατιωτικής περιπέτειας στο Ιράν θα ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές του πολέμου του Ιράκ. To να μείνει πάλι κάτι μισοτελειωμένο στη Μέση Ανατολή είναι η χειρότερη απ’ όλες τις επιλογές: είναι επικίνδυνο τόσο για την περιοχή όσο και για τους γείτονές της. Και ο πρώτος από αυτούς τους γείτονες που θα επηρεαστεί είναι η Ευρώπη.
Πώς λοιπόν αντιδρά η Ευρώπη σε αυτές τις εξελίξεις, τη στιγμή που διακυβεύονται βασικά συμφέροντα για την ασφάλειά της; Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ έχει προσαρμοστεί ήδη στη νέα ρητορική σύγκρουσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ πιθανολόγησε –κάπως απρόσεκτα- ότι ένα Ιράν με μία ή δύο πυρηνικές βόμβες μάλλον δεν αποτελεί σοβαρή απειλή, με δεδομένο το ενδεχόμενο των αντιποίνων. Η σκέψη του εξέπληξε σε τέτοιο βαθμό τους Γάλλους αξιωματούχους, ώστε να σπεύσουν να διορθώσουν τα σχόλια του προέδρου. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εκφωνεί λόγους σε συνέδρια για την ασφάλεια, οι οποίοι βρίσκουν μεν τη θετική ανταπόκριση της Αμερικής αλλά η Γερμανία προτιμά να μείνει στο περιθώριο.
Σε όλη την Ευρώπη η αποφυγή του ρίσκου φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο, ακόμη και εις βάρος των κοινών συμφερόντων και της νατοϊκής αλληλεγγύης. To γερμανικό ναυτικό υπερασπίζεται την ακτή του Λιβάνου κατά της Χεζμπολάχ, τη στιγμή που άλλα ευρωπαϊκά κράτη είναι επιφορτισμένα με την αστυνόμευση της χώρας στο έδαφος. Στο Αφγανιστάν η Γερμανία, με την ισχυρή στρατιωτική παρουσία της στον Βορρά, κωφεύει στις εκκλήσεις των Καναδών συμμάχων της για βοήθεια κατά της αναζωπυρωμένης απειλής των Ταλιμπάν στον Νότο. Η Γερμανία έχει εκφράσει την επιθυμία να στείλει στη χώρα μαχητικά αεροσκάφη Tornado - ενέργεια η οποία είναι καλύτερη από το τίποτε, αλλά όχι αρκετή.
Η Ευρώπη, όσον αφορά την πολιτική ασφαλείας της, για άλλη μία φορά βαλτώνει -αν δεν οπισθοδρομεί- τη στιγμή που η ενότητα είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ. Οι Τρεις Μεγάλοι της Ευρώπης - και η Γερμανία, ως ασκούσα την προεδρία της ΕΕ - πρέπει να βρουν τον τρόπο να δράσουν συλλογικά σε στρατηγικής σημασίας θέματα ασφαλείας. Αν δεν το πράξουν, η Ευρώπη θα πάψει να είναι υπολογίσιμη όταν τα πράγματα γίνουν δύσκολα. Και τα πράγματα έχουν ήδη γίνει αρκετά δύσκολα στο Ιράν και στον Περσικό Κόλπο.
Αν το Ιράν δεχθεί επίθεση εφέτος, οι συνέπειες θα πλήξουν σε μεγαλύτερο βαθμό την περιοχή, αλλά επίσης την Ευρώπη ως τον πιο κοντινό δυτικό γείτονα της Μέσης Ανατολής - και θα είναι αισθητές για πολύ καιρό. Πράγματι, η Ευρώπη θα πρέπει να μοιραστεί το κόστος αν το Ιράν επικρατήσει και γίνει πυρηνική δύναμη. Διακυβεύονται λοιπόν πολλά για τη Γηραιά Ήπειρο.
Για να είμαι ακριβής, δύο είναι τα αντικρουόμενα στρατηγικά συμφέροντα της Ε.Ε.: η αποφυγή ενός πολέμου με το Ιράν και η αποτροπή μετατροπής της χώρας σε πυρηνική δύναμη. Αυτά τα δύο αντικρουόμενα, φαινομενικά, συμφέροντα μπορούν να συμβιβαστούν και να μετατραπούν σε κοινή στρατηγική με την υιοθέτηση μιας τριπλής προσέγγισης βασισμένης στην αποτελεσματική απομόνωση, στον δραστικό περιορισμό και τις απευθείας διαπραγματεύσεις.
Οι Ευρωπαίοι -με επικεφαλής τη Μέρκελ, τον Μπλερ και τον Σιράκ- οφείλουν να συμφωνήσουν ώστε να διαβεβαιώσουν τις ΗΠΑ ότι η Ευρώπη είναι έτοιμη να πληρώσει ένα πολύ υψηλό οικονομικό τίμημα λαμβάνοντας αποφασιστική δράση για τη διεύρυνση των κυρώσεων κατά του Ιράν. Η συγκεκριμένη προσφορά πρέπει να γίνει όμως με δύο αυστηρές προϋποθέσεις πρώτον, η στρατιωτική επιλογή να αποσυρθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και, δεύτερον, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη – ανάμεσά τους και οι ΗΠΑ - να εμπλακούν σε απευθείας διαπραγματεύσεις με το Ιράν.
Η πολιτική απομόνωσης, σε συνδυασμό με τις απευθείας διαπραγματεύσεις, θα ενισχυόταν περαιτέρω από μια κοινή στρατηγική απέναντι στη Συρία. Στρατηγική που θα έχει στόχο όχι την «αλλαγή καθεστώτος», αλλά την «αλλαγή συμμαχίας», δηλαδή να απομακρύνει τη Συρία από τη στενή συμμαχία της με το Ιράν.
Η συμφωνία του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της E.E. για την επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν ήταν τόσο σωστή όσο και σημαντική. Αντιμέτωπη με την απειλή οικονομικών κυρώσεων, η πολιτική ελίτ του Ιράν συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο το τίμημα της πορείας αντιπαράθεσης. Είναι επιτακτική η ανάγκη προώθησης αυτής της διαδικασίας με τρόπο αποφασιστικό, απορρίπτωντας ταυτοχρόνως τον στρατιωτικό οπορτουνισμό.
Η αποφυγή των δύο χειρότερων εξελίξεων στο Ιράν -τον πόλεμο και τον πυρηνικό εξοπλισμό- επαφίεται στην Ευρώπη, αν δράσει ενωμένη και με αποφασιστικότητα. Διακυβεύονται ζωτικά ευρωπαϊκά και διατλαντικά συμφέροντα. Αποτελεί λοιπόν ευθύνη της Eυρώπης - και ειδικά της Γερμανίας ως νυν προέδρου της ΕΕ - να δράσει τώρα.
Ο Joschka Fischer διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος από το 1998 ως το 2005. Ηγέτης του κόμματος των Πρασίνων για σχεδόν 20 χρόνια είναι σήμερα επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Γούντροου Γουίλσον του Πανεπιστημίου του Πρινστον.