Οι αμοιβές των μάνατζερ
Ποιος έχει λόγο για το πώς διοικούνται οι επιχειρήσεις;
Κωστής Μπιτζάνης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-06-17
Το ύψος των αμοιβών των Ευρωπαίων managers έχει λάβει ιδιαίτερη δημοσιότητα τους τελευταίους μήνες. Ειδικότερα στη Γερμανία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κατέθεσε σχέδιο νόμου στο οποίο προβλέπονται φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν όχι μόνο στο ύψος των αποδοχών, αλλά και στους στόχους, με τον βαθμό επίτευξης των οποίων συνδέεται το μεγαλύτερο τμήμα των αποδοχών των μελών των διοικητικών συμβουλίων και των ανώτατων διευθυντικών στελεχών. Είναι ίσως η πρώτη απόπειρα της πολιτείας να παρέμβει στις προτεραιότητες των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών. Η πρόταση νόμου για τη ρύθμιση των «ασύμμετρων αμοιβών» των managers προέκυψε από την εισήγηση μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων (υπουργών και βουλευτών), που συστάθηκε για τον σκοπό αυτό και ύστερα από σχετική απόφαση των οργάνων του κόμματος.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο αυτό, οι αμοιβές των ανώτατων στελεχών των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται ασύμμετρες γιατί αυξάνονται ιλιγγιωδώς σε σχέση με τον μέσο μισθό των Γερμανών εργαζομένων. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας DΑΧ, για παράδειγμα, είχε το 2007 συνολικές ετήσιες αποδοχές 44 φορές μεγαλύτερες από τις μέσες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων στην εταιρεία- προ τριετίας η σχέση αυτή ήταν 14:1. Οι υψηλές απαιτήσεις των θέσεων αυτών και οι επιδόσεις των κατόχων τους δεν είναι επαρκές επιχείρημα για να δικαιολογηθούν αυτές οι υπέρογκες αμοιβές. Χαρακτηριστικό είναι ότι managers που απολύονται ως ακατάλληλοι αποζημιώνονται με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Κατά την άποψη του SΡD, τέτοιες διαφορές συνιστούν κοινωνική αδικία και γι΄ αυτό προτείνεται νομοθετική ρύθμιση. Επειδή, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν μπορεί να υπάρξει ανώτατο όριο στις αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, οι διορθωτικές ρυθμίσεις προτείνονται μέσα από το φορολογικό σύστημα. Κάθε μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμός μπορεί να εκπίπτει από το φορολογητέο της/του εισόδημα έως 1 εκατ. ευρώ ετησίως για τις συνολικές αμοιβές και γενικά τις παροχές του Δ.Σ. και των διευθυνόντων συμβούλων. Για τις πλέον του ποσού αυτού χορηγούμενες αμοιβές, μόνο το 50% μπορεί να αφαιρεθεί από το φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας. Αυτό πρακτικά σημαίνει, σύμφωνα με τα ισχύοντα, ότι εταιρείες που θα συνεχίσουν να καταβάλλουν υπέρογκα πακέτα αμοιβών στα στελέχη τους θα αποδίδουν έναν «αντισταθμιστικό» φόρο ίσο με 30% των αποδοχών αυτών προς το κοινωνικό σύνολο.
Η ομάδα εργασίας του SΡD καταλήγει και σε άλλες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Από την έρευνά της προκύπτει ότι όλα σχεδόν τα πριμ, bonus και η απόκτηση μετοχών από προνομιακές ιδιωτικές τοποθετήσεις ή stock options που συνιστούν τον κύριο κορμό των υπέρογκων αυτών αμοιβών είναι συνδεδεμένα με τον βαθμό επίτευξης στόχων που αφορούν αποκλειστικά στα κέρδη της εταιρείας και στη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της.
Η σύνδεση αυτή προκρίνει τον επιχειρησιακό σχεδιασμό που εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμα τα συμφέροντα των μετόχων και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα των άλλων εμπλεκομένων μερών (εργαζόμενοι, πελάτες, προμηθευτές, τοπικές κοινωνίες) καθώς και κάθε μεσο-μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι managers ωθούνται σε έναν τρόπο δουλειάς που δίνει πάντα προτεραιότητα σε υψηλές άμεσες κερδοφορίες με ταυτόχρονη ανάληψη υψηλού κινδύνου.
Αυτή η επιχειρηματική αντίληψη σχετίζεται με την παγκόσμια κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι οδυνηρές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο νομιμοποιούν την πολιτεία να παρέμβει διορθωτικά με τα εργαλεία που διαθέτει.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, το σχέδιο νόμου προτείνει να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα μόνο εκείνες οι αμοιβές που θα συνδέονται σαφώς όχι μόνο με τα κέρδη και την χρηματιστηριακή αξία, αλλά και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και των τοπικών κοινωνιών όπου είναι εγκατεστημένες δραστηριότητες της επιχείρησης. Αυτές που συνδέονται με στόχους που προάγουν τεκμηριωμένα την ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση, την έρευνα, την ανάπτυξη, την καινοτομία και κυρίως την απασχόληση. Η νομοθετική αυτή πρόταση εντάσσεται σε μια ευρύτερη πρωτοβουλία των σοσιαλδημοκρατών για τον περιορισμό των αμοιβών των managers με κεντρικό σύνθημα «ελάχιστος εγγυημένος μισθός - συμμετοχή- περιορισμός των αμοιβών των managers».
Η πρωτοβουλία αυτή έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακόμη και χωρίς να έχει αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά της. Γιατί ενώ τείνει να επικρατήσει ολοκληρωτικά η αντίληψη ότι μια δυναμική ανάπτυξη είναι ασύμβατη με ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, στη χώρα που έχει σήμερα μια από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες υπάρχει απαίτηση για ισορροπία της ανάπτυξης και της κοινωνικής ευαισθησίας.
Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να διατηρήσουν το όραμα της οικονομικά ισχυρής και κοινωνικά δίκαιης Γερμανίας ζωντανό, παρ΄ όλο που σε καιρούς οικονομικής ύφεσης ή μεταρρυθμίσεων (που οι ίδιοι ως κυβέρνηση επιχείρησαν) απειλήθηκε σοβαρά. Η διαμόρφωση μιας κουλτούρας όπου αφενός η κοινωνία αναγνωρίζει τη σημασία και τον ρόλο των επιχειρήσεων και προσπαθεί να τον συνδιαμορφώσει και αφετέρου οι επιχειρήσεις ωθούνται προς κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που κατέστησαν δυνατή τη διατήρηση ενός σημαντικού και σύγχρονου παραγωγικού ιστού στη Γερμανία, με τον τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα των χρηματοοικονομικών να μένει σε δεύτερη προτεραιότητα.
Οι Γερμανοί επιμένουν και η προσπάθειά τους είναι σημείο αναφοράς για όλη την Ευρώπη.
Ο Κωστής Μπιτζάνης είναι οικονομολόγος μηχανικός.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο αυτό, οι αμοιβές των ανώτατων στελεχών των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται ασύμμετρες γιατί αυξάνονται ιλιγγιωδώς σε σχέση με τον μέσο μισθό των Γερμανών εργαζομένων. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας DΑΧ, για παράδειγμα, είχε το 2007 συνολικές ετήσιες αποδοχές 44 φορές μεγαλύτερες από τις μέσες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων στην εταιρεία- προ τριετίας η σχέση αυτή ήταν 14:1. Οι υψηλές απαιτήσεις των θέσεων αυτών και οι επιδόσεις των κατόχων τους δεν είναι επαρκές επιχείρημα για να δικαιολογηθούν αυτές οι υπέρογκες αμοιβές. Χαρακτηριστικό είναι ότι managers που απολύονται ως ακατάλληλοι αποζημιώνονται με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Κατά την άποψη του SΡD, τέτοιες διαφορές συνιστούν κοινωνική αδικία και γι΄ αυτό προτείνεται νομοθετική ρύθμιση. Επειδή, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν μπορεί να υπάρξει ανώτατο όριο στις αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, οι διορθωτικές ρυθμίσεις προτείνονται μέσα από το φορολογικό σύστημα. Κάθε μεγάλη επιχείρηση ή οργανισμός μπορεί να εκπίπτει από το φορολογητέο της/του εισόδημα έως 1 εκατ. ευρώ ετησίως για τις συνολικές αμοιβές και γενικά τις παροχές του Δ.Σ. και των διευθυνόντων συμβούλων. Για τις πλέον του ποσού αυτού χορηγούμενες αμοιβές, μόνο το 50% μπορεί να αφαιρεθεί από το φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας. Αυτό πρακτικά σημαίνει, σύμφωνα με τα ισχύοντα, ότι εταιρείες που θα συνεχίσουν να καταβάλλουν υπέρογκα πακέτα αμοιβών στα στελέχη τους θα αποδίδουν έναν «αντισταθμιστικό» φόρο ίσο με 30% των αποδοχών αυτών προς το κοινωνικό σύνολο.
Η ομάδα εργασίας του SΡD καταλήγει και σε άλλες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Από την έρευνά της προκύπτει ότι όλα σχεδόν τα πριμ, bonus και η απόκτηση μετοχών από προνομιακές ιδιωτικές τοποθετήσεις ή stock options που συνιστούν τον κύριο κορμό των υπέρογκων αυτών αμοιβών είναι συνδεδεμένα με τον βαθμό επίτευξης στόχων που αφορούν αποκλειστικά στα κέρδη της εταιρείας και στη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της.
Η σύνδεση αυτή προκρίνει τον επιχειρησιακό σχεδιασμό που εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμα τα συμφέροντα των μετόχων και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα των άλλων εμπλεκομένων μερών (εργαζόμενοι, πελάτες, προμηθευτές, τοπικές κοινωνίες) καθώς και κάθε μεσο-μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Οι managers ωθούνται σε έναν τρόπο δουλειάς που δίνει πάντα προτεραιότητα σε υψηλές άμεσες κερδοφορίες με ταυτόχρονη ανάληψη υψηλού κινδύνου.
Αυτή η επιχειρηματική αντίληψη σχετίζεται με την παγκόσμια κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι οδυνηρές συνέπειες για το κοινωνικό σύνολο νομιμοποιούν την πολιτεία να παρέμβει διορθωτικά με τα εργαλεία που διαθέτει.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, το σχέδιο νόμου προτείνει να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα μόνο εκείνες οι αμοιβές που θα συνδέονται σαφώς όχι μόνο με τα κέρδη και την χρηματιστηριακή αξία, αλλά και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και των τοπικών κοινωνιών όπου είναι εγκατεστημένες δραστηριότητες της επιχείρησης. Αυτές που συνδέονται με στόχους που προάγουν τεκμηριωμένα την ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση, την έρευνα, την ανάπτυξη, την καινοτομία και κυρίως την απασχόληση. Η νομοθετική αυτή πρόταση εντάσσεται σε μια ευρύτερη πρωτοβουλία των σοσιαλδημοκρατών για τον περιορισμό των αμοιβών των managers με κεντρικό σύνθημα «ελάχιστος εγγυημένος μισθός - συμμετοχή- περιορισμός των αμοιβών των managers».
Η πρωτοβουλία αυτή έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακόμη και χωρίς να έχει αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά της. Γιατί ενώ τείνει να επικρατήσει ολοκληρωτικά η αντίληψη ότι μια δυναμική ανάπτυξη είναι ασύμβατη με ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, στη χώρα που έχει σήμερα μια από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες υπάρχει απαίτηση για ισορροπία της ανάπτυξης και της κοινωνικής ευαισθησίας.
Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες προσπαθούν να διατηρήσουν το όραμα της οικονομικά ισχυρής και κοινωνικά δίκαιης Γερμανίας ζωντανό, παρ΄ όλο που σε καιρούς οικονομικής ύφεσης ή μεταρρυθμίσεων (που οι ίδιοι ως κυβέρνηση επιχείρησαν) απειλήθηκε σοβαρά. Η διαμόρφωση μιας κουλτούρας όπου αφενός η κοινωνία αναγνωρίζει τη σημασία και τον ρόλο των επιχειρήσεων και προσπαθεί να τον συνδιαμορφώσει και αφετέρου οι επιχειρήσεις ωθούνται προς κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που κατέστησαν δυνατή τη διατήρηση ενός σημαντικού και σύγχρονου παραγωγικού ιστού στη Γερμανία, με τον τομέα των υπηρεσιών και ιδιαίτερα των χρηματοοικονομικών να μένει σε δεύτερη προτεραιότητα.
Οι Γερμανοί επιμένουν και η προσπάθειά τους είναι σημείο αναφοράς για όλη την Ευρώπη.
Ο Κωστής Μπιτζάνης είναι οικονομολόγος μηχανικός.