Μείωση φόρων στα τρόφιμα
Θα ανακούφιζε από την ακρίβεια, αλλά με φορολόγηση των πλουσιοτέρων
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-06-25
Όσοι ήλπιζαν από την πρόσφατη ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής μιαν άμεση και αποφασιστική αντιμετώπιση της ακρίβειας, μάλλον θα απογοητεύθηκαν. Οι ηγέτες των 27 χωρών της Ε.Ε. συμφώνησαν ότι χρειάζονται μέτρα σε εθνικό επίπεδο για την ανακούφιση των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα. Τόνισαν όμως ότι τέτοια μέτρα πρέπει να είναι προσωρινά και «στοχευμένα», να απευθύνονται δηλαδή στα φτωχότερα νοικοκυριά, όχι σε όλο τον πληθυσμό. Διότι εκτιμούν ότι η έντονα ανοδική τάση των διεθνών τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, η οποία ωθεί γενικώς τον πληθωρισμό προς τα πάνω, αντανακλά διεθνείς ανακατατάξεις που δεν είναι αναστρέψιμες. Επέμειναν έτσι σε πιο συστηματικές προσπάθειες για την καινοτομία και τη βελτίωση της παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής γεωργίας (πέρα από κάποια σταθεροποιητικά μέτρα, όπως η άρση εισαγωγικών δασμών). Επίσης για την εξοικονόμηση ενέργειας, την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών και νέων τεχνολογιών γενικότερα (προσπάθειες επιβεβλημένες άλλωστε από την κλιματική αλλαγή), παράλληλα με έναν «ενισχυμένο διάλογο» με τις εταιρείες και τις χώρες που παράγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο ώστε να αυξήσουν την προσφορά τους. Αλλά έκριναν ότι απόπειρες να αναπληρωθούν στο σύνολό τους οι εισοδηματικές απώλειες από τις διεθνείς ανατιμήσεις, αφενός θα τροφοδοτούσαν ένα «δεύτερο γύρο» πληθωρισμού, αφετέρου, όσον αφορά το κόστος της ενέργειας ιδίως, θα έδιναν ένα «λάθος σήμα»: θα καθυστερούσαν τις αναγκαίες προσαρμογές της κοινωνίας στα νέα δεδομένα.
Ένας τρόπος να μεταφραστεί στην Ελλάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα ήταν να χορηγηθεί επίδομα θέρμανσης στους χαμηλόμισθους, χαμηλοσυνταξιούχους και ανέργους και, επιπροσθέτως, μια έκτακτη ενίσχυση για το αυξημένο κόστος ζωής. Αυτή η τελευταία θα μπορούσε να υπολογιστεί π.χ. με βάση τη μεγαλύτερη αύξηση των τροφίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος και των συγκοινωνιών στον δείκτη τιμών καταναλωτή, να προστεθεί στο ΕΚΑΣ και στο επίδομα ανεργίας και να χορηγηθεί χωριστά στους χαμηλόμισθους. Η κυβέρνηση έχει αναβάλει για τον Σεπτέμβριο τις όποιες σχετικές αποφάσεις, αλλά από όσα έχουν γίνει γνωστά έως τώρα φαίνεται να προσανατολίζεται στα ελάχιστα: επίδομα θέρμανσης μόνο στις πιο κρύες περιοχές της χώρας, πρόσθετες ενισχύσεις μόνο σε ειδικές κατηγορίες, π.χ. άνεργα ή πολύ φτωχά μονογονεϊκά νοικοκυριά, όχι στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους εν γένει. Τίποτα πάντως δεν προβλέπεται για ένα μεγάλο όγκο «μεσαίων» νοικοκυριών που βρίσκονται πάνω από το στατιστικό όριο της φτώχειας, το κόστος ζωής όμως διαβρώνει τα εισοδήματά τους. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν απαγορεύει ωστόσο διόλου ευρύτερες πολιτικές για την άμβλυνση των ανισοτήτων. Είναι σαφές ότι ο πληθωρισμός επιδεινώνει τις εισοδηματικές ανισότητες, οι οποίες στην Ελλάδα είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Το πιο πρόσφορο εργαλείο είναι η φορολογική πολιτική. Κανείς δεν θα εμπόδιζε την Ελλάδα να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα από 9% που είναι σήμερα σε 5%, όπως είναι στη Βρετανία π.χ., ή σε 5,5% όπως στη Γαλλία, και να ανακουφίσει άμεσα εκατομμύρια καταναλωτές, αντιμέτωπους με ετήσιο ρυθμό ανόδου του κόστους διατροφής της τάξεως του 6,5%. Τα επιχειρήματα κατά της μείωσης της φορολογίας στα καύσιμα είναι σοβαρά, πρέπει να μάθουμε στην εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά για τα τρόφιμα δεν ισχύουν. Ένα τέτοιο διάβημα όμως θα προϋπέθετε να αυξηθούν κάποιοι άλλοι φόροι ώστε να αντισταθμιστεί η απώλεια εσόδων για το Δημόσιο: φόροι στα υψηλότερα εισοδήματα, στην περιουσία, στις κεφαλαιακές αποδόσεις. Θα προϋπέθετε δηλαδή την αντίστροφη πολιτική από εκείνην που ακολουθείται όλα τα τελευταία χρόνια.
Εργασία που δημοσιεύθηκε πρόσφατα (14.3.2008) από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπιστώνει ότι την περίοδο 2000-2007 η Ελλάδα, ενώ είχε από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ στην Ένωση, δεν αύξανε αντίστοιχα τα φορολογικά της έσοδα. Σε τρέχουσες τιμές, το ελληνικό ΑΕΠ αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 8,06% και τα φορολογικά έσοδα μόλις με 6,74%. Αντίθετα, στην Ισπανία, την Ιρλανδία, την Κύπρο, την Πορτογαλία και στην Ιταλία οι ονομαστικοί φόροι αυξάνονταν την ίδια περίοδο περισσότερο από το ονομαστικό ΑΕΠ, στη Γαλλία σχεδόν το ίδιο. Το ελληνικό παράδοξο αναδεικνύει τις κυβερνητικές πολιτικές μείωσης της φορολογίας, αλλά και τη μεγάλη διεύρυνση της φοροδιαφυγής, με κυβερνητική ανοχή και πάλι. Έτσι επιδεινώθηκαν ελλείμματα και δημόσιο χρέος, αναπαράγονταν οι ανισότητες, συμπιέστηκαν οι πόροι για την παιδεία, την υγεία, το περιβάλλον. Και έτσι δεν βρίσκονται χρήματα για να αντιμετωπιστεί η τωρινή κρίση.
Ένας τρόπος να μεταφραστεί στην Ελλάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα ήταν να χορηγηθεί επίδομα θέρμανσης στους χαμηλόμισθους, χαμηλοσυνταξιούχους και ανέργους και, επιπροσθέτως, μια έκτακτη ενίσχυση για το αυξημένο κόστος ζωής. Αυτή η τελευταία θα μπορούσε να υπολογιστεί π.χ. με βάση τη μεγαλύτερη αύξηση των τροφίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος και των συγκοινωνιών στον δείκτη τιμών καταναλωτή, να προστεθεί στο ΕΚΑΣ και στο επίδομα ανεργίας και να χορηγηθεί χωριστά στους χαμηλόμισθους. Η κυβέρνηση έχει αναβάλει για τον Σεπτέμβριο τις όποιες σχετικές αποφάσεις, αλλά από όσα έχουν γίνει γνωστά έως τώρα φαίνεται να προσανατολίζεται στα ελάχιστα: επίδομα θέρμανσης μόνο στις πιο κρύες περιοχές της χώρας, πρόσθετες ενισχύσεις μόνο σε ειδικές κατηγορίες, π.χ. άνεργα ή πολύ φτωχά μονογονεϊκά νοικοκυριά, όχι στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους εν γένει. Τίποτα πάντως δεν προβλέπεται για ένα μεγάλο όγκο «μεσαίων» νοικοκυριών που βρίσκονται πάνω από το στατιστικό όριο της φτώχειας, το κόστος ζωής όμως διαβρώνει τα εισοδήματά τους. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν απαγορεύει ωστόσο διόλου ευρύτερες πολιτικές για την άμβλυνση των ανισοτήτων. Είναι σαφές ότι ο πληθωρισμός επιδεινώνει τις εισοδηματικές ανισότητες, οι οποίες στην Ελλάδα είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Το πιο πρόσφορο εργαλείο είναι η φορολογική πολιτική. Κανείς δεν θα εμπόδιζε την Ελλάδα να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα από 9% που είναι σήμερα σε 5%, όπως είναι στη Βρετανία π.χ., ή σε 5,5% όπως στη Γαλλία, και να ανακουφίσει άμεσα εκατομμύρια καταναλωτές, αντιμέτωπους με ετήσιο ρυθμό ανόδου του κόστους διατροφής της τάξεως του 6,5%. Τα επιχειρήματα κατά της μείωσης της φορολογίας στα καύσιμα είναι σοβαρά, πρέπει να μάθουμε στην εξοικονόμηση ενέργειας, αλλά για τα τρόφιμα δεν ισχύουν. Ένα τέτοιο διάβημα όμως θα προϋπέθετε να αυξηθούν κάποιοι άλλοι φόροι ώστε να αντισταθμιστεί η απώλεια εσόδων για το Δημόσιο: φόροι στα υψηλότερα εισοδήματα, στην περιουσία, στις κεφαλαιακές αποδόσεις. Θα προϋπέθετε δηλαδή την αντίστροφη πολιτική από εκείνην που ακολουθείται όλα τα τελευταία χρόνια.
Εργασία που δημοσιεύθηκε πρόσφατα (14.3.2008) από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπιστώνει ότι την περίοδο 2000-2007 η Ελλάδα, ενώ είχε από τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ στην Ένωση, δεν αύξανε αντίστοιχα τα φορολογικά της έσοδα. Σε τρέχουσες τιμές, το ελληνικό ΑΕΠ αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 8,06% και τα φορολογικά έσοδα μόλις με 6,74%. Αντίθετα, στην Ισπανία, την Ιρλανδία, την Κύπρο, την Πορτογαλία και στην Ιταλία οι ονομαστικοί φόροι αυξάνονταν την ίδια περίοδο περισσότερο από το ονομαστικό ΑΕΠ, στη Γαλλία σχεδόν το ίδιο. Το ελληνικό παράδοξο αναδεικνύει τις κυβερνητικές πολιτικές μείωσης της φορολογίας, αλλά και τη μεγάλη διεύρυνση της φοροδιαφυγής, με κυβερνητική ανοχή και πάλι. Έτσι επιδεινώθηκαν ελλείμματα και δημόσιο χρέος, αναπαράγονταν οι ανισότητες, συμπιέστηκαν οι πόροι για την παιδεία, την υγεία, το περιβάλλον. Και έτσι δεν βρίσκονται χρήματα για να αντιμετωπιστεί η τωρινή κρίση.