Επίκαιρες αναμνήσεις
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2008-07-26
Πριν από κάπου είκοσι χρόνια συνάδελφος μου είχε διηγηθεί ότι στο χωριό του έκαψαν τις αποθήκες με όλο το βαμβάκι που είχαν μαζέψει. Ο λόγος ήταν ότι περίμεναν τον έλεγχο που θα διαπίστωνε ότι είχαν ζυγίσει το βαμβάκι μαζί με πέτρες για να πάρουν μεγαλύτερη επιδότηση. Καθώς δεν είχα καμία εμπειρία από την αγροτική οικονομία και τις κοινοτικές επιδοτήσεις, έμεινα κατάπληκτη, δεν έκανα όμως τίποτα.
Το θυμήθηκα τις προάλλες διαβάζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε τη διαδικασία για να μειώσει κατά 10% τις πληρωμές του Γεωργικού Ταμείου στη χώρα μας επειδή δεν ελέγχουμε σωστά ποια κομμάτια γης είναι χωράφια που νομιμοποιούν στρεμματικές ενισχύσεις και ποια δεν είναι. Από το ρεπορτάζ της Δήμητρας Μανιφάβα στην "Αυγή" μάλιστα προκύπτει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός κινδυνεύει να χάσει συνολικά πάνω από 800 εκατομμύρια ευρώ μαζί και με μια δεύτερη υπόθεση κακοδιαχείρισης των επιδοτήσεων ελαιολάδου που ίσως βγει τις επόμενες μέρες. Μια τέτοια απώλεια θα συνιστούσε βαρύ πλήγμα στη δυνατότητα του κράτους να χρηματοδοτεί αναγκαίες κοινωνικές και άλλες πολιτικές, και αναδρομικά ψέγω τον εαυτό μου για την αδράνεια που επέδειξα τότε. Αν όσοι έχουμε δημόσια φωνή αντιστεκόμασταν με συνέπεια σε αντιλήψεις και πρακτικές, να παίρνουμε όσα πιο πολλά μπορούμε από τις Βρυξέλλες χωρίς να πολυενδιαφερόμαστε για το παραγωγικό αποτέλεσμα, αλλού θα βρισκόταν η Ελλάδα σήμερα.
Σε άλλα ζητήματα πάντως, που τα γνώριζα καλύτερα, ήμουν πιο αυστηρή. Σταθερά επέμενα, για παράδειγμα, στην ανάγκη να διευρυνθεί η φορολογική βάση, ο αριθμός δηλαδή των επαγγελματιών και επιχειρηματιών που συμβάλλουν στα φορολογικά έσοδα του κράτους ανάλογα με τα εισοδήματά τους, όπως αναγκαστικά φορολογούνται οι εργαζόμενοι για τους μισθούς τους από νόμιμη και δηλωμένη απασχόληση (προφανώς οι αμοιβές από την παραοικονομία εξαιρούνται εξ ορισμού) και οι συνταξιούχοι. Θεωρούσα άλλωστε, και εξακολουθώ να θεωρώ, ότι για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δεν αρκεί η οσοδήποτε καλύτερη οργάνωση των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών. Ότι χρειάζεται να γίνει υπόθεση της κοινωνίας, και ότι στο στόχο αυτό η Αριστερά θα όφειλε να πρωτοστατεί. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι με την εμμονή μου αυτή έχω πείσει όσο θα ήθελα. Ανατρέχοντας στο ίδιο μακρινό παρελθόν της δεκαετίας του ογδόντα, θυμάμαι μιαν οξύτατη αντιπαράθεση στη Θεσσαλονίκη με σύντροφο που αρνούνταν πεισματικά ότι είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να πληρώνει φόρους "σε αυτό το κράτος". Του έλεγα ότι από τους φόρους που πρέπει και αυτός να καταβάλλει πληρώνονται οι δάσκαλοι των παιδιών του, οι δρόμοι όπου κυκλοφορεί το αυτοκίνητό του, το μάζεμα των σκουπιδιών του και, στο τέλος, έχοντας εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματα χωρίς ανταπόκριση, τον ρώτησα θυμωμένη τι γυρεύει με τέτοιες απόψεις στο κόμμα (στην ΕΑΡ τότε). Με επανέφερε στην τάξη ο γραμματέας της ΚΟΘ λέγοντάς μου στο αυτί ότι ο σύντροφος με τον οποίο μάλωνα μόλις είχε προσχωρήσει σε εμάς προερχόμενος από άλλο αριστερό κόμμα...
Το δεύτερο αυτό περιστατικό μου ήρθε στο νου με αφορμή κάποιες πρόσφατες τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΝ που θέτουν ένα ζήτημα διαχωριστικών γραμμών, απόψεων που κατά τη γνώμη τους βρίσκονται εκτός ενός αριστερού διαλόγου, οπότε δεν επιτρέπεται να καταχωρούνται στην "Αυγή". Το δικό μου συμπέρασμα, με την εμπειρία μερικών δεκαετιών, είναι ότι αν αρχίζαμε αποκλεισμούς αυτού του είδους η ζημιά θα ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Μόνη εξαίρεση που θα μπορούσα να φανταστώ είναι απόψεις που αντιτίθενται σε βασικές δημοκρατικές αρχές, ρατσιστικές π.χ. ή υπέρ της βίας, αλλά τέτοια γραπτά δεν συναντάμε στο χώρο μας. Στα ζητήματα όμως της οικονομίας ιδίως (που καταλαβαίνω καλύτερα), των πολύπλοκων αντιθέσεων συμφερόντων μέσα στην ελληνική κοινωνία, στην Ευρώπη και παγκόσμια, της σχέσης μεταξύ ιδιωτικών συμφερόντων και δημοσίου συμφέροντος, του ρόλου του κράτους, των επιχειρήσεων και της κατανομής των πόρων, πιθανώς και σε άλλους τομείς, έχουμε ακόμα πολλά να ξεκαθαρίσουμε. Για να προχωρήσουμε παραγωγικά χρειαζόμαστε να συζητήσουμε τα πιο διαφορετικά επιχειρήματα.
Το θυμήθηκα τις προάλλες διαβάζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε τη διαδικασία για να μειώσει κατά 10% τις πληρωμές του Γεωργικού Ταμείου στη χώρα μας επειδή δεν ελέγχουμε σωστά ποια κομμάτια γης είναι χωράφια που νομιμοποιούν στρεμματικές ενισχύσεις και ποια δεν είναι. Από το ρεπορτάζ της Δήμητρας Μανιφάβα στην "Αυγή" μάλιστα προκύπτει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός κινδυνεύει να χάσει συνολικά πάνω από 800 εκατομμύρια ευρώ μαζί και με μια δεύτερη υπόθεση κακοδιαχείρισης των επιδοτήσεων ελαιολάδου που ίσως βγει τις επόμενες μέρες. Μια τέτοια απώλεια θα συνιστούσε βαρύ πλήγμα στη δυνατότητα του κράτους να χρηματοδοτεί αναγκαίες κοινωνικές και άλλες πολιτικές, και αναδρομικά ψέγω τον εαυτό μου για την αδράνεια που επέδειξα τότε. Αν όσοι έχουμε δημόσια φωνή αντιστεκόμασταν με συνέπεια σε αντιλήψεις και πρακτικές, να παίρνουμε όσα πιο πολλά μπορούμε από τις Βρυξέλλες χωρίς να πολυενδιαφερόμαστε για το παραγωγικό αποτέλεσμα, αλλού θα βρισκόταν η Ελλάδα σήμερα.
Σε άλλα ζητήματα πάντως, που τα γνώριζα καλύτερα, ήμουν πιο αυστηρή. Σταθερά επέμενα, για παράδειγμα, στην ανάγκη να διευρυνθεί η φορολογική βάση, ο αριθμός δηλαδή των επαγγελματιών και επιχειρηματιών που συμβάλλουν στα φορολογικά έσοδα του κράτους ανάλογα με τα εισοδήματά τους, όπως αναγκαστικά φορολογούνται οι εργαζόμενοι για τους μισθούς τους από νόμιμη και δηλωμένη απασχόληση (προφανώς οι αμοιβές από την παραοικονομία εξαιρούνται εξ ορισμού) και οι συνταξιούχοι. Θεωρούσα άλλωστε, και εξακολουθώ να θεωρώ, ότι για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής δεν αρκεί η οσοδήποτε καλύτερη οργάνωση των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών. Ότι χρειάζεται να γίνει υπόθεση της κοινωνίας, και ότι στο στόχο αυτό η Αριστερά θα όφειλε να πρωτοστατεί. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι με την εμμονή μου αυτή έχω πείσει όσο θα ήθελα. Ανατρέχοντας στο ίδιο μακρινό παρελθόν της δεκαετίας του ογδόντα, θυμάμαι μιαν οξύτατη αντιπαράθεση στη Θεσσαλονίκη με σύντροφο που αρνούνταν πεισματικά ότι είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να πληρώνει φόρους "σε αυτό το κράτος". Του έλεγα ότι από τους φόρους που πρέπει και αυτός να καταβάλλει πληρώνονται οι δάσκαλοι των παιδιών του, οι δρόμοι όπου κυκλοφορεί το αυτοκίνητό του, το μάζεμα των σκουπιδιών του και, στο τέλος, έχοντας εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματα χωρίς ανταπόκριση, τον ρώτησα θυμωμένη τι γυρεύει με τέτοιες απόψεις στο κόμμα (στην ΕΑΡ τότε). Με επανέφερε στην τάξη ο γραμματέας της ΚΟΘ λέγοντάς μου στο αυτί ότι ο σύντροφος με τον οποίο μάλωνα μόλις είχε προσχωρήσει σε εμάς προερχόμενος από άλλο αριστερό κόμμα...
Το δεύτερο αυτό περιστατικό μου ήρθε στο νου με αφορμή κάποιες πρόσφατες τοποθετήσεις στελεχών του ΣΥΝ που θέτουν ένα ζήτημα διαχωριστικών γραμμών, απόψεων που κατά τη γνώμη τους βρίσκονται εκτός ενός αριστερού διαλόγου, οπότε δεν επιτρέπεται να καταχωρούνται στην "Αυγή". Το δικό μου συμπέρασμα, με την εμπειρία μερικών δεκαετιών, είναι ότι αν αρχίζαμε αποκλεισμούς αυτού του είδους η ζημιά θα ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Μόνη εξαίρεση που θα μπορούσα να φανταστώ είναι απόψεις που αντιτίθενται σε βασικές δημοκρατικές αρχές, ρατσιστικές π.χ. ή υπέρ της βίας, αλλά τέτοια γραπτά δεν συναντάμε στο χώρο μας. Στα ζητήματα όμως της οικονομίας ιδίως (που καταλαβαίνω καλύτερα), των πολύπλοκων αντιθέσεων συμφερόντων μέσα στην ελληνική κοινωνία, στην Ευρώπη και παγκόσμια, της σχέσης μεταξύ ιδιωτικών συμφερόντων και δημοσίου συμφέροντος, του ρόλου του κράτους, των επιχειρήσεων και της κατανομής των πόρων, πιθανώς και σε άλλους τομείς, έχουμε ακόμα πολλά να ξεκαθαρίσουμε. Για να προχωρήσουμε παραγωγικά χρειαζόμαστε να συζητήσουμε τα πιο διαφορετικά επιχειρήματα.