Το ρευστό ΠΑΣΟΚ
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-09-06
Ποιος θυμάται την 3η του Σεπτέμβρη; Σε αυτό το ρητορικό ερώτημα η απάντηση μοιάζει εκ πρώτης όψεως απλή: πολλοί τη θυμούνται, και πρώτη από όλους η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Διοργάνωσε μάλιστα και σχετική αναμνηστική εκδήλωση στην Αθήνα, ενώ στελέχη του κόμματος περιοδεύουν, με αυτή την ευκαιρία, σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Με την έναρξη της νέας πολιτικής περιόδου, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το ΠΑΣΟΚ μοιάζει να θέλει να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο και, μέσω μιας αντιπολιτευτικής οξύτητας που τροφοδοτείται από τις γνωστές πολιτικές του καταγγελίες για κυβερνητικά «σκάνδαλα», να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού. Γιατί είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες ημέρες οι σχετικές καταγγελίες του ΠΑΣΟΚ αποτελούν το κεντρικότερο θέμα της αέναης συζητητικής δημοκρατίας των βραδινών δελτίων ειδήσεων.
Αν θα έπρεπε να κρίνουμε αυτόν τον ηθικό εν τέλει άξονα της σημερινής αναβαθμισμένης τηλεοπτικής παρουσίας του κόμματος, την αντιπολιτευτική ηθικολογική του στάση απέναντι σε εικαζόμενες κυβερνητικές «αταξίες», θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε: επιτέλους, το ΠΑΣΟΚ ξαναβρίσκει τον δρόμο του. Αν είναι πλέον η τηλεόραση ο προνομιακός τόπος εκπομπής μηνυμάτων, το περιεχόμενο των οποίων οφείλει να υπακούει στις αδήριτες εντυπωσιοθηρικές και συγκινησιακές νόρμες της, στο αποκαλυπτικό «συμβάν», τότε ο στόχος επλήγη. Μια τηλεοπτική εκτροπή της αντιπολιτευτικής πολιτικής, μια βιντεο-πολιτική, έχει το προνόμιο να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μιας «δημοκρατίας του κοινού», της λεγόμενης κοινής γνώμης: σε εκείνη δηλαδή τη μορφή της δημοκρατίας που η γνώμη σφυρηλατείται από την τηλεόραση και τις δημοσκοπήσεις. Το κοινό καταναλώνει το αποκαλυπτικό «συμβάν» (για «εικόνα νοθείας» έκανε λόγο ο Γ. Παπανδρέου) και συμμετέχει στην εκλυόμενη «συγκίνηση». Και το ΠΑΣΟΚ αισθάνεται δικαιωμένο μέχρι το επόμενο «σκάνδαλο», έστω και αν εξακολουθεί να βλέπει την πολιτική του απήχηση τουλάχιστον σε στασιμότητα.
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να συγκινήσει την κοινή γνώμη; Μετερχόμενο τις μεθόδους της τηλεοπτικής δημοκρατίας, ενσαρκώνοντας συγκινησιακές έξεις και ηθικολογικά περιεχόμενα μιας αναντίστρεπτα νέας βιντεο-πολιτικής εποχής, το ΠΑΣΟΚ τιμά με τον πιο σύγχρονο και προοδευτικό τρόπο την επέτειο της ίδρυσής του. Κάνει δηλαδή ό,τι μπορεί, ό,τι θεωρεί ότι του επιβάλλουν τα σημερινά ήθη μιας εργαλειακής εποχής, διανθισμένης με άρωμα ανθρωπιστικών «αξιών». Το γεγονός, παραδείγματος χάρη, ότι το κόμμα δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για προγραμματικές δεσμεύσεις, δεν πρέπει να εκπλήσσει: είναι βασικό χαρακτηριστικό αυτής της «νέας εποχής» να απεχθάνεται χρόνιες δεσμεύσεις, που λειτουργούν σαν αρχαϊκά βαρίδια ενώπιον μιας πραγματικότητας σε διαρκή ροή. Ενα ρευστό ΠΑΣΟΚ ταιριάζει στην εικαζόμενη ρευστότητα και πληθυντικότητα των προτιμήσεων. Ενα προγραμματικά αδέσμευτο, «ευέλικτο» ΠΑΣΟΚ ανταποκρίνεται καλύτερα στην πτητικότητα του φαντάσματος του μεσαίου χώρου. Του αρκεί η παραπομπή στη μοναδική «σταθερά» που ασμένως αποδέχεται: στις «αξίες» μιας δίκαιης και ανθρώπινης κοινωνίας. Αλλά και αυτές είναι ρευστές, αφού η πολιτική τους αποκρυστάλλωση συνδυάζεται και με την εκάστοτε κοινωνική τους ερμηνεία.
Το ρευστό ΠΑΣΟΚ εξομοιώνεται ταχύτατα με τη ρευστή κοινωνία. Επαψε να αποτελεί μέρος της, και συνάμα ικανό να αυτονομείται εν μέρει από αυτήν προκειμένου να την καθοδηγεί πολιτικά. Αλλωστε, η ίδια η λέξη καθοδήγηση απωθήθηκε στην αντιεξουσιαστική καταδίκη της παρωχημένης μεταπολιτευτικής κομματικής δημοκρατίας. Ελάχιστους απασχολεί το ερώτημα: και αν αυτή η διάχυτη ρευστότητα αναζητεί κάποια σταθερή αναφορά «έξω» από την κοινωνία, στο μη εφήμερο, στο συμβολικό; Αν ο σημερινός συμπονετικός νεο-ανθρωπισμός δεν πείθει επειδή έχει καταργήσει την τάξη του συμβολικού;
Αν θα έπρεπε να κρίνουμε αυτόν τον ηθικό εν τέλει άξονα της σημερινής αναβαθμισμένης τηλεοπτικής παρουσίας του κόμματος, την αντιπολιτευτική ηθικολογική του στάση απέναντι σε εικαζόμενες κυβερνητικές «αταξίες», θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε: επιτέλους, το ΠΑΣΟΚ ξαναβρίσκει τον δρόμο του. Αν είναι πλέον η τηλεόραση ο προνομιακός τόπος εκπομπής μηνυμάτων, το περιεχόμενο των οποίων οφείλει να υπακούει στις αδήριτες εντυπωσιοθηρικές και συγκινησιακές νόρμες της, στο αποκαλυπτικό «συμβάν», τότε ο στόχος επλήγη. Μια τηλεοπτική εκτροπή της αντιπολιτευτικής πολιτικής, μια βιντεο-πολιτική, έχει το προνόμιο να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μιας «δημοκρατίας του κοινού», της λεγόμενης κοινής γνώμης: σε εκείνη δηλαδή τη μορφή της δημοκρατίας που η γνώμη σφυρηλατείται από την τηλεόραση και τις δημοσκοπήσεις. Το κοινό καταναλώνει το αποκαλυπτικό «συμβάν» (για «εικόνα νοθείας» έκανε λόγο ο Γ. Παπανδρέου) και συμμετέχει στην εκλυόμενη «συγκίνηση». Και το ΠΑΣΟΚ αισθάνεται δικαιωμένο μέχρι το επόμενο «σκάνδαλο», έστω και αν εξακολουθεί να βλέπει την πολιτική του απήχηση τουλάχιστον σε στασιμότητα.
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να συγκινήσει την κοινή γνώμη; Μετερχόμενο τις μεθόδους της τηλεοπτικής δημοκρατίας, ενσαρκώνοντας συγκινησιακές έξεις και ηθικολογικά περιεχόμενα μιας αναντίστρεπτα νέας βιντεο-πολιτικής εποχής, το ΠΑΣΟΚ τιμά με τον πιο σύγχρονο και προοδευτικό τρόπο την επέτειο της ίδρυσής του. Κάνει δηλαδή ό,τι μπορεί, ό,τι θεωρεί ότι του επιβάλλουν τα σημερινά ήθη μιας εργαλειακής εποχής, διανθισμένης με άρωμα ανθρωπιστικών «αξιών». Το γεγονός, παραδείγματος χάρη, ότι το κόμμα δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για προγραμματικές δεσμεύσεις, δεν πρέπει να εκπλήσσει: είναι βασικό χαρακτηριστικό αυτής της «νέας εποχής» να απεχθάνεται χρόνιες δεσμεύσεις, που λειτουργούν σαν αρχαϊκά βαρίδια ενώπιον μιας πραγματικότητας σε διαρκή ροή. Ενα ρευστό ΠΑΣΟΚ ταιριάζει στην εικαζόμενη ρευστότητα και πληθυντικότητα των προτιμήσεων. Ενα προγραμματικά αδέσμευτο, «ευέλικτο» ΠΑΣΟΚ ανταποκρίνεται καλύτερα στην πτητικότητα του φαντάσματος του μεσαίου χώρου. Του αρκεί η παραπομπή στη μοναδική «σταθερά» που ασμένως αποδέχεται: στις «αξίες» μιας δίκαιης και ανθρώπινης κοινωνίας. Αλλά και αυτές είναι ρευστές, αφού η πολιτική τους αποκρυστάλλωση συνδυάζεται και με την εκάστοτε κοινωνική τους ερμηνεία.
Το ρευστό ΠΑΣΟΚ εξομοιώνεται ταχύτατα με τη ρευστή κοινωνία. Επαψε να αποτελεί μέρος της, και συνάμα ικανό να αυτονομείται εν μέρει από αυτήν προκειμένου να την καθοδηγεί πολιτικά. Αλλωστε, η ίδια η λέξη καθοδήγηση απωθήθηκε στην αντιεξουσιαστική καταδίκη της παρωχημένης μεταπολιτευτικής κομματικής δημοκρατίας. Ελάχιστους απασχολεί το ερώτημα: και αν αυτή η διάχυτη ρευστότητα αναζητεί κάποια σταθερή αναφορά «έξω» από την κοινωνία, στο μη εφήμερο, στο συμβολικό; Αν ο σημερινός συμπονετικός νεο-ανθρωπισμός δεν πείθει επειδή έχει καταργήσει την τάξη του συμβολικού;