Μήπως είναι Υγεία;
Γιώργος Μπράμος, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2008-09-16
Από την ώρα που οι δημοσκοπήσεις διαπιστώνουν υποχώρηση του δικομματισμού και αδυναμία αυτοδυναμίας, οι σοφοί αναλυτές των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων είναι βέβαιοι πλέον ότι το πολιτικό σύστημα περνάει «βαθιά κρίση». Υπάρχει κι ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω απʼ αυτήν την εσχατολογική διαπίστωση και αφορά την ακυβερνησία.
Ας αντιστρέψουμε λίγο αυτήν τη φοβική προσέγγιση. Ο δικομματισμός ήταν η κυρίαρχη επιλογή της μεταπολίτευσης -δεν χωράει αμφιβολία. Όμως σήμερα, με τις διαψεύσεις και τις χρεοκοπίες των διακυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., η δικομματική επιλογή μπορεί να είναι ακόμα ισχυρή και κυρίαρχη; Ή έχει διαμορφωθεί ήδη, μια άλλη ελπίδα, που στη συγκεκριμένη περίοδο αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ;
Πάμε και λίγο παρακάτω: οι υποθέσεις Βουλγαράκη, Ζαχόπουλου, ομολόγων, Βατοπέδιου, κουμπάρων κ.λπ, κ.λπ, απέδειξαν ότι οι λαϊκές προσμονές δεν αφορούσαν μόνο την αλλαγή στην κορυφή του κράτους, αλλά τον επαναπροσδιορισμό της ηθικής διάστασης στην πολιτική. Αυτό ακριβώς που η διακυβέρνηση Σημίτη εγκατέλειψε στο έλεος των γνωστών και μη εξαιρετέων. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας ήταν ένα σχέδιο, που δυσφημίστηκε και στο τέλος ηττήθηκε, γιατί δεν έλαβε υπόψη ότι το αίσθημα αδικίας από τη συμπεριφορά ενός λαμόγιου μπορεί να ακυρώσει την εύρωστη οικονομία, τους νέους δρόμους, την ανάπτυξη, την πορεία προς τα εμπρός.
Η Νέα Δημοκρατία, πολύ νωρίς και τελευταία με υπεροψία και μέθη, έδειξε ότι η ηθική διάσταση της πολιτικής είναι γιʼ αυτήν ηθικολογικό πρόσχημα. Κάτι σαν τον άγιο Εφραίμ που εξομολογεί τους υπουργούς και επεκτείνει το real estate της Μονής του. Παπάς και ζευγάς με την ίδια ευκολία και τον ίδιο κυνισμό.
Η διακυβέρνηση του νεότερου Καραμανλή έδειξε πως στο σακούλι της δεν είχε τίποτα περισσότερο από μια, κακώς νοούμενη, επικοινωνιακή ευχέρεια. Λόγια του αέρα που διαψεύστηκαν γρήγορα και φθάσαμε στις ντροπές της τελευταίας εβδομάδας: να είναι ηθικό ό,τι είναι νομότυπο.
Αν λοιπόν, παρʼ όλα αυτά, ο δικομματισμός ήταν ακόμα ισχυρός, τότε, πράγματι θα μπορούσαμε να μιλάμε και να ολοφυρόμαστε για «βαθιά κρίση». Τώρα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν έναν υψηλό βαθμό ωριμότητας, αντίστοιχο ίσως με την αποδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το ʼ74, τον θρίαμβο του Αντρέα Παπανδρέου το ʼ81, την οκταετία Σημίτη. Και οι τρεις αυτές επιλογές είχαν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θετικά αποτελέσματα στο στερέωμα της Δημοκρατίας (από τον Καραμανλή), στη διεύρυνσή της (από τον Παπανδρέου), στην ισχυροποίηση της χώρας (από τον Σημίτη).
Η σημερινή απόρριψη, λοιπόν, του δικομματισμού δεν είναι κρίση, αλλά υγεία. Μόνο που κάπου εδώ αρχίζουν τα ενοχλητικά «αλλά», που αφορούν κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτή η πολιτική δύναμη δείχνει να εκφράζει μια νέα κοινωνική προσμονή. Αν στο ερώτημα συνεργασία ή ακυβερνησία, οι εκπρόσωποι της Ριζοσπαστικής Αριστεράς απαντούν με το μνημειώδες «δεν μας αφορά» ή το ηρωικό «Όχι, ποτέ», τότε το διλημματικό στοιχείο που συντηρούσε μέχρι σήμερα τον δικομματισμό θα επανέλθει, πολιτικά και κοινωνικά δικαιωμένο.
Δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός και δεν δίνω, αλίμονο, μαθήματα. Όμως από ό,τι γνωρίζω, η «Μεγάλη Αριστερά» πουθενά δεν έχει μόνο κομμουνιστική καταγωγή και σοσιαλδημοκρατική απάρνηση. Είναι κάτι πιο σύνθετο, που θέτει τα ζητήματα, ζυμώνει τους προβληματισμούς, προτείνει τις διεξόδους. Τα οδυνηρά μαθήματα της Ιταλικής Αριστεράς πρέπει κάτι να μας λένε. Οι διαγωνισμοί «καθαρότητας» ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική και τη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν έφερε μόνο τον Μπερλουσκόνι, αλλά απομάκρυνε όλους και κυρίως τους ριζοσπάστες αριστερούς από τις πολιτικές και κοινωνικές τους πηγές, τους νέους εργαζόμενους του Βορρά που πέρασαν στην πλευρά της Λέγκα. Εδώ για την ώρα φαίνεται πολύ αποτελεσματικό το σχήμα της ρητορείας, η αυταρέσκεια της ανόδου ή της σταθεροποίησης σε ένα υψηλό ποσοστό στις δημοσκοπήσεις. Ως πότε θα κρατήσει είναι άγνωστο. Στο μεταξύ τα μεγάλα ζητήματα του τόπου δεν χρειάζονται αμυντικά σχήματα. Η λαϊκή σοφία, η πολιτική υγεία που απορρίπτει τους άλλοτε ισχυρούς, για να ανθίσει δεν έχει ανάγκη μόνο αρνήσεις. Ας επεξεργαστούμε και κάποια κατάφαση.
Ας αντιστρέψουμε λίγο αυτήν τη φοβική προσέγγιση. Ο δικομματισμός ήταν η κυρίαρχη επιλογή της μεταπολίτευσης -δεν χωράει αμφιβολία. Όμως σήμερα, με τις διαψεύσεις και τις χρεοκοπίες των διακυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., η δικομματική επιλογή μπορεί να είναι ακόμα ισχυρή και κυρίαρχη; Ή έχει διαμορφωθεί ήδη, μια άλλη ελπίδα, που στη συγκεκριμένη περίοδο αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ;
Πάμε και λίγο παρακάτω: οι υποθέσεις Βουλγαράκη, Ζαχόπουλου, ομολόγων, Βατοπέδιου, κουμπάρων κ.λπ, κ.λπ, απέδειξαν ότι οι λαϊκές προσμονές δεν αφορούσαν μόνο την αλλαγή στην κορυφή του κράτους, αλλά τον επαναπροσδιορισμό της ηθικής διάστασης στην πολιτική. Αυτό ακριβώς που η διακυβέρνηση Σημίτη εγκατέλειψε στο έλεος των γνωστών και μη εξαιρετέων. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας ήταν ένα σχέδιο, που δυσφημίστηκε και στο τέλος ηττήθηκε, γιατί δεν έλαβε υπόψη ότι το αίσθημα αδικίας από τη συμπεριφορά ενός λαμόγιου μπορεί να ακυρώσει την εύρωστη οικονομία, τους νέους δρόμους, την ανάπτυξη, την πορεία προς τα εμπρός.
Η Νέα Δημοκρατία, πολύ νωρίς και τελευταία με υπεροψία και μέθη, έδειξε ότι η ηθική διάσταση της πολιτικής είναι γιʼ αυτήν ηθικολογικό πρόσχημα. Κάτι σαν τον άγιο Εφραίμ που εξομολογεί τους υπουργούς και επεκτείνει το real estate της Μονής του. Παπάς και ζευγάς με την ίδια ευκολία και τον ίδιο κυνισμό.
Η διακυβέρνηση του νεότερου Καραμανλή έδειξε πως στο σακούλι της δεν είχε τίποτα περισσότερο από μια, κακώς νοούμενη, επικοινωνιακή ευχέρεια. Λόγια του αέρα που διαψεύστηκαν γρήγορα και φθάσαμε στις ντροπές της τελευταίας εβδομάδας: να είναι ηθικό ό,τι είναι νομότυπο.
Αν λοιπόν, παρʼ όλα αυτά, ο δικομματισμός ήταν ακόμα ισχυρός, τότε, πράγματι θα μπορούσαμε να μιλάμε και να ολοφυρόμαστε για «βαθιά κρίση». Τώρα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν έναν υψηλό βαθμό ωριμότητας, αντίστοιχο ίσως με την αποδοχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το ʼ74, τον θρίαμβο του Αντρέα Παπανδρέου το ʼ81, την οκταετία Σημίτη. Και οι τρεις αυτές επιλογές είχαν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θετικά αποτελέσματα στο στερέωμα της Δημοκρατίας (από τον Καραμανλή), στη διεύρυνσή της (από τον Παπανδρέου), στην ισχυροποίηση της χώρας (από τον Σημίτη).
Η σημερινή απόρριψη, λοιπόν, του δικομματισμού δεν είναι κρίση, αλλά υγεία. Μόνο που κάπου εδώ αρχίζουν τα ενοχλητικά «αλλά», που αφορούν κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτή η πολιτική δύναμη δείχνει να εκφράζει μια νέα κοινωνική προσμονή. Αν στο ερώτημα συνεργασία ή ακυβερνησία, οι εκπρόσωποι της Ριζοσπαστικής Αριστεράς απαντούν με το μνημειώδες «δεν μας αφορά» ή το ηρωικό «Όχι, ποτέ», τότε το διλημματικό στοιχείο που συντηρούσε μέχρι σήμερα τον δικομματισμό θα επανέλθει, πολιτικά και κοινωνικά δικαιωμένο.
Δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός και δεν δίνω, αλίμονο, μαθήματα. Όμως από ό,τι γνωρίζω, η «Μεγάλη Αριστερά» πουθενά δεν έχει μόνο κομμουνιστική καταγωγή και σοσιαλδημοκρατική απάρνηση. Είναι κάτι πιο σύνθετο, που θέτει τα ζητήματα, ζυμώνει τους προβληματισμούς, προτείνει τις διεξόδους. Τα οδυνηρά μαθήματα της Ιταλικής Αριστεράς πρέπει κάτι να μας λένε. Οι διαγωνισμοί «καθαρότητας» ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική και τη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν έφερε μόνο τον Μπερλουσκόνι, αλλά απομάκρυνε όλους και κυρίως τους ριζοσπάστες αριστερούς από τις πολιτικές και κοινωνικές τους πηγές, τους νέους εργαζόμενους του Βορρά που πέρασαν στην πλευρά της Λέγκα. Εδώ για την ώρα φαίνεται πολύ αποτελεσματικό το σχήμα της ρητορείας, η αυταρέσκεια της ανόδου ή της σταθεροποίησης σε ένα υψηλό ποσοστό στις δημοσκοπήσεις. Ως πότε θα κρατήσει είναι άγνωστο. Στο μεταξύ τα μεγάλα ζητήματα του τόπου δεν χρειάζονται αμυντικά σχήματα. Η λαϊκή σοφία, η πολιτική υγεία που απορρίπτει τους άλλοτε ισχυρούς, για να ανθίσει δεν έχει ανάγκη μόνο αρνήσεις. Ας επεξεργαστούμε και κάποια κατάφαση.