Χρειαζόμαστε εξηγήσεις για τα θρησκευτικά;
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-10-15
Μέσα στον ορυμαγδό των ημερών, με τις αποκαλύψεις για τις ιερές μπίζνες να φτάνουν στο κατακόρυφο και την κυβέρνηση να αεροβατεί κατά πρωτοφανή τρόπο, πάμε να ξεχάσουμε πως η καθιέρωση της προαιρετικής διδασκαλίας των θρησκευτικών, η οποία απασχολεί το υπουργείο Παιδείας και την ηγεσία της Εκκλησίας εδώ και μία δεκαετία, μοιάζει επιτέλους να οδηγείται στην καθ’ όλα φυσική της κατάληξη: στη δυνατότητα του μαθητή να αρνηθεί να παρακολουθήσει το μάθημα, δίχως να πρέπει να εξηγηθεί γι’ αυτό. Οι ιεράρχες, όμως, αντιδρούν, ενώ στο παιχνίδι μπαίνουν και κάποιοι σοβαροί θεολόγοι, προσπαθώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και δίνοντας, ομολογουμένως, ένα νηφάλιο τόνο στη συζήτηση. Αρκεί, όμως, η νηφαλιότητα;
Παρατηρείται από την πλευρά όσων προασπίζονται το μάθημα των θρησκευτικών πως πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια στον χαρακτήρα και τη δομή του. Μακριά, όπως λένε, από δογματικές προσηλώσεις, το μάθημα βοηθάει τα παιδιά να εξοικειωθούν με βασικά ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα, να συναισθανθούν την ευθύνη του ατόμου απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους και, το κυριότερο, να κατανοήσουν τις υπαρξιακές διαστάσεις της θρησκείας. Υποστηρίζεται ακόμη πως σκοπός του μαθήματος δεν είναι η κατήχηση αλλά η ενημέρωση πως η χριστιανική Ορθοδοξία αποτελεί μέρος της ελληνικής παράδοσης, κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν γίνεται να το αγνοήσει το σχολείο, αλλά και πως οι μαθητές διδάσκονται, εκτός από την Ορθοδοξία, στοιχεία όλων των σημαντικών θρησκειών.
Είμαι ο τελευταίος που θα αμφισβητήσει το υπαρξιακό βάρος της θρησκείας και την ανάγκη των ανθρώπων όχι μόνο να αναζητούν καταφύγιο κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες της πίστης αλλά και να μεταδίδουν στους επιγόνους τους ένα τόσο ισχυρό μέσον παρηγορίας και ανακούφισης. Είμαι, επίσης, πρόθυμος να δεχτώ ότι οι μαθητές του ελληνικού σχολείου είναι καλό να γνωρίσουν την ορθόδοξη παράδοση, αφού αποτελεί αναφαίρετο κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού. Είμαι, επιπροσθέτως, σίγουρος πως στα χρόνια μας πολλοί θεολόγοι κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να μην κατηχήσουν αλλά να ενημερώσουν. Δεν είμαι, όμως, διόλου βέβαιος, κουβεντιάζοντας για την προαιρετική ή μη διδασκαλία του μαθήματος, πως ο ασφαλέστερος τρόπος για να αγγίξουν τα παιδιά τα μεγάλα ζητήματα της ηθικής και της φιλοσοφίας είναι η θρησκεία, η οποία, όπως κι αν το ζυγίσουμε, έχει τις δικές της, απολύτως μονόδρομες προτεραιότητες και στα δύο πεδία, και μοιάζει απίθανο να μη θέλει να τις νομιμοποιήσει και να τις επιβάλει. Φοβάμαι, συμπληρωματικά, πως η εστίαση στην Ορθοδοξία μπορεί εύκολα να ξεφύγει από το πλαίσιο της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και να ακολουθήσει τον δρόμο της ιδεολογικής χειραγώγησης, τον οποίο, άλλωστε, δεν θα ακολουθήσει για πρώτη φορά. Εχω ακόμη την εντύπωση, πως η διαβεβαίωση ότι μιλάμε για ενημέρωση και όχι για κατήχηση δεν φτάνει για να προφυλαχτούν τα παιδιά από την κατήχηση. Νομίζω, τέλος, πως το ζητούμενο της δημόσιας αγωγής ως προς την ευθύνη του ατόμου απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους οφείλει να είναι ο κώδικας του πολίτη και όχι του πιστού.
Η θρησκεία (η κάθε θρησκεία) είναι ένα εγγενώς κλειστό σύστημα, με εκ των πραγμάτων κανονιστική και ποδηγετική λειτουργία, η οποία δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται πρωτίστως στο επίπεδο της εκπαίδευσης. Το υπουργείο έχει κάνει μέχρι στιγμής το ελάχιστο. Αντί, φέρ’ ειπείν, να ανοίξει τον διάλογο για την αντικατάσταση των θρησκευτικών, από τη θρησκειολογία (δεν ξέρω αν τα στοιχεία θρησκειολογίας αρκούν), περιορίστηκε στο να παραχωρήσει τη δυνατότητα στον μαθητή να αρνηθεί το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς άλλες δηλώσεις και εξηγήσεις. Ας μείνουμε, έστω, για την ώρα σ’ αυτό. Οχι, όμως, σε κάτι λιγότερο απ’ αυτό. Και για να συνεννοούμαστε: αν το μάθημα είναι τόσο ανοιχτό και δημοκρατικό, όπως το θέλουν οι καλών προθέσεων απολογητές του, ποιος είναι εκείνος που χρειάζεται τις εξηγήσεις;
Παρατηρείται από την πλευρά όσων προασπίζονται το μάθημα των θρησκευτικών πως πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια στον χαρακτήρα και τη δομή του. Μακριά, όπως λένε, από δογματικές προσηλώσεις, το μάθημα βοηθάει τα παιδιά να εξοικειωθούν με βασικά ηθικά και φιλοσοφικά ζητήματα, να συναισθανθούν την ευθύνη του ατόμου απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους και, το κυριότερο, να κατανοήσουν τις υπαρξιακές διαστάσεις της θρησκείας. Υποστηρίζεται ακόμη πως σκοπός του μαθήματος δεν είναι η κατήχηση αλλά η ενημέρωση πως η χριστιανική Ορθοδοξία αποτελεί μέρος της ελληνικής παράδοσης, κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν γίνεται να το αγνοήσει το σχολείο, αλλά και πως οι μαθητές διδάσκονται, εκτός από την Ορθοδοξία, στοιχεία όλων των σημαντικών θρησκειών.
Είμαι ο τελευταίος που θα αμφισβητήσει το υπαρξιακό βάρος της θρησκείας και την ανάγκη των ανθρώπων όχι μόνο να αναζητούν καταφύγιο κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες της πίστης αλλά και να μεταδίδουν στους επιγόνους τους ένα τόσο ισχυρό μέσον παρηγορίας και ανακούφισης. Είμαι, επίσης, πρόθυμος να δεχτώ ότι οι μαθητές του ελληνικού σχολείου είναι καλό να γνωρίσουν την ορθόδοξη παράδοση, αφού αποτελεί αναφαίρετο κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού. Είμαι, επιπροσθέτως, σίγουρος πως στα χρόνια μας πολλοί θεολόγοι κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να μην κατηχήσουν αλλά να ενημερώσουν. Δεν είμαι, όμως, διόλου βέβαιος, κουβεντιάζοντας για την προαιρετική ή μη διδασκαλία του μαθήματος, πως ο ασφαλέστερος τρόπος για να αγγίξουν τα παιδιά τα μεγάλα ζητήματα της ηθικής και της φιλοσοφίας είναι η θρησκεία, η οποία, όπως κι αν το ζυγίσουμε, έχει τις δικές της, απολύτως μονόδρομες προτεραιότητες και στα δύο πεδία, και μοιάζει απίθανο να μη θέλει να τις νομιμοποιήσει και να τις επιβάλει. Φοβάμαι, συμπληρωματικά, πως η εστίαση στην Ορθοδοξία μπορεί εύκολα να ξεφύγει από το πλαίσιο της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και να ακολουθήσει τον δρόμο της ιδεολογικής χειραγώγησης, τον οποίο, άλλωστε, δεν θα ακολουθήσει για πρώτη φορά. Εχω ακόμη την εντύπωση, πως η διαβεβαίωση ότι μιλάμε για ενημέρωση και όχι για κατήχηση δεν φτάνει για να προφυλαχτούν τα παιδιά από την κατήχηση. Νομίζω, τέλος, πως το ζητούμενο της δημόσιας αγωγής ως προς την ευθύνη του ατόμου απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους οφείλει να είναι ο κώδικας του πολίτη και όχι του πιστού.
Η θρησκεία (η κάθε θρησκεία) είναι ένα εγγενώς κλειστό σύστημα, με εκ των πραγμάτων κανονιστική και ποδηγετική λειτουργία, η οποία δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται πρωτίστως στο επίπεδο της εκπαίδευσης. Το υπουργείο έχει κάνει μέχρι στιγμής το ελάχιστο. Αντί, φέρ’ ειπείν, να ανοίξει τον διάλογο για την αντικατάσταση των θρησκευτικών, από τη θρησκειολογία (δεν ξέρω αν τα στοιχεία θρησκειολογίας αρκούν), περιορίστηκε στο να παραχωρήσει τη δυνατότητα στον μαθητή να αρνηθεί το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς άλλες δηλώσεις και εξηγήσεις. Ας μείνουμε, έστω, για την ώρα σ’ αυτό. Οχι, όμως, σε κάτι λιγότερο απ’ αυτό. Και για να συνεννοούμαστε: αν το μάθημα είναι τόσο ανοιχτό και δημοκρατικό, όπως το θέλουν οι καλών προθέσεων απολογητές του, ποιος είναι εκείνος που χρειάζεται τις εξηγήσεις;