Μέσα από τα μάτια των αντιπάλων μας
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-10-31
Σκηνή από έργο που όλοι έχουμε δει: το ΠΑΣΟΚ προτείνει στον Συνασπισμό να συνεργαστούν στο πλαίσιο μιας μεγάλης Αριστεράς και εισπράττει την απάντηση ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχοντας περάσει ιδεολογικά στην αντίπερα όχθη, δεν ανήκει καν στον χώρο της Αριστεράς. Αν βάλουμε κατά μέρος το περιεχόμενο αυτής της κόντρας, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τη βασική δομή της πολιτικής αντιδικίας γενικότερα. Τη συνοψίζω ως εξής: το πώς βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας δεν δεσμεύει τους αντιπάλους μας, οι οποίοι είναι αντίπαλοι, ακριβώς επειδή μας βλέπουν διαφορετικά. Συνεπώς, όποτε αμφισβητούν την πολιτική και ιδεολογική αυτοπροσωπογραφία που φιλοτεχνούμε, δεν μας συκοφαντούν υποχρεωτικά, ούτε λένε ψέματα - απλώς η δική τους οπτική κατασκευάζει μια εικόνα μας διαφορετική από εκείνη που εμείς προβάλλουμε.
Ας έρθουμε τώρα στο ξέσπασμα της κ. Παπαρήγα όταν βουλευτές του Συνασπισμού και του ΠΑΣΟΚ ειρωνεύτηκαν τους ομιλητές του ΚΚΕ. Κατ’ αρχάς, δεν γνωρίζω αν στη Βουλή τέτοιου είδους σχόλια απαγορεύονται από κάποιο γραπτό ή άτυπο κώδικα δεοντολογίας. Κρίνοντας πάντως από τα λόγια της, δηλαδή «να σταματήσει το βιολί που ακούγεται ότι εκπροσωπούμε τη Ν.Δ.», έχω την εντύπωση ότι αυτό που ενόχλησε ήταν το γεγονός πως στο ΚΚΕ αποδόθηκαν προθέσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δεδηλωμένη πολιτική του. Και σύμφωνα με τη λογική της κ. Παπαρήγα, όσοι αμφισβητούν την ερμηνεία που δίνει το ΚΚΕ στη στάση του δεν διαφωνούν πολιτικά αλλά το διαβάλλουν. Ταυτόχρονα όμως -κι εδώ φαίνεται πόσο αντιφατική είναι μια τέτοια αντίδραση- το κόμμα της διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμα να αποδίδει στους αντιπάλους του, και κυρίως στον Συνασπισμό, προθέσεις διαμετρικά αντίθετες με τη δική του δεδηλωμένη πολιτική. Αν λοιπόν δεχθούμε τον ορισμό της συκοφαντίας που εμμέσως επικαλέστηκε το ΚΚΕ, μήπως είναι επίσης συκοφαντικό να λέγεται ότι ο Συνασπισμός λειτουργεί σαν ανάχωμα του συστήματος και ότι στην ουσία συμφωνεί με τα δύο μεγάλα κόμματα, αφήνοντας μόνο του το ΚΚΕ να υπερασπίζεται τα δίκαια του λαού, όταν η Κουμουνδούρου απορρίπτει εξίσου έντονα αυτή την ερμηνεία;
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη διαμάχη περί εθνικισμού/πατριωτισμού. Είναι αλήθεια ότι οι «πατριώτες» δηλώνουν κάθε τόσο ότι δεν είναι εθνικιστές, και όταν κάποιοι συνεχίζουν να τους αποκαλούν έτσι διαμαρτύρονται και μιλούν για καραμπινάτη συκοφαντία, με το σκεπτικό: «Εφόσον σας λέμε ότι δεν είμαστε εθνικιστές, γιατί επιμένετε;». Το επιχείρημα στηρίζεται στην προφανώς άτοπη θέση ότι οι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοί μας υποχρεούνται να αποδεχθούν την εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας. Φυσικά, κατανοώ γιατί κάποιοι με μια πορεία στην Αριστερά οργίζονται όταν τους αποκαλούν αριστεροδεξιούς και εθνικόφρονες. Σίγουρα δεν βλέπουν τον εαυτό τους έτσι. Ας αναλογιστούν όμως ότι στις τάξεις των αντιπάλων τους υπάρχουν άνθρωποι με την ίδια προϊστορία, που θεωρούν εξίσου προσβλητικά τα κοσμητικά επίθετα «τσιράκια της νέας τάξης» και «παιδιά του Σόρος».
Ολες αυτές οι αντιδικίες δεν πρέπει να διαβάζονται με όρους ειλικρίνειας ή συκοφαντίας εφόσον οι διαφορετικοί πολιτικοί λόγοι παράγουν διαφορετικές έννοιες και διακρίσεις μέσα από τις οποίες βλέπουμε τον κόσμο. Οφείλουν να αναφέρονται στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να μπορούν να την παρουσιάσουν αυτούσια, διότι τότε οποιαδήποτε παρέκκλιση θα σήμαινε διαστροφή και ψέμα. Συνεπώς, αν θέλουμε να είμαστε δημοκράτες, οφείλουμε να ισορροπήσουμε επάνω σε ένα σκοινί που τεντώνεται ανάμεσα στη μαχητική υποστήριξη των ιδεών μας και την απόρριψη κάθε αυθεντίας. Μετά τη στροφή του ΚΚΕ προς τον σταλινισμό, δεν περιμένω από την κ. Παπαρήγα να συμφωνήσει.
Ας έρθουμε τώρα στο ξέσπασμα της κ. Παπαρήγα όταν βουλευτές του Συνασπισμού και του ΠΑΣΟΚ ειρωνεύτηκαν τους ομιλητές του ΚΚΕ. Κατ’ αρχάς, δεν γνωρίζω αν στη Βουλή τέτοιου είδους σχόλια απαγορεύονται από κάποιο γραπτό ή άτυπο κώδικα δεοντολογίας. Κρίνοντας πάντως από τα λόγια της, δηλαδή «να σταματήσει το βιολί που ακούγεται ότι εκπροσωπούμε τη Ν.Δ.», έχω την εντύπωση ότι αυτό που ενόχλησε ήταν το γεγονός πως στο ΚΚΕ αποδόθηκαν προθέσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δεδηλωμένη πολιτική του. Και σύμφωνα με τη λογική της κ. Παπαρήγα, όσοι αμφισβητούν την ερμηνεία που δίνει το ΚΚΕ στη στάση του δεν διαφωνούν πολιτικά αλλά το διαβάλλουν. Ταυτόχρονα όμως -κι εδώ φαίνεται πόσο αντιφατική είναι μια τέτοια αντίδραση- το κόμμα της διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμα να αποδίδει στους αντιπάλους του, και κυρίως στον Συνασπισμό, προθέσεις διαμετρικά αντίθετες με τη δική του δεδηλωμένη πολιτική. Αν λοιπόν δεχθούμε τον ορισμό της συκοφαντίας που εμμέσως επικαλέστηκε το ΚΚΕ, μήπως είναι επίσης συκοφαντικό να λέγεται ότι ο Συνασπισμός λειτουργεί σαν ανάχωμα του συστήματος και ότι στην ουσία συμφωνεί με τα δύο μεγάλα κόμματα, αφήνοντας μόνο του το ΚΚΕ να υπερασπίζεται τα δίκαια του λαού, όταν η Κουμουνδούρου απορρίπτει εξίσου έντονα αυτή την ερμηνεία;
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη διαμάχη περί εθνικισμού/πατριωτισμού. Είναι αλήθεια ότι οι «πατριώτες» δηλώνουν κάθε τόσο ότι δεν είναι εθνικιστές, και όταν κάποιοι συνεχίζουν να τους αποκαλούν έτσι διαμαρτύρονται και μιλούν για καραμπινάτη συκοφαντία, με το σκεπτικό: «Εφόσον σας λέμε ότι δεν είμαστε εθνικιστές, γιατί επιμένετε;». Το επιχείρημα στηρίζεται στην προφανώς άτοπη θέση ότι οι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοί μας υποχρεούνται να αποδεχθούν την εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας. Φυσικά, κατανοώ γιατί κάποιοι με μια πορεία στην Αριστερά οργίζονται όταν τους αποκαλούν αριστεροδεξιούς και εθνικόφρονες. Σίγουρα δεν βλέπουν τον εαυτό τους έτσι. Ας αναλογιστούν όμως ότι στις τάξεις των αντιπάλων τους υπάρχουν άνθρωποι με την ίδια προϊστορία, που θεωρούν εξίσου προσβλητικά τα κοσμητικά επίθετα «τσιράκια της νέας τάξης» και «παιδιά του Σόρος».
Ολες αυτές οι αντιδικίες δεν πρέπει να διαβάζονται με όρους ειλικρίνειας ή συκοφαντίας εφόσον οι διαφορετικοί πολιτικοί λόγοι παράγουν διαφορετικές έννοιες και διακρίσεις μέσα από τις οποίες βλέπουμε τον κόσμο. Οφείλουν να αναφέρονται στην πραγματικότητα, χωρίς όμως να μπορούν να την παρουσιάσουν αυτούσια, διότι τότε οποιαδήποτε παρέκκλιση θα σήμαινε διαστροφή και ψέμα. Συνεπώς, αν θέλουμε να είμαστε δημοκράτες, οφείλουμε να ισορροπήσουμε επάνω σε ένα σκοινί που τεντώνεται ανάμεσα στη μαχητική υποστήριξη των ιδεών μας και την απόρριψη κάθε αυθεντίας. Μετά τη στροφή του ΚΚΕ προς τον σταλινισμό, δεν περιμένω από την κ. Παπαρήγα να συμφωνήσει.