Στο κατώφλι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2008-12-21
Κουβεντιάζεται από καιρό σε οικονομικούς κύκλους, αλλά τώρα το είπε από το βήμα της Βουλής ο Κώστας Σημίτης: Οι δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους ενδέχεται να υποχρεώσουν την ελληνική κυβέρνηση να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ακόμα δεν βρισκόμαστε εκεί, αλλά μέσα στους πρώτους μήνες του 2009 το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να δανειστεί πάνω από 40 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους, να εκδώσει δηλαδή νέα κρατικά ομόλογα στη θέση αυτών που λήγουν, αλλά και να καλύψει τα επιπλέον ελλείμματα που δημιουργούνται εν τω μεταξύ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια ανταπόκριση θα βρει τότε στις αγορές. Η ραγδαία μετά το Σεπτέμβριο ανοδική τάση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού κράτους, που όλη την περασμένη εβδομάδα κυμαίνονταν αισθητά πάνω από τις 200 μονάδες βάσης υψηλότερα από τα αντίστοιχα της Γερμανίας, συνιστά ανησυχητική προειδοποίηση. Επιπλέον εξαιρετικά αμφίβολη εκτιμάται η συνδρομή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, η ενδεχόμενη υπόδειξη προς την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ «θα είναι μια ταπεινωτική εξέλιξη, η πιο καταστροφική κατάληξη της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας». Όπως υποστήριξε την Πέμπτη στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, «αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν». Θεωρούν, πρόσθεσε, ότι «η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της (απογραφή, αναθεώρηση ΑΕΠ, γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης), εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να μην τηρήσει δεσμεύσεις. Απλά, τους κορόιδεψε. Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητα του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Στο κενό έπεσαν άλλωστε οι απόπειρες του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη να απαξιώσει ως «ανεύθυνες κινδυνολογίες» τις επισημάνσεις για τις δυσκολίες δανεισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας, οι διαβεβαιώσεις του ότι «το ελληνικό Δημόσιο καλύπτει κανονικά τις χρηματοδοτικές του ανάγκες και το ίδιο θα συνεχίσει να κάνει και στο μέλλον».
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το κρατικό έλλειμμα φέτος θα διαμορφωθεί πολύ υψηλότερα από όσο το προβλέπει ο συζητούμενος προϋπολογισμός (2,5% του ΑΕΠ). Μέχρι και το Σεπτέμβριο, που υπάρχουν δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία, τα καθαρά έσοδα αυξάνονταν με ρυθμό μόλις 4,1%, οι δαπάνες με 9,2%, και το έλλειμμα ήταν 20,2% μεγαλύτερο από το ίδιο εννεάμηνο πέρυσι. Έκτοτε η εξέλιξη είναι πολύ χειρότερη: το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου η κατάρρευση των εσόδων εντάθηκε, οι περαιώσεις ελάχιστα απέδωσαν, η διαφημιστική καμπάνια κατά της φοροδιαφυγής, που θα ήταν ίσως χρήσιμη σε μια εποχή στοιχειώδους κυβερνητικής αξιοπιστίας, σαρκάζεται ευρύτατα ως εκτός τόπου και χρόνου, την ώρα που οι ανάγκες για δημόσιες δαπάνες πολλαπλασιάζονται. Για δε το 2009 η επιδείνωση προδιαγράφεται δριμύτερη.
Από την άλλη πλευρά, υψηλότερο κατά 18,2% από πέρυσι ήταν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο δεκάμηνο, όπου έφθασε τα 28,35 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε προχθές η Τράπεζα της Ελλάδας. Παρά την καλή πορεία των εξαγωγών με αύξηση εισπράξεων 16,8%, το εξωτερικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να ξεπεράσει φέτος το περυσινό ρεκόρ του 14,1% (το υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ μετά την ήδη χρεοκοπημένη Ισλανδία). Ενώ οι πληρωμές για εισαγωγές καυσίμων θα συγκρατούνται χάρη στην υποχώρηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, το ανησυχητικό στοιχείο στο ισοζύγιο το μήνα Οκτώβριο είναι ότι η διεύρυνση του ελλείμματος οφείλεται κατά πρώτο λόγο στην αύξηση των πληρωμών του κονδυλίου τόκοι-μερίσματα-κέρδη, δηλαδή κυρίως για τόκους, κατά 38,9%. Έφτασε το 1,48 δισ.
Προειδοποίηση Τρισέ
Με βάση την έως τώρα εμπειρία οι δυσμενείς εξελίξεις δρομολογούν την υπαγωγή της Ελλάδας ξανά στο καθεστώς της επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ενδεχόμενο αυτό συζητείται τόσον καιρό τώρα που δεν θα εντυπωσίαζε. Στο υπουργείο Οικονομίας μάλιστα θα το έβλεπαν ακόμα και με ανακούφιση, στο βαθμό που προς τα έξω θα σηματοδοτούσε ότι η χώρα βρίσκεται πάντα στην ευρωπαϊκή αγκαλιά, ενώ στο εσωτερικό κάπως θα διευκόλυνε τη λήψη σταθεροποιητικών μέτρων. Αλλά οι προοπτικές είναι χειρότερες. Πόσο δεδομένη μπορούμε να προεξοφλήσουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όταν ο δημόσιος δανεισμός θα αρχίσει να δυσκολεύει;
Σε μια μεγάλη συνέντευξη στους Financial Times την περασμένη Κυριακή, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ δεν θέλησε, είναι αλήθεια, εκ των προτέρων να αποκλείσει την αγορά δημοσίου χρέους, κρατικών ομολόγων δηλαδή, από την Τράπεζα στο μέλλον. Αναφερόταν όμως στην ανάγκη προετοιμασίας για απρόβλεπτες εξαιρετικές καταστάσεις στη διεθνή κλίμακα, και τόνισε με μεγάλη έμφαση ότι σήμερα δεν θα το θεωρούσε διόλου ορθό. Επέμεινε εξάλλου ότι, ενώ το ευρώ έχει λειτουργήσει ως προστασία απέναντι στις έντονες διεθνείς προκλήσεις, εναπόκειται σε κάθε χώρα να διαχειρίζεται σωστά την οικονομία της. Ζούμε σε ένα σύστημα αγοράς που τιμωρεί όποιους δεν συμπεριφέρονται σωστά, είπε, και γιʼ αυτό λέμε σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης να σέβονται το Σύμφωνο Σταθερότητας: είναι το νομικό πλαίσιο που διαθέτουμε ως υποκατάστατο της ομοσπονδιακής δημοσιονομικής πολιτικής και του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού που δεν έχουμε. Δέστε τις αποκλίσεις των επιτοκίων για την αναχρηματοδότηση του χρέους μεταξύ των χωρών, πρόσθεσε: λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Μια ερμηνεία των τοποθετήσεων Τρισέ θα ήταν ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να παρέμβει αν το πρόβλημα αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους γενικευτεί, ή πάντως πάρει ευρεία διάσταση, δεν θα το πράξει όμως για μια μικρή χώρα εφόσον κρίνεται ότι με δική της ευθύνη δεν διαχειρίστηκε σωστά τα οικονομικά της. Η υπόδειξη προς την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ επομένως εκκρεμεί.
Το ΔΝΤ σήμερα δεν είναι ο δογματικός, υποταγμένος στην κυριαρχία των αμερικανικών συμφερόντων οργανισμός, όπως τον έχουν γνωρίσει εξαιρετικά επώδυνα οι λαοί των χωρών που βρέθηκαν στη δίνη διεθνών κρίσεων. Βρίσκεται σε μεταβατική φάση προς ένα νέο, ελπίζεται πιο δημοκρατικό ρόλο, και ο γενικός του διευθυντής Ντομινίκ Στρως-Καν είναι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής μιας ισχυρής δημόσιας παρέμβασης (στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ) για να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια ύφεση. Με αυτό το πνεύμα άλλωστε παραβρέθηκε την Πέμπτη στο έκτακτο Ecofin που συγκάλεσε η γαλλική προεδρία για την προετοιμασία των διεθνών πολιτικών το 2009.
Αλλά η μετάλλαξη του ΔΝΤ δεν αναιρεί την προοπτική, εφόσον η χώρα μας αναγκαστεί να το καλέσει ως δανειστή «ύστατης καταφυγής», να μας επιβάλει επαχθείς πολιτικούς όρους για να διασφαλίσει την αποπληρωμή όποιου δανείου θα μας χορηγούσε.
Πολιτικές αλλαγές ενόψει
Αδύνατο θεωρείται ευρύτατα πλέον να υπάρξει διέξοδος με την παρούσα κυβέρνηση. Στις πολύ δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνονται, επιτακτικά τίθεται από κεντρικούς παράγοντες η ανάγκη ριζικής αλλαγής της συνολικής οικονομικής πολιτικής, της κυβερνητικής πολιτικής γενικότερα. Μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ την περασμένη Δευτέρα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος τόνισε ότι από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα εξαρτηθεί η δυνατότητα να στραφούμε πάλι προς μια πορεία οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Και αυτή προϋποθέτει πριν απʼ όλα «εκτεταμένες και ρηξικέλευθες αλλαγές στη δομή του ευρύτερου δημόσιου τομέα για να τιθασευτούν τα ελλείμματα και τα χρέη».
Σε πιο δραματικούς τόνους ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος μίλησε για την ανυπαρξία του κράτους και τη χρεοκοπία των θεσμών που κατέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα και υπαινίχθηκε μια νέα κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που θα σχεδιάσει την πολιτική εξ αρχής.
Σε ηγετικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους αναφέρεται ολοένα συχνότερα το όνομα του Λουκά Παπαδήμου, αντιπροέδρου της ΕΚΤ σήμερα και διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ως το 2002, ο οποίος είχε συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Με το διεθνές κύρος που διαθέτει και με τη βαθιά του γνώση της ελληνικής οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας θα ήταν ευχής έργο να αναλάβει την κρίσιμη ευθύνη της οικονομίας, διατείνονται.
Ακόμα δεν βρισκόμαστε εκεί, αλλά μέσα στους πρώτους μήνες του 2009 το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να δανειστεί πάνω από 40 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους, να εκδώσει δηλαδή νέα κρατικά ομόλογα στη θέση αυτών που λήγουν, αλλά και να καλύψει τα επιπλέον ελλείμματα που δημιουργούνται εν τω μεταξύ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια ανταπόκριση θα βρει τότε στις αγορές. Η ραγδαία μετά το Σεπτέμβριο ανοδική τάση των επιτοκίων δανεισμού του ελληνικού κράτους, που όλη την περασμένη εβδομάδα κυμαίνονταν αισθητά πάνω από τις 200 μονάδες βάσης υψηλότερα από τα αντίστοιχα της Γερμανίας, συνιστά ανησυχητική προειδοποίηση. Επιπλέον εξαιρετικά αμφίβολη εκτιμάται η συνδρομή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, η ενδεχόμενη υπόδειξη προς την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ «θα είναι μια ταπεινωτική εξέλιξη, η πιο καταστροφική κατάληξη της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας». Όπως υποστήριξε την Πέμπτη στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, «αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν». Θεωρούν, πρόσθεσε, ότι «η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της (απογραφή, αναθεώρηση ΑΕΠ, γρήγορη ολοκλήρωση της διαδικασίας της επιτήρησης), εκμεταλλεύτηκε αυτή τη συμπαράσταση για να χειροτερεύσει κατά πολύ τα πράγματα και να μην τηρήσει δεσμεύσεις. Απλά, τους κορόιδεψε. Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητα του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Στο κενό έπεσαν άλλωστε οι απόπειρες του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη να απαξιώσει ως «ανεύθυνες κινδυνολογίες» τις επισημάνσεις για τις δυσκολίες δανεισμού που αντιμετωπίζει η χώρα μας, οι διαβεβαιώσεις του ότι «το ελληνικό Δημόσιο καλύπτει κανονικά τις χρηματοδοτικές του ανάγκες και το ίδιο θα συνεχίσει να κάνει και στο μέλλον».
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το κρατικό έλλειμμα φέτος θα διαμορφωθεί πολύ υψηλότερα από όσο το προβλέπει ο συζητούμενος προϋπολογισμός (2,5% του ΑΕΠ). Μέχρι και το Σεπτέμβριο, που υπάρχουν δημοσιευμένα επίσημα στοιχεία, τα καθαρά έσοδα αυξάνονταν με ρυθμό μόλις 4,1%, οι δαπάνες με 9,2%, και το έλλειμμα ήταν 20,2% μεγαλύτερο από το ίδιο εννεάμηνο πέρυσι. Έκτοτε η εξέλιξη είναι πολύ χειρότερη: το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου η κατάρρευση των εσόδων εντάθηκε, οι περαιώσεις ελάχιστα απέδωσαν, η διαφημιστική καμπάνια κατά της φοροδιαφυγής, που θα ήταν ίσως χρήσιμη σε μια εποχή στοιχειώδους κυβερνητικής αξιοπιστίας, σαρκάζεται ευρύτατα ως εκτός τόπου και χρόνου, την ώρα που οι ανάγκες για δημόσιες δαπάνες πολλαπλασιάζονται. Για δε το 2009 η επιδείνωση προδιαγράφεται δριμύτερη.
Από την άλλη πλευρά, υψηλότερο κατά 18,2% από πέρυσι ήταν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο δεκάμηνο, όπου έφθασε τα 28,35 δισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε προχθές η Τράπεζα της Ελλάδας. Παρά την καλή πορεία των εξαγωγών με αύξηση εισπράξεων 16,8%, το εξωτερικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να ξεπεράσει φέτος το περυσινό ρεκόρ του 14,1% (το υψηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ μετά την ήδη χρεοκοπημένη Ισλανδία). Ενώ οι πληρωμές για εισαγωγές καυσίμων θα συγκρατούνται χάρη στην υποχώρηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου, το ανησυχητικό στοιχείο στο ισοζύγιο το μήνα Οκτώβριο είναι ότι η διεύρυνση του ελλείμματος οφείλεται κατά πρώτο λόγο στην αύξηση των πληρωμών του κονδυλίου τόκοι-μερίσματα-κέρδη, δηλαδή κυρίως για τόκους, κατά 38,9%. Έφτασε το 1,48 δισ.
Προειδοποίηση Τρισέ
Με βάση την έως τώρα εμπειρία οι δυσμενείς εξελίξεις δρομολογούν την υπαγωγή της Ελλάδας ξανά στο καθεστώς της επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ενδεχόμενο αυτό συζητείται τόσον καιρό τώρα που δεν θα εντυπωσίαζε. Στο υπουργείο Οικονομίας μάλιστα θα το έβλεπαν ακόμα και με ανακούφιση, στο βαθμό που προς τα έξω θα σηματοδοτούσε ότι η χώρα βρίσκεται πάντα στην ευρωπαϊκή αγκαλιά, ενώ στο εσωτερικό κάπως θα διευκόλυνε τη λήψη σταθεροποιητικών μέτρων. Αλλά οι προοπτικές είναι χειρότερες. Πόσο δεδομένη μπορούμε να προεξοφλήσουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όταν ο δημόσιος δανεισμός θα αρχίσει να δυσκολεύει;
Σε μια μεγάλη συνέντευξη στους Financial Times την περασμένη Κυριακή, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ δεν θέλησε, είναι αλήθεια, εκ των προτέρων να αποκλείσει την αγορά δημοσίου χρέους, κρατικών ομολόγων δηλαδή, από την Τράπεζα στο μέλλον. Αναφερόταν όμως στην ανάγκη προετοιμασίας για απρόβλεπτες εξαιρετικές καταστάσεις στη διεθνή κλίμακα, και τόνισε με μεγάλη έμφαση ότι σήμερα δεν θα το θεωρούσε διόλου ορθό. Επέμεινε εξάλλου ότι, ενώ το ευρώ έχει λειτουργήσει ως προστασία απέναντι στις έντονες διεθνείς προκλήσεις, εναπόκειται σε κάθε χώρα να διαχειρίζεται σωστά την οικονομία της. Ζούμε σε ένα σύστημα αγοράς που τιμωρεί όποιους δεν συμπεριφέρονται σωστά, είπε, και γιʼ αυτό λέμε σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης να σέβονται το Σύμφωνο Σταθερότητας: είναι το νομικό πλαίσιο που διαθέτουμε ως υποκατάστατο της ομοσπονδιακής δημοσιονομικής πολιτικής και του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού που δεν έχουμε. Δέστε τις αποκλίσεις των επιτοκίων για την αναχρηματοδότηση του χρέους μεταξύ των χωρών, πρόσθεσε: λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Μια ερμηνεία των τοποθετήσεων Τρισέ θα ήταν ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να παρέμβει αν το πρόβλημα αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους γενικευτεί, ή πάντως πάρει ευρεία διάσταση, δεν θα το πράξει όμως για μια μικρή χώρα εφόσον κρίνεται ότι με δική της ευθύνη δεν διαχειρίστηκε σωστά τα οικονομικά της. Η υπόδειξη προς την Ελλάδα να προσφύγει στο ΔΝΤ επομένως εκκρεμεί.
Το ΔΝΤ σήμερα δεν είναι ο δογματικός, υποταγμένος στην κυριαρχία των αμερικανικών συμφερόντων οργανισμός, όπως τον έχουν γνωρίσει εξαιρετικά επώδυνα οι λαοί των χωρών που βρέθηκαν στη δίνη διεθνών κρίσεων. Βρίσκεται σε μεταβατική φάση προς ένα νέο, ελπίζεται πιο δημοκρατικό ρόλο, και ο γενικός του διευθυντής Ντομινίκ Στρως-Καν είναι ο πιο ένθερμος υποστηρικτής μιας ισχυρής δημόσιας παρέμβασης (στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ) για να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια ύφεση. Με αυτό το πνεύμα άλλωστε παραβρέθηκε την Πέμπτη στο έκτακτο Ecofin που συγκάλεσε η γαλλική προεδρία για την προετοιμασία των διεθνών πολιτικών το 2009.
Αλλά η μετάλλαξη του ΔΝΤ δεν αναιρεί την προοπτική, εφόσον η χώρα μας αναγκαστεί να το καλέσει ως δανειστή «ύστατης καταφυγής», να μας επιβάλει επαχθείς πολιτικούς όρους για να διασφαλίσει την αποπληρωμή όποιου δανείου θα μας χορηγούσε.
Πολιτικές αλλαγές ενόψει
Αδύνατο θεωρείται ευρύτατα πλέον να υπάρξει διέξοδος με την παρούσα κυβέρνηση. Στις πολύ δύσκολες συνθήκες που διαμορφώνονται, επιτακτικά τίθεται από κεντρικούς παράγοντες η ανάγκη ριζικής αλλαγής της συνολικής οικονομικής πολιτικής, της κυβερνητικής πολιτικής γενικότερα. Μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ την περασμένη Δευτέρα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος τόνισε ότι από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα εξαρτηθεί η δυνατότητα να στραφούμε πάλι προς μια πορεία οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Και αυτή προϋποθέτει πριν απʼ όλα «εκτεταμένες και ρηξικέλευθες αλλαγές στη δομή του ευρύτερου δημόσιου τομέα για να τιθασευτούν τα ελλείμματα και τα χρέη».
Σε πιο δραματικούς τόνους ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος μίλησε για την ανυπαρξία του κράτους και τη χρεοκοπία των θεσμών που κατέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα και υπαινίχθηκε μια νέα κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας που θα σχεδιάσει την πολιτική εξ αρχής.
Σε ηγετικούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους αναφέρεται ολοένα συχνότερα το όνομα του Λουκά Παπαδήμου, αντιπροέδρου της ΕΚΤ σήμερα και διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ως το 2002, ο οποίος είχε συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Με το διεθνές κύρος που διαθέτει και με τη βαθιά του γνώση της ελληνικής οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας θα ήταν ευχής έργο να αναλάβει την κρίσιμη ευθύνη της οικονομίας, διατείνονται.