Dolce Vita
Γιώργος Μπράμος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-12-27
Πριν από σαράντα οχτώ χρόνια ο Φεντερίκο Φελίνι γύρισε την «Dolce Vita», τη «γλυκιά ζωή» που βυθίζεται στην ανία και τη φθορά, στην παραίτηση και την έκπτωση. Ο μεταπολεμικός κόσμος είχε βγει πια από τα ερείπια, ο άνεμος της καινούργιας αισιοδοξίας ήταν δυνατός και ορμητικός, η υψηλή, εισοδηματικά και κοινωνικά, τάξη της Ευρώπης επανακτούσε την πολυτέλεια στη σπατάλη αισθημάτων, χρήματος και ζωής. Ο πόλεμος ήταν παρελθόν και η μνήμη γι’ αυτόν σιγά σιγά φυλλορροούσε. Η σιγουριά τού σήμερα δεν άφηνε περιθώριο για την αγωνία τού αύριο.
Λίγα χρόνια αργότερα τα παιδιά αυτής της τάξης σκότωσαν τους πατεράδες τους. Η Γαλλία συγκλονίστηκε από τον νεανικό θυμό στους δρόμους, η Ιταλία και η Γερμανία από το αίμα της τρομοκρατίας που, βέβαια, δεν είχε μόνο αριστερή καταγωγή. Αυτή η πατροκτονία, σκληρή, κυνική, ουτοπική και, όπως αποδείχθηκε, αδιέξοδη, συσσώρευσε νέα ερείπια. Δεν ήταν λοιπόν μόνο τα γκρεμισμένα κτίρια στο Βερολίνο, η διχασμένη Ευρώπη, ο Βορράς και ο Νότος, η μετανάστευση και η ανάπτυξη. Ηταν επίσης η απάρνηση για έναν τρόπο ζωής που ήθελε, παρά το μεγάλο δίδαγμα του πολέμου, να επιστρέψει στην τρυφηλότητα της μπελ επόκ, να ιδρύσει μια νέα μπελ επόκ, αφυδατωμένη αυτή τη φορά από τις ποιητικές και αισθητικές της αναζητήσεις του μεσοπολέμου. Οι μποέμ που διεκδίκησαν μια ξέγνοιαστη ζωή, γιατί γνώριζαν τη ματαιότητα και τη ματαίωση της υλικότητας, αντικαταστάθηκαν από τους καταναλωτές που λυσσούσαν για το ακριβώς αντίθετο, για την επιβολή της υλικότητας ως υπέρτατης αξίας. Τι ακούστηκε τότε στους δρόμους και τις πλατείες της Ευρώπης; Ουρλιαχτά της νεότητας που απαρνιόταν το σπίτι, το αυτοκίνητο, τις διακοπές και την καθημερινή αυτάρκεια των γονέων. Θέλαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο με οτοστόπ, να σπαταλήσουμε αγάπη κι έρωτα, να τραγουδήσουμε νέους θούριους.
Στην «Dolce Vita» ο Φελίνι είχε περιγράψει έναν κόσμο που βρισκόταν στο πάνω μέρος της κοινωνίας. Στη θλίψη και κενότητα εκείνου του κόσμου εμείς αντιπαρατάσσαμε τα κομμουνιστικά κόμματα, το εργατικό, το φοιτητικό και το γυναικείο κίνημα, την αισιοδοξία πως διεκδικούσαμε το κάτι άλλο, πλήρως εχθρικό και αντιμέτωπο με τη μεγαλοαστική αποχαύνωση.
Τι έγινε σε λίγα χρόνια; Παραίτηση, συμβιβασμός, ήττες. Κι άλλος χαμένος πόλεμος, αυτή τη φορά χωρίς καν εχθρό. Από το φλογερό σύνθημα για τη χειραφέτηση της εργασίας, στην υπονόμευση και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Από το ταξίδι στον άγνωστο, τρίτο κόσμο, στον οργανωμένο τουρισμό. Από το κυνήγι ενός κινηματογράφου που αντιμάχεται την κοινοτοπία, στην υποταγή σε κατασκευές για να περνάει η ώρα. Κι άλλα, κι άλλα. Πώς μας πήρε η κάτω βόλτα είναι ένα ερώτημα που θέλει πολλά κότσια κι άλλο τόσο υπαρξιακό αυτομαστίγωμα για να απαντηθεί. Και δεν φτάνει ο αριστερός θρήνος για τις λησμονημένες αξίες. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν μόνο στην ώρα της αποκάλυψης, παρασύρονται και από την καθημερινή τους βολή. Αυτή η στάση τους σνομπάρεται βέβαια από τους πούρους, αλλά ακόμα και στο Αγιο Ορος οι καλόγεροι έχουν κάποιες προτιμήσεις στο real estate. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, κατά πόσο δηλαδή είναι αυστηρός ή επιεικής, οι άνθρωποι έχουν μια μεγάλη και αξεπέραστη αδυναμία: θέλουν και επιδιώκουν να ζουν καλά.
Η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση δεν αφορά πια τους παχουλούς, τερατόμορφους και σαχλούς αστούς του Τζορτζ Γκροζ, αλλά χτυπάει την πόρτα όλων. Η «γλυκιά ζωή» ανήκε κάποτε στην υψηλή τάξη, τώρα είναι το ακριβό δάνειο για να ζήσουμε σε καλύτερο σπίτι, να πάρουμε πολυτελέστερο αμάξι, να πάνε τα παιδιά στα καλύτερα σχολεία, να ταξιδεύουμε σε εξωτικούς προορισμούς. Αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη, η φάτσα του χωριάτη όσο να ’ναι έχει κάπως αλλάξει. Είναι τα νέα προϊόντα ομορφιάς και περιποίησης, τα σύγχρονα ψιμύθια που κρύβουν την ταπεινή καταγωγή μας. Αν ξύσουμε λίγο τις φάτσες μας, τα γελοιογραφικά πορτρέτα του Γκροζ θα μας αφορούν.
Λίγα χρόνια αργότερα τα παιδιά αυτής της τάξης σκότωσαν τους πατεράδες τους. Η Γαλλία συγκλονίστηκε από τον νεανικό θυμό στους δρόμους, η Ιταλία και η Γερμανία από το αίμα της τρομοκρατίας που, βέβαια, δεν είχε μόνο αριστερή καταγωγή. Αυτή η πατροκτονία, σκληρή, κυνική, ουτοπική και, όπως αποδείχθηκε, αδιέξοδη, συσσώρευσε νέα ερείπια. Δεν ήταν λοιπόν μόνο τα γκρεμισμένα κτίρια στο Βερολίνο, η διχασμένη Ευρώπη, ο Βορράς και ο Νότος, η μετανάστευση και η ανάπτυξη. Ηταν επίσης η απάρνηση για έναν τρόπο ζωής που ήθελε, παρά το μεγάλο δίδαγμα του πολέμου, να επιστρέψει στην τρυφηλότητα της μπελ επόκ, να ιδρύσει μια νέα μπελ επόκ, αφυδατωμένη αυτή τη φορά από τις ποιητικές και αισθητικές της αναζητήσεις του μεσοπολέμου. Οι μποέμ που διεκδίκησαν μια ξέγνοιαστη ζωή, γιατί γνώριζαν τη ματαιότητα και τη ματαίωση της υλικότητας, αντικαταστάθηκαν από τους καταναλωτές που λυσσούσαν για το ακριβώς αντίθετο, για την επιβολή της υλικότητας ως υπέρτατης αξίας. Τι ακούστηκε τότε στους δρόμους και τις πλατείες της Ευρώπης; Ουρλιαχτά της νεότητας που απαρνιόταν το σπίτι, το αυτοκίνητο, τις διακοπές και την καθημερινή αυτάρκεια των γονέων. Θέλαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο με οτοστόπ, να σπαταλήσουμε αγάπη κι έρωτα, να τραγουδήσουμε νέους θούριους.
Στην «Dolce Vita» ο Φελίνι είχε περιγράψει έναν κόσμο που βρισκόταν στο πάνω μέρος της κοινωνίας. Στη θλίψη και κενότητα εκείνου του κόσμου εμείς αντιπαρατάσσαμε τα κομμουνιστικά κόμματα, το εργατικό, το φοιτητικό και το γυναικείο κίνημα, την αισιοδοξία πως διεκδικούσαμε το κάτι άλλο, πλήρως εχθρικό και αντιμέτωπο με τη μεγαλοαστική αποχαύνωση.
Τι έγινε σε λίγα χρόνια; Παραίτηση, συμβιβασμός, ήττες. Κι άλλος χαμένος πόλεμος, αυτή τη φορά χωρίς καν εχθρό. Από το φλογερό σύνθημα για τη χειραφέτηση της εργασίας, στην υπονόμευση και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Από το ταξίδι στον άγνωστο, τρίτο κόσμο, στον οργανωμένο τουρισμό. Από το κυνήγι ενός κινηματογράφου που αντιμάχεται την κοινοτοπία, στην υποταγή σε κατασκευές για να περνάει η ώρα. Κι άλλα, κι άλλα. Πώς μας πήρε η κάτω βόλτα είναι ένα ερώτημα που θέλει πολλά κότσια κι άλλο τόσο υπαρξιακό αυτομαστίγωμα για να απαντηθεί. Και δεν φτάνει ο αριστερός θρήνος για τις λησμονημένες αξίες. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν μόνο στην ώρα της αποκάλυψης, παρασύρονται και από την καθημερινή τους βολή. Αυτή η στάση τους σνομπάρεται βέβαια από τους πούρους, αλλά ακόμα και στο Αγιο Ορος οι καλόγεροι έχουν κάποιες προτιμήσεις στο real estate. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, κατά πόσο δηλαδή είναι αυστηρός ή επιεικής, οι άνθρωποι έχουν μια μεγάλη και αξεπέραστη αδυναμία: θέλουν και επιδιώκουν να ζουν καλά.
Η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση δεν αφορά πια τους παχουλούς, τερατόμορφους και σαχλούς αστούς του Τζορτζ Γκροζ, αλλά χτυπάει την πόρτα όλων. Η «γλυκιά ζωή» ανήκε κάποτε στην υψηλή τάξη, τώρα είναι το ακριβό δάνειο για να ζήσουμε σε καλύτερο σπίτι, να πάρουμε πολυτελέστερο αμάξι, να πάνε τα παιδιά στα καλύτερα σχολεία, να ταξιδεύουμε σε εξωτικούς προορισμούς. Αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη, η φάτσα του χωριάτη όσο να ’ναι έχει κάπως αλλάξει. Είναι τα νέα προϊόντα ομορφιάς και περιποίησης, τα σύγχρονα ψιμύθια που κρύβουν την ταπεινή καταγωγή μας. Αν ξύσουμε λίγο τις φάτσες μας, τα γελοιογραφικά πορτρέτα του Γκροζ θα μας αφορούν.