Δημοκρατικός δρόμος και βία
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑΣ
Μιχάλης Σαμπατακάκης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-12-28
Στην πολιτική και ιδιαίτερα στην πολιτική της αριστεράς, είναι χρήσιμες η ιστορία και η θεωρία. Και η ιστορία των θεωριών. Φωτίζουν τα γεγονότα. Στη συζήτηση λοιπόν που διεξάγουμε για τη νεανική έκρηξη που ακολούθησε τη δολοφονία του Αλέξανδρου, θα δοκιμάσω να δω διαχρονικά τον ρόλο της βίας στην πολιτική της αριστεράς και την απάντηση της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου.
Ο Άγγελος Ελεφάντης μας θύμιζε ότι η χρονική περίοδος, όπου στην πολιτική της αριστεράς η βία είχε σημαντικό ρόλο, ταυτιζόμενη με την επανάσταση, ήταν η εποχή ανάμεσα στους δύο πολέμους, που διεξήχθησαν κυρίως στην Ευρώπη. Από το 1914 ώς το 1945 όλοι ασκούσαν την πολιτική με όπλα. Σ’ αυτά τα πλαίσια και στην αριστερά η βία κατέλαβε σημαντικό ρόλο στην πολιτική της. Δεν είχε την ίδια κυρίαρχη βαρύτητα στις αντιλήψεις του Μαρξ. Ας σημειώσουμε πάντως ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο που η αριστερά επιλέγει τη βία, αυτή έχει ως στόχο τα κέντρα εξουσίας και η αριστερά είναι ριζικά αντίθετη με την άσκοπη βία κατά άσχετων στόχων.
Το 1945 με το τέλος του πολέμου οι Ευρωπαίοι κατανόησαν, ότι δεν μπορούν πια να λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές (και τις ταξικές) με τη βία. Αυτό είναι μια ευρωπαϊκή κατάκτηση, που χρειάστηκε εκατομμύρια νεκρούς για να θεμελιωθεί.
Οι κομμουνιστές δυσκολεύτηκαν ίσως να το αποδεχθούν. Ο ευρωκομμουνισμός απέσπασε την έννοια της επανάστασης από τη βία. Όμως αυτό δεν ήταν μόνο ένα ηθικό ζήτημα που αφορούσε μόνο τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Ήταν σημαντικά και ένα πολιτικό ζήτημα. Ήταν μια πολιτική ανάγνωση μιας καινούργιας πραγματικότητας. Ενός καινούργιου καπιταλισμού και ενός καινούργιου κράτους.
Το κράτος στην εποχή του Λένιν, ήταν απλώς μηχανισμός της άρχουσας τάξης (στρατός και αστυνομία), που προάσπιζε τα συμφέροντά της. Οι κομμουνιστές επέλεξαν να φτιάξουν το δικό τους μηχανισμό και να συγκρουστούν με τον μηχανισμό της άρχουσας τάξης και νικώντας, να τσακίσουν την αστική κρατική μηχανή. (Το τι οικοδόμησαν μετά είναι γνωστό. Όπως και η κατάρρευσή του).
Στις υστερότερες δεκαετίες ο καπιταλισμός αλλάζει, για να μείνει βέβαια καπιταλισμός. Το κράτος διευρύνθηκε παρεμβαίνοντας ενεργά σε όλη την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο αστυνομία και στρατός. Ανέπτυξε θεσμούς (εκπαίδευση, ασφάλιση, περίθαλψη και άλλους πολλούς), μέσα στους οποίους βρίσκονται οι εργαζόμενοι. Προς την ίδια κατεύθυνση οδήγησαν και οι αγώνες του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος. Οι θεσμοί βέβαια αυτοί ελέγχονται από την κορυφή.
Έγινε, όμως, έτσι φανερό πώς τέτοιους θεσμούς, μέσα στους οποίους βρίσκονται οι εργαζόμενοι, δεν καλούνται να τους συντρίψουν, αλλά να τους ελέγξουν σε αντιπαλότητα με την άρχουσα τάξη. Έτσι η δημοκρατία - έλεγχος γίνεται το βασικό πεδίο της ταξικής πάλης, γίνεται ταυτόσημη με την έννοια του σοσιαλισμού και όσον αφορά την πορεία και όσον αφορά το περιεχόμενο.
Αυτή η ταύτιση της έννοιας του σοσιαλισμού με την έννοια της δημοκρατίας έφερνε σε αντιπαράθεση αυτή τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου με τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό.
Ο δημοκρατικός δρόμος δεν είναι μια στιγμιαία σύγκρουση, μια κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων (που άλλωστε δεν υπάρχουν), αλλά μια διαρκής και ενιαία γιγαντιαία μεταρρυθμιστική διαδικασία, που θα επιχειρούσε διαρθρωτικές αλλαγές και που θα ολοκληρωνόταν και σε επεμβάσεις στις παραγωγικές σχέσεις και την οργάνωση της εξουσίας.
Υποκείμενο μιας τέτοιας επαναστατικής διαδικασίας όπου η δημοκρατία έχει αναδειχθεί ως το βασικό πεδίο της ταξικής πάλης, δεν μπορεί να είναι μια φωτισμένη μειοψηφία (θεολογικής νομιμοποίησης), αλλά ένας νέος συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία και στο μαζικό κίνημα και στο κοινοβούλιο.
Στην ελληνική αριστερά
Στην Ελλάδα, το κομμουνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στη χρήση βίας, στον εμφύλιο δηλαδή, και από επιλογή της άλλης πλευράς, αλλά και από δική του επιλογή. Αυτή η αριστερά παρά το γεγονός ότι βγήκε από την κατοχή ηθικά δικαιωμένη, έχοντας στηρίξει το μεγαλύτερο μέρος της Αντίστασης (με μια δεξιά καταρρακωμένη λόγω της συνεργασίας τμήματος της με τον κατακτητή), παρά το γεγονός ότι κατείχε στρατιωτικά σχεδόν όλη τη χώρα με έναν έμπειρο στρατό, παρόλα αυτά λοιπόν, αυτή η αριστερά έχασε. Χρειάστηκαν τόσοι νεκροί, τόσοι φυλακισμένοι, χρειάστηκε εκτός από τον εμφύλιο να υποστούμε στη συνέχεια και το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς και τη δικτατορία, για να κατανοήσουμε ότι το πεδίο της βίας είναι το πεδίο που ευνοεί τους αντιπάλους.
Η μεγαλειώδης απάντηση της ελληνικής αριστεράς απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις ήταν το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και η κορύφωσή του το Πολυτεχνείο. Στη δικτατορία αυτοί που επέλεξαν τη χρήση βίας στην αντίσταση, ήταν ουσιαστικά κεντρώες οργανώσεις: Το Π.Α.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου και η Δημοκρατική Άμυνα. Στην αριστερά η συζήτηση περί βίας αφορούσε μόνο τα «καφέ» του Παρισιού. Η αριστερά στην Ελλάδα, μέσα σε συνθήκες της σκληρότερης βίας του αντιπάλου, που περιλάμβανε δολοφονίες και μαζικές φυλακίσεις και βασανιστήρια, επέλεξε το μη βίαιο μαζικό κίνημα και τον αγώνα για τη δημοκρατία. Και παρά την είσοδο των τανκς, πολιτικά αυτή η αριστερά νίκησε.
Ο Άγγελος Ελεφάντης μας θύμιζε ότι η χρονική περίοδος, όπου στην πολιτική της αριστεράς η βία είχε σημαντικό ρόλο, ταυτιζόμενη με την επανάσταση, ήταν η εποχή ανάμεσα στους δύο πολέμους, που διεξήχθησαν κυρίως στην Ευρώπη. Από το 1914 ώς το 1945 όλοι ασκούσαν την πολιτική με όπλα. Σ’ αυτά τα πλαίσια και στην αριστερά η βία κατέλαβε σημαντικό ρόλο στην πολιτική της. Δεν είχε την ίδια κυρίαρχη βαρύτητα στις αντιλήψεις του Μαρξ. Ας σημειώσουμε πάντως ότι ακόμα και σ’ αυτή την περίοδο που η αριστερά επιλέγει τη βία, αυτή έχει ως στόχο τα κέντρα εξουσίας και η αριστερά είναι ριζικά αντίθετη με την άσκοπη βία κατά άσχετων στόχων.
Το 1945 με το τέλος του πολέμου οι Ευρωπαίοι κατανόησαν, ότι δεν μπορούν πια να λύνουν τις μεταξύ τους διαφορές (και τις ταξικές) με τη βία. Αυτό είναι μια ευρωπαϊκή κατάκτηση, που χρειάστηκε εκατομμύρια νεκρούς για να θεμελιωθεί.
Οι κομμουνιστές δυσκολεύτηκαν ίσως να το αποδεχθούν. Ο ευρωκομμουνισμός απέσπασε την έννοια της επανάστασης από τη βία. Όμως αυτό δεν ήταν μόνο ένα ηθικό ζήτημα που αφορούσε μόνο τον σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Ήταν σημαντικά και ένα πολιτικό ζήτημα. Ήταν μια πολιτική ανάγνωση μιας καινούργιας πραγματικότητας. Ενός καινούργιου καπιταλισμού και ενός καινούργιου κράτους.
Το κράτος στην εποχή του Λένιν, ήταν απλώς μηχανισμός της άρχουσας τάξης (στρατός και αστυνομία), που προάσπιζε τα συμφέροντά της. Οι κομμουνιστές επέλεξαν να φτιάξουν το δικό τους μηχανισμό και να συγκρουστούν με τον μηχανισμό της άρχουσας τάξης και νικώντας, να τσακίσουν την αστική κρατική μηχανή. (Το τι οικοδόμησαν μετά είναι γνωστό. Όπως και η κατάρρευσή του).
Στις υστερότερες δεκαετίες ο καπιταλισμός αλλάζει, για να μείνει βέβαια καπιταλισμός. Το κράτος διευρύνθηκε παρεμβαίνοντας ενεργά σε όλη την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο αστυνομία και στρατός. Ανέπτυξε θεσμούς (εκπαίδευση, ασφάλιση, περίθαλψη και άλλους πολλούς), μέσα στους οποίους βρίσκονται οι εργαζόμενοι. Προς την ίδια κατεύθυνση οδήγησαν και οι αγώνες του εργατικού και δημοκρατικού κινήματος. Οι θεσμοί βέβαια αυτοί ελέγχονται από την κορυφή.
Έγινε, όμως, έτσι φανερό πώς τέτοιους θεσμούς, μέσα στους οποίους βρίσκονται οι εργαζόμενοι, δεν καλούνται να τους συντρίψουν, αλλά να τους ελέγξουν σε αντιπαλότητα με την άρχουσα τάξη. Έτσι η δημοκρατία - έλεγχος γίνεται το βασικό πεδίο της ταξικής πάλης, γίνεται ταυτόσημη με την έννοια του σοσιαλισμού και όσον αφορά την πορεία και όσον αφορά το περιεχόμενο.
Αυτή η ταύτιση της έννοιας του σοσιαλισμού με την έννοια της δημοκρατίας έφερνε σε αντιπαράθεση αυτή τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου με τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό.
Ο δημοκρατικός δρόμος δεν είναι μια στιγμιαία σύγκρουση, μια κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων (που άλλωστε δεν υπάρχουν), αλλά μια διαρκής και ενιαία γιγαντιαία μεταρρυθμιστική διαδικασία, που θα επιχειρούσε διαρθρωτικές αλλαγές και που θα ολοκληρωνόταν και σε επεμβάσεις στις παραγωγικές σχέσεις και την οργάνωση της εξουσίας.
Υποκείμενο μιας τέτοιας επαναστατικής διαδικασίας όπου η δημοκρατία έχει αναδειχθεί ως το βασικό πεδίο της ταξικής πάλης, δεν μπορεί να είναι μια φωτισμένη μειοψηφία (θεολογικής νομιμοποίησης), αλλά ένας νέος συνασπισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία και στο μαζικό κίνημα και στο κοινοβούλιο.
Στην ελληνική αριστερά
Στην Ελλάδα, το κομμουνιστικό κίνημα οδηγήθηκε στη χρήση βίας, στον εμφύλιο δηλαδή, και από επιλογή της άλλης πλευράς, αλλά και από δική του επιλογή. Αυτή η αριστερά παρά το γεγονός ότι βγήκε από την κατοχή ηθικά δικαιωμένη, έχοντας στηρίξει το μεγαλύτερο μέρος της Αντίστασης (με μια δεξιά καταρρακωμένη λόγω της συνεργασίας τμήματος της με τον κατακτητή), παρά το γεγονός ότι κατείχε στρατιωτικά σχεδόν όλη τη χώρα με έναν έμπειρο στρατό, παρόλα αυτά λοιπόν, αυτή η αριστερά έχασε. Χρειάστηκαν τόσοι νεκροί, τόσοι φυλακισμένοι, χρειάστηκε εκτός από τον εμφύλιο να υποστούμε στη συνέχεια και το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς και τη δικτατορία, για να κατανοήσουμε ότι το πεδίο της βίας είναι το πεδίο που ευνοεί τους αντιπάλους.
Η μεγαλειώδης απάντηση της ελληνικής αριστεράς απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις ήταν το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και η κορύφωσή του το Πολυτεχνείο. Στη δικτατορία αυτοί που επέλεξαν τη χρήση βίας στην αντίσταση, ήταν ουσιαστικά κεντρώες οργανώσεις: Το Π.Α.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου και η Δημοκρατική Άμυνα. Στην αριστερά η συζήτηση περί βίας αφορούσε μόνο τα «καφέ» του Παρισιού. Η αριστερά στην Ελλάδα, μέσα σε συνθήκες της σκληρότερης βίας του αντιπάλου, που περιλάμβανε δολοφονίες και μαζικές φυλακίσεις και βασανιστήρια, επέλεξε το μη βίαιο μαζικό κίνημα και τον αγώνα για τη δημοκρατία. Και παρά την είσοδο των τανκς, πολιτικά αυτή η αριστερά νίκησε.