Για την Κούνεβα
Γιώργος Μπράμος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-02-04
Δεν ξέρω αν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι (ή, μετά την οικονομική κρίση, δεν τολμούν να το υποστηρίζουν ακόμα, τουλάχιστον φανερά) δεν υπάρχουν πλέον εμφανή όρια μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Δεν μπορώ να απαντήσω επίσης -κι αυτό με κατατρώει- αν τα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους τον περασμένο, φλογερό Δεκέμβριο, είναι μόνο γόνοι του μεγάλου αποπροσανατολισμού, της αυταπάτης και της ευκολίας. Δεν έχω τι να πω για την πράξη των ακτιβιστών που διέκοψαν θεατρικές παραστάσεις κι ενόχλησαν όσους θεωρούν πως η τέχνη, στην όποια έκφρασή της, πρέπει να μένει μακριά από τη λάσπη της κοινωνίας.
Μπορώ όμως να αποτίσω φόρο τιμής για μια εργάτρια, συνδικαλίστρια και μετανάστρια, την Κωνσταντίνα Κούνεβα, και να εκφράσω τον αποτροπιασμό μου για τη βαρβαρότητα που δέχτηκε. Γνωρίζω πως αυτή η βαρβαρότητα δεν βρήκε χώρο, δεν αναδείχθηκε ως κεντρικό γεγονός κατά τη γνώμη μου, στα μεγάλα και ισχυρά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά δίκτυα, ιδιωτικά και δημόσια.
Υπάρχουν και κάποιοι που αντέδρασαν. Ο πρώην υπουργός Εργασίας του ΠΑΣΟΚ κ. Τάσος Γιαννίτσης ήταν από τους πρώτους που έθιξε δημόσια την περιπέτεια της Κούνεβα, υπογράμμισε την ντροπή που πρέπει να αισθάνεται η χώρα, όταν αντιμετωπίζει μ’ αυτό τον τρόπο τους αδικημένους. Και, βεβαίως, ήταν εκείνοι οι Αριστεροί -οι ίδιοι που τους κατηγορούν για παρωχημένους, παλαιομοδίτες και κολλημένους- που στάθηκαν στο πλευρό της γυναίκας. Η Αριστερά ανακάλεσε, στην περίπτωση αυτή, τον πιο ανθρώπινο πλούτο της, τη συμπαράσταση σ’ όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Η Κωνσταντίνα Κούνεβα δεν είναι μόνο θύμα μιας αλήτικης πράξης. Είναι κάτι περισσότερο. Σε μια εποχή που η μαύρη εργασία, η αφυδάτωση του συνδικαλισμού, ο φόβος ενός απέλπιδους αύριο, η μοιρολατρία και ο συμβιβασμός διαπερνούν όχι μόνο τη σχέση εργαζομένου και εργοδότη αλλά και την ουσία της αξιοπρέπειας των ανθρώπων, μια γυναίκα από τη Βουλγαρία πλήρωσε με τον βίαιο τραυματισμό της, με τη θυσία της, την πανάρχαια σύγκρουση του δίκιου με το άδικο. Είναι γνήσιο παιδί αυτών που προσπάθησαν για τη δημιουργική εργασία που εξανθρωπίζει, των συνδικαλιστών που δημιούργησαν έναν κόσμο όπου οι εργάτες δεν μπαίνουν στις φάμπρικες χαράματα και δεν βγαίνουν νύχτα, των γενναίων και ανιδιοτελών, που δεν φοβήθηκαν να τα βάλουν με τους ισχυρούς.
Είναι πολύς καιρός που όλα αυτά, για τα οποία η Κούνεβα δέχτηκε την επίθεση με βιτριόλι, φαίνονταν ξεπερασμένα. Η Δύση έχει αποκτήσει ένα υψηλό επίπεδο ευμάρειας και πλούτου, που πλαστά και ύπουλα διαχέονταν μέχρι τη μέρα της οικονομικής κρίσης, και στα μικροαστικά, ακόμα και στα εργατικά στρώματα. Ειδικότερα στη χώρα μας, η συλλογικότητα στη διαπραγμάτευση της εργασίας έχει συρρικνωθεί μόνο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ετσι ο εγχώριος συνδικαλισμός έχασε σταδιακά το συλλογικό διεκδικητικό του περιεχόμενο, από μάχιμος εταίρος του κοινωνικού κράτους έμεινε θλιβερός, σε αρκετές περιπτώσεις, και πάντα αμυντικός προστάτης κεκτημένων.
Η Κωνσταντίνα Κούνεβα διεκδίκησε ακριβώς αυτά τα χαμένα στοιχεία της συλλογικότητας και της αξιοπρέπειας, που δεν είναι ηθικολογικές αλλά βαθύτατα υλικές αξίες. Ο δικός της συνδικαλιστικός αγώνας ήταν για την ίδια τη φύση και την αντιμετώπιση της εξαρτημένης εργασίας, για το μεροκάματο που δεν θα είναι πεδίο κι άλλης κερδοσκοπίας από το αφεντικό. Η μαύρη, ανασφάλιστη εργασία είναι η πιο άθλια και κυνική μορφή νεο-δουλείας και η σημερινή Ελλάδα φτιάχνει τα σπίτια της, καθαρίζει τα σκουπίδια της, γηροκομεί τους ανήμπορους γονείς της με την Κωνσταντίνα, τον Ιμπραήμ, τον Ιγκόρ, την Πάολα. Η χώρα είναι γεμάτη από ανθρώπους που έχουν έρθει από μέρη μακρινά, υποχρεωμένοι να εκπατριστούν βίαια από τη φτώχεια και τους πολέμους. Ο Ελληνας, που γνώρισε την προσφυγιά, την ξενητειά, τον ξερριζωμό, θέλει η Κωνσταντίνα να υπακούει και να φοβάται, να της φθάνουν όσα παίρνει και να λέει κι ευχαριστώ. Το βιτριόλι, που παλιά ήταν το μέσο των θρασύδειλων αγαπητικών για να συνετίσουν τα ατίθασα κορίτσια του πεζοδρομίου, βγήκε από το συρτάρι για να υπενθυμίσει στην Κωνσταντίνα πως η βαρβαρότητα δεν έχει πατρίδα.
Μπορώ όμως να αποτίσω φόρο τιμής για μια εργάτρια, συνδικαλίστρια και μετανάστρια, την Κωνσταντίνα Κούνεβα, και να εκφράσω τον αποτροπιασμό μου για τη βαρβαρότητα που δέχτηκε. Γνωρίζω πως αυτή η βαρβαρότητα δεν βρήκε χώρο, δεν αναδείχθηκε ως κεντρικό γεγονός κατά τη γνώμη μου, στα μεγάλα και ισχυρά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά δίκτυα, ιδιωτικά και δημόσια.
Υπάρχουν και κάποιοι που αντέδρασαν. Ο πρώην υπουργός Εργασίας του ΠΑΣΟΚ κ. Τάσος Γιαννίτσης ήταν από τους πρώτους που έθιξε δημόσια την περιπέτεια της Κούνεβα, υπογράμμισε την ντροπή που πρέπει να αισθάνεται η χώρα, όταν αντιμετωπίζει μ’ αυτό τον τρόπο τους αδικημένους. Και, βεβαίως, ήταν εκείνοι οι Αριστεροί -οι ίδιοι που τους κατηγορούν για παρωχημένους, παλαιομοδίτες και κολλημένους- που στάθηκαν στο πλευρό της γυναίκας. Η Αριστερά ανακάλεσε, στην περίπτωση αυτή, τον πιο ανθρώπινο πλούτο της, τη συμπαράσταση σ’ όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Η Κωνσταντίνα Κούνεβα δεν είναι μόνο θύμα μιας αλήτικης πράξης. Είναι κάτι περισσότερο. Σε μια εποχή που η μαύρη εργασία, η αφυδάτωση του συνδικαλισμού, ο φόβος ενός απέλπιδους αύριο, η μοιρολατρία και ο συμβιβασμός διαπερνούν όχι μόνο τη σχέση εργαζομένου και εργοδότη αλλά και την ουσία της αξιοπρέπειας των ανθρώπων, μια γυναίκα από τη Βουλγαρία πλήρωσε με τον βίαιο τραυματισμό της, με τη θυσία της, την πανάρχαια σύγκρουση του δίκιου με το άδικο. Είναι γνήσιο παιδί αυτών που προσπάθησαν για τη δημιουργική εργασία που εξανθρωπίζει, των συνδικαλιστών που δημιούργησαν έναν κόσμο όπου οι εργάτες δεν μπαίνουν στις φάμπρικες χαράματα και δεν βγαίνουν νύχτα, των γενναίων και ανιδιοτελών, που δεν φοβήθηκαν να τα βάλουν με τους ισχυρούς.
Είναι πολύς καιρός που όλα αυτά, για τα οποία η Κούνεβα δέχτηκε την επίθεση με βιτριόλι, φαίνονταν ξεπερασμένα. Η Δύση έχει αποκτήσει ένα υψηλό επίπεδο ευμάρειας και πλούτου, που πλαστά και ύπουλα διαχέονταν μέχρι τη μέρα της οικονομικής κρίσης, και στα μικροαστικά, ακόμα και στα εργατικά στρώματα. Ειδικότερα στη χώρα μας, η συλλογικότητα στη διαπραγμάτευση της εργασίας έχει συρρικνωθεί μόνο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ετσι ο εγχώριος συνδικαλισμός έχασε σταδιακά το συλλογικό διεκδικητικό του περιεχόμενο, από μάχιμος εταίρος του κοινωνικού κράτους έμεινε θλιβερός, σε αρκετές περιπτώσεις, και πάντα αμυντικός προστάτης κεκτημένων.
Η Κωνσταντίνα Κούνεβα διεκδίκησε ακριβώς αυτά τα χαμένα στοιχεία της συλλογικότητας και της αξιοπρέπειας, που δεν είναι ηθικολογικές αλλά βαθύτατα υλικές αξίες. Ο δικός της συνδικαλιστικός αγώνας ήταν για την ίδια τη φύση και την αντιμετώπιση της εξαρτημένης εργασίας, για το μεροκάματο που δεν θα είναι πεδίο κι άλλης κερδοσκοπίας από το αφεντικό. Η μαύρη, ανασφάλιστη εργασία είναι η πιο άθλια και κυνική μορφή νεο-δουλείας και η σημερινή Ελλάδα φτιάχνει τα σπίτια της, καθαρίζει τα σκουπίδια της, γηροκομεί τους ανήμπορους γονείς της με την Κωνσταντίνα, τον Ιμπραήμ, τον Ιγκόρ, την Πάολα. Η χώρα είναι γεμάτη από ανθρώπους που έχουν έρθει από μέρη μακρινά, υποχρεωμένοι να εκπατριστούν βίαια από τη φτώχεια και τους πολέμους. Ο Ελληνας, που γνώρισε την προσφυγιά, την ξενητειά, τον ξερριζωμό, θέλει η Κωνσταντίνα να υπακούει και να φοβάται, να της φθάνουν όσα παίρνει και να λέει κι ευχαριστώ. Το βιτριόλι, που παλιά ήταν το μέσο των θρασύδειλων αγαπητικών για να συνετίσουν τα ατίθασα κορίτσια του πεζοδρομίου, βγήκε από το συρτάρι για να υπενθυμίσει στην Κωνσταντίνα πως η βαρβαρότητα δεν έχει πατρίδα.